Ένα χρόνο είχα να περάσω με το ποδήλατο από το παρκάκι του. Βιαστική πάντα τις προηγούμενες φορές και με αυτοκίνητο, τον είχα στο μυαλό μου για την υπόσχεση που του ΄χα δώσει. Δύσκολη η χρονιά που πέρασε, δεν κατάφερα μέχρι και χθες να τα μαζέψω όλα. Δύσκολο να βρω και τις πληροφορίες που έψαχνα. Απόψε όμως δεν άντεξα. Πάρκαρα ακριβώς έξω από τα ερείπια του «Πανάνειου» κι έτρεξα να τον καλησπερίσω…
Μόλις με είδε λάμψανε τα μάτια του. Βιάστηκε να κατεβεί από το βάθρο του, να με πιάσει από το μπράτσο, να περάσουμε πάλι την σιδερένια πόρτα-φράχτη και να μπούμε στα ερείπια του νοσοκομείου του, να ανάψουμε ένα κερί στον Άγιο Παντελεήμονα!
«-Άργησες κοπελιά μου! Νόμιζα πως με ξέχασες» μου ΄πε με παράπονο…
«-Έχεις δίκιο Μπάρμπα Πανανέ, μα δεν τα ‘μαθες; Άλλαξε ο κόσμος τη χρονιά που πέρασε! Δυο καραντίνες ζήσαμε, φόβους, θανάτους, παρατράγουδα και δεν μπορούσα να βρω όλα εκείνα που σου΄χα υποσχεθεί πέρυσι τέτοια μέρα…»
«΄-Ας είναι, φτάνει που δεν με ξεχνάς! Με έφαγε η μοναξιά κι η αδιαφορία εδώ πάνω…»
Και κινήσαμε σιγά -σιγά. Φόρεσε το κοντό μαύρο φέσι που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, πήρε το μπαστούνι του με την ασημένια λαβή και μέσα στο λευκό του κουστούμι φάνταζε από μακριά η αρχοντιά κι ο κοσμοπολίτικος αέρας του. Κουβέντα στην κουβέντα κι αργά – αργά περπατήσαμε στο χωμάτινο δρόμο. Σταματούσε και κοίταζε τα κουφάρια κουνώντας το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά. Δεν πίστευε στην ερημιά και την καταστροφή. Έπνιγε την λύπη και την αγανάκτηση στις θύμησες.«-Πόσο θα΄θελα να μπορούσα να΄μουν τώρα στη Σμύρνη, εκεί, κάτω στην προκυμαία στο «Και». Έναν καϊφέ καϊμακλίδικο να ΄πινα στο καφενείο «Φώκες, Βουρλά και Καράβουρνα» στου «Καρπούζα». Μαζεύονταν πολλοί εκεί και λέγαμε θύμησες και κουβέντες από την Πατρίδα.»
Τα μάτια του γεμάτα νοσταλγία και πάλι. Ήμουν διαβασμένη τούτη τη φορά. Ήξερα πόσο μεγάλη εκτίμηση και σέβας του ΄χαν όλοι οι Ελλήνες της Σμύρνης, πλούσιοι και φτωχοί για τις καλοσύνες και τις βοήθειες σε χρήματα που πρόσφερε απλόχερα. Ονομαστές όλες οι πράξεις του. Και δεν ξεχνούσε ποτέ το Μεγάλο Κάστρο ούτε τον Αμπελούζο το χωριό που μεγάλωσε. Προίκιζε ακόμα και τα πιο φτωχά κορίτσια του χωριού του να τα γλιτώνει με τον τρόπο του από το μένος και το ζυγό του Τούρκου δυνάστη.
Και γλύκαινε το βλέμμα μόλις ξεκινούσε να μιλά για τη γυναίκα του την Αθηνά. Ήθελε να μου πει για μια δωρεά που δεν την ξέρουν πολλοί Ηρακλειώτες. Σίμωσα ακόμα πιο κοντά του. Κοντοστάθηκε, να πάρει ανάσα και με ρώτησε αν υπήρχε ακόμα στη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Μήνα η θαυματουργή εικόνα του. Τον καθησύχασα πως ήταν εκεί και πως την περιποιούνταν πάντα.
Και τότε έμαθα πως η Αθηνά Ανεμογιάννη- Θεοδουλάκη είχε στείλει χρήματα από τη Σμύρνη να ντύσουν την εικόνα του Αγίου με ασήμι ολόκληρη και το φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι να φτιαχτεί από ατόφιο χρυσάφι. Κούνησα τώρα κι εγώ το κεφάλι μου. Πως έδεναν ορισμένα πράγματα με την Ιστορία του τόπου, σκέφτηκα.
Μας πήρε η κουβέντα κι οι θύμησες και χωρίς να το καταλάβουμε φτάσαμε μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Ο «Μπάρμπα Πανανός» μου ΄κανε τότες την ιστορία πως η Αθηνά του είχε σκοπό της ζωής της να αποπερατωθεί τούτο το εκκλησάκι. Πούλησε όλη της σχεδόν την αστική περιουσία στο Μεγάλο Κάστρο μόνο και μόνο για να βρεθούν τα χρήματα για το νοσοκομείο και την εκκλησία που θα ΄ταν βάλσαμο για τους αρρώστους να την έχουνε δίπλα τους, δική τους, να μπορούν να προσεύχονται.Στις 28 Μαΐου, μέρα Κυριακή τότες των Αγίων Πάντων στα 1895, έπεσε ο θεμέλιος λίθος του νοσοκομείου. Μητροπολίτης ήταν ο Τιμόθεος Καστρινογιαννάκης. Οι εργασίες σταμάτησαν τον Ιούλιο της επόμενης χρονιάς. Είχε ξεσπάσει η μεγάλη επανάσταση αλλά ευτυχώς τον Νοέμβριο μπήκαν ξανά οι μάστορες στην οικοδομή. Δυο τρεις φορές σταμάτησαν κι αρχίσαν πάλι ίσαμε τα 1900.
Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ευμένιος Ξηρουδάκης ήταν τότε στα εκκλησιαστικά πράγματα και μέχρι το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς που αποπερατώθηκε η οικοδομή, η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα ήταν έτοιμη κι αυτή. Πέντε χρόνια με αναταράξεις, επαναστάσεις, παρεξηγήσεις και εν τέλει καλή θέληση χρειάστηκαν για να τα φτιάξουν όλα. Η Αθηνά Ανεμογιάννη ήταν πια ευτυχισμένη και χαρούμενη που και εξ αιτίας της όλα είχαν πάρει ένα αίσιο τέλος.
Μου ‘πε ακόμη πως θέλανε κι οι δυο τους σε τούτο το νοσοκομείο να μη υπάρχουν διακρίσεις στους ανθρώπους για το ποιος θα νοσηλευόταν με αιτία το θρήσκευμα του. Έλληνες, Καστρινοί, Αρμένιοι και Τούρκοι, όλοι τους ήταν άνθρωποι και για όλους θα υπήρχαν γιατροί και κρεβάτι να ακουμπήσουν το πονεμένο σώμα τους και ιδιαίτερα οι άποροι. Στις 6 του Φεβρουαρίου του 1902 γέροντες πια κι οι δυο ευεργέτες της πόλης μας έκαναν το τελευταίο τους ταξίδι.
Ήρθαν να δουν το μεγαλόπρεπο κτίριο, να συνάψουν την οριστική Δωρεά και διαθήκη τους. Ο Πανανός Θεοδουλάκης άρρωστος κι ο ίδιος πια με σακχαροδιαβήτη στο ιατρικό ιστορικό του και η αγαπημένη του Αθηνά σε προχωρημένη ηλικία αλλά με την φινέτσα και τους τρόπους μιας πραγματικής… Αρχόντισσας!
«-Στους όρους της δωρεάς που κάναμε με την Αθηνά μου το ‘γραψα τότε με τον συμβολαιογράφο τον Παπαδάκη πως δυο τελετές θα θέλαμε να γίνονται από τους ιερείς του Αγίου Μηνά κάθε χρόνο σε τούτη δω την εκκλησία που΄ναι στη μέση της αυλή του νοσοκομείου. Μεγάλη να ΄ναι γιορτή, σαν πανηγύρι. Στις 10 του Φλεβάρη που γιορτάζει ο Άγιος Χαράλαμπος και στις 27 του Ιούλη στον Άγιο Παντελεήμονα.Και, συγχώρα με κόρη μου, αλλά ζητήσαμε και κάτι για μας. Να μνημονεύονται τα ονόματα μας και όλων των συγγενών μας κάθε φορά και να χοροστατεί στις λειτουργίες κι ο Αρχιεπίσκοπος. Κι ακόμη να μας φτιάξουν ένα τάφο και για τους δυο μας στο προαύλιο εδώ στην εκκλησία, να μεταφέρουν τα κόκκαλά μας στον τόπο που αγαπήσαμε κι εγώ κι η Αθηνά μου».
Γύρισε και με κοίταξε, περίμενε να δει τι θα του πω. Χαμήλωσα το βλέμμα και του ‘πιασα το χέρι πιο σφιχτά.
«-Πάμε να ανάψουμε ένα κερί και θα τα πούμε όλα», τον καθησύχασα!
Απαρατήρητοι περάσαμε τον μικρό περίβολο. Κοντοστάθηκε στην πόρτα της εκκλησιάς κι έβγαλε ένα λευκό μαντήλι από την τσέπη του να σφουγγίσει τον ιδρώτα και τα συγκινημένα μάτια του. Κοιτάξαμε κι οι δυο τα μαρμαρά που είναι φτιαγμένα το τέμπλο της εκκλησιάς. Έδειχναν να αστραφτούν απόψε. Δεξιά και αριστερά από το τέμπλο και στους τοίχους θαύμασα πάλι τις αγιογραφίες του Μαρκογιαννάκη. Κοντοστάθηκε κι εκείνος στη μέση μέση και κοίταξε ολόγυρα. Κουρασμένο τον είδα, απογοητευμένο πολύ. Είχε καταλάβει…
Αμίλητοι βγήκαμε έξω, με σκέψεις σωρό…
Σαν να ζωντάψε ξανά ο τόπος. Άκουγα κραυγές πόνου από τα στοιχειωμένα παράθυρα. Σε ένα απ’ αυτά είδα την Μαρία Σταματοπούλα, κοινή γυναίκα από την περιοχή του Λάκκου να γελά διάπλατα, τρανταχτά με χέρια σηκωμένα ψηλά… Ποιος ξέρει τι σκεφτότανε! Πού ‘να ξέρε πως αν δεν ήταν ο Μπάρμπα Πανανός ίσως ποτέ να μην περνούσε το κατώφλι του νοσοκομείου…
Για τον τάφο εκείνο που ήθελε με τελευταία επιθυμία στην διαθήκη του ούτε λόγος. Βρήκα στα γραπτά του Νικόλαου Σταυρινίδη πως ο τάφος του Πανανού στη Σμύρνη στα 1904 και δυο χρόνια αργότερα της Αθηνάς του ήταν στο Δαραγάτσι κόντα στην αγαπημένη τους πολιτεία. «Κανείς δεν εφρόντισε για την ανακομιδή των οστών των. Ούτε η Επιτροπεία του Αγίου Μηνά, ούτε ο Δήμος Ηρακλείου που στην κατοχή του περιήλθε λίγο αργότερα το Πανάνειο Νοσοκομείο, ούτε οι κληρονόμοι του…»*
Το παράπονο και οι αλήθειες του Σταυρινίδη γράφονται αναλυτικά, το πιο λυπηρό όμως απ΄όλα είναι πως : «…τα λείψανα των Θεοδουλάκηδων έμειναν στη Σμύρνη κι όταν στην Μικρασιατική καταστροφή κάηκε η Σμύρνη, οι Τούρκοι ξέθαψαν όλους τους χριστιανικούς τάφους και όσα οστά βρίσκονταν στα οστεοφυλάκια των νεκροταφείων τα πούλησαν σε Ολλανδούς εμπόρους που τα μετέφεραν στην Ολλανδία για βιομηχανικούς σκοπούς. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και τα οστά του Πανανού και Αθηνάς Θεοδουλάκη…»*.Περάσαμε πάλι την σιδερόφρακτη πόρτα. Το άρωμα μιας συκιάς μας θύμισε τη ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Σφάκες πανύψηλες παντού και ξερά χόρτα, άγρια βλάστηση πλάκωνε το ερειπωμένο κτίσμα…
Οι αιτίες και οι λόγοι της ερήμωσης είναι γνωστοί και δεν είναι αρμοδιότητα μου να τα αναδείξω….
Με σκυθρωπό κεφάλι ανέβηκε πάλι στο βάθρο του ο γερο Πανανός. Σαν έφτιαξε το σώμα του σωστά πάνω στο μάρμαρο ατένισε το βλέμμα στα χαλάσματα… Έμεινα ώρα να τον κοιτώ και έβλεπα κι εγώ την κατάντια μιας σπουδαίας δωρεάς και της Ιστορίας μας να αυτοκαταστέφεται…
«- Θα ξαναρθώ Μπάρμπα Πανανέ. Να θυμάσαι πως πολλοί άνθρωποι ανακουφίστηκαν τότε, βρήκαν γιατρειά και σε μνημόνευαν χρόνια…».
Πήρα το ποδήλατο και κατηφόρησα και πάλι στο Λάκκο. Είδα το μεγαθήριο που φτιάχνεται δίπλα από τα ερείπια του νοσοκομείου και χαμογέλασα κι εγώ πικρά…
Άλλη φορά πάλι…
ΠΗΓΕΣ:
*Νικόλαος Σταυρινίδης, εφημερίδα Πατρίς, Απρίλιος 1963
Εφημερίδα ΚΡΗΤΗ φ. 1324
Άρθρο Νικ. Ζευγαδάκη, εφημερίδα ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ, 9-2-1960
Έγγραφο ΑΔΗΚ 3-2/40-199)
της 11.1.1903