Ανέμελο σεργιάνι για την πόλη με μια χαρά, που δεν ήταν όπως άλλες χαρές τα τελευταία χρόνια. Έμοιαζα με παιδί εφτά ή οχτώ χρονών στο οποίο η απλή πράξη του βαδίσματος μάλλον δεν ήταν αρκετή, απλώς φάνταζε πολύ συνηθισμένη, πολύ ανιαρή για να εκφράσουν την ένταση που ένιωθε περπατώντας, και έτσι είχε την προδιάθεση να χοροπηδήσει ή να κάνει ένα άλμα ξαφνικά.
Όμως η ευτυχία ενός ανθρώπου μπορεί να είναι η δυστυχία κάποιου άλλου.
Η δική μου χαρά με το να θέλει να επεκταθεί και πέρα από εμένα, κάποια δεδομένη στιγμή συγκρουόταν αναπόφευκτα με τη δυστυχία των άλλων, με αυτό που εγώ αντιλαμβανόμουν ως δυστυχία, αθλιότητα και εγκατάλειψη των άλλων.
Ειδικά μες στη χαρά μου, είχα πιο έντονα και πιο ξεκάθαρα την εικόνα, τη συνείδηση, την αίσθηση των άλλων, του άλλου.
Δεν ωφελούσε να σταματήσω να διαβάζω εφημερίδες και να βλέπω τηλεόραση, με τις εκατόμβες καθημερινά των νεκρών θυμάτων της πανδημίας.
Η χαρά μου στα εξωτερικά σύνορά της, συνοδευόταν από την ανάγκη να βοηθήσω, και επειδή βοήθεια δεν υπήρχε, η χαρά διακοπτόταν. Δεν επιτρεπόταν πια να είναι αυτή η χαρά μου.
Η χαρά μου προέκυψε με την πρόσφατη έκδοση ενός βιβλίου μου.
Όμως γιατί γράφεις; Για ποιον; Ποιο είναι το μήνυμα σου, αν βέβαια υπάρχει; Τι επιδιώκουν οι αφηγήσεις σου και ποιον ωφελούν; Ποιες απαντήσεις δίνεις στις σημαντικότερες ερωτήσεις ή τουλάχιστον σε ορισμένες απ’ αυτές;
Υπάρχουν οι πλάγιες απαντήσεις και υπάρχουν οι απαντήσεις υπεκφυγής. Απαντήσεις απλές και ευθείες δεν υπάρχουν.
Γράφω γιατί αισθάνομαι μια ανείπωτη χαρά μέσα μου κάνοντάς το, αν και τελευταία αυτή η χαρά σταμάτησε να επανέρχεται. Κι όμως υπήρξε, αφού την είχα ζήσει.
* Ο Αριστείδης Γ. Αρχοντάκης είναι συγγραφέας-φυσικός.