Αφού έχουν ρυθμιστεί όλες σχεδόν οι εκκρεμότητες,  ολοκληρώνονται πλέον και τα διαδικαστικά θέματα στη Δημοκρατική Συμπαράταξη και ανοίγει ο δρόμος για να καταθέσουν οι υποψήφιοι τις πολιτικές τους προτάσεις.

Θα αντιπαρατεθούν δηλαδή στο καθαρά  πολιτικό πεδίο και θα αναπτύξουν τις θέσεις τους  για το πώς οραματίζεται ο καθένας τη Δημοκρατική Παράταξη, της οποίας την ηγεσία έχει το προνόμιο να διεκδικεί. Πρόκειται για τον πολιτικό χώρο που έχει αφήσει, το πιο ευκρινές και προοδευτικό  “αποτύπωμα” στη νεότερη πολιτική  ιστορία   από τον Ελευθέριο Βενιζέλο μέχρι τον Γεώργιο και τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Οι ψηφοφόροι αυτού του ιστορικού πολιτικού χώρου, ο οποίος υπό διάφορες ονομασίες κυριαρχούσε στα πολιτικά μας πράγματα όταν κατόρθωνε να εξουδετερώνει τις φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό του, βρίσκονται σήμερα σε φάση δημιουργικής αναμονής. Αναμονής που περικλείει μέσα της το σπέρμα της ανησυχίας αλλά  και της ελπίδας. Της ανησυχίας μήπως οδηγηθεί σε αποτυχία το εγχείρημα, όπως συνέβη σε ανάλογες  προσπάθειες στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, και της  ελπίδας, γιατί η εξέλιξη της  διαδικασίας απέδειξε ότι οι πρωταγωνιστές της έχουν πλέον απολύτως “ωριμάσει” και ακόμα γιατί η γενικότερη πολιτική συγκυρία ευνοεί, κατά ιδανικό ίσως τρόπο,  την επιτυχία της  προσπάθειας.

Αυτός είναι και ο λόγος, σε συνδυασμό βεβαίως με τη βαθιά, οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση που ταλαιπωρεί τη χώρα, που οι ψηφοφόροι του  δημοκρατικού προοδευτικού χώρου, έχουν σήμερα αυξημένες προσδοκίες από εκείνους που διεκδικούν την ηγεσία του.

Και, πρώτα απ’ όλα, απαιτούν έναν ήρεμο και συντεταγμένο πολιτικό διάλογο, κατά τον οποίο θα μπορέσουν να ακουστούν  όλες οι απόψεις, και δεύτερον να υπάρξει  καθολική αποδοχή του όποιου αποτελέσματος, χωρίς το παραμικρό παρατράγουδο ή  μεμψιμοιρία.

Εξάλλου θα είναι ανεπίτρεπτα και τα δυο, αν ληφθεί υπόψη  το κύρος, η αξιοπιστία και η ικανότητα της επιτροπής που έχει την ευθύνη για  την όλη διαδικασία.

Πέρα όμως από τις προϋποθέσεις αυτές – αυτονόητες εν πολλοίς – είναι απολύτως απαραίτητο να πληροφορηθεί ο δημοκρατικός κόσμος πώς αντιλαμβάνονται οι υποψήφιοι  το ΝΕΟ που υπόσχονται.

Θα ξορκίσουν από τις τάξεις του, τον αλαζονικό αρχηγισμό, τις βαρωνείες και τους μηχανισμούς; Θα καθιερώσουν μια υποδειγματική εσωκομματική Δημοκρατία; Θα είναι πράγματι η πρότασή τους “νέα” σε ιδέες, σε οργανωτική δομή, σε νοοτροπία και θα αξιοποιούν με τον καλύτερο τρόπο ικανά πρόσωπα;. Θα μιλούν στους πολίτες με τη γλώσσα της αλήθειας, της λογικής και  θα απορρίπτουν εκ προοιμίου τη δημαγωγία, το ψέμα και την αμαρτωλή έννοια του πολιτικού κόστους; Θα τοποθετούν πάνω απ’ το κομματικό και το προσωπικό του συμφέρον, εκείνο της χώρας και του λαού;

Γιατί, αν αυτό δε συμβεί, η όλη διαδικασία δεΝ θα είναι τίποτα περισσότερο  από “άσκηση επί χάρτου”, με μηδενικό αντίκρισμα στον βαθιά πληγωμένο κι απογοητευμένο δημοκρατικό κόσμο.

Θα πρέπει ακόμα οι υποψήφιοι να μας μιλήσουν, όχι μόνο για το “νέο” κόμμα, αλλά και για τη “νέα” Ελλάδα που οραματίζονται. Ποια ακριβώς Ελλάδα και ποιο νέο παραγωγικό μοντέλο έχουν στο μυαλό τους και πώς σχεδιάζουν να  φθάσουν σ’ αυτό; Έχουν αναλύσει τις αιτίες της σημερινής κατάστασης  και πώς θα αποφευχθεί επανάληψη της στο μέλλον; Πώς θα αντιμετωπιστούν οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες των πολιτών;

Με απλά λόγια, έχουν αντιληφθεί οι υποψήφιοι, πως οι κανόνες μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας που όλοι βιώνουμε είναι αδήριτοι και απαιτούν ολοκληρωμένο σχέδιο, συγκεκριμένες δράσεις και πολιτικές πρωτοβουλίες για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις, καθώς  δεν υπακούουν ούτε σε λόγια ούτε σε επιθυμίες, όσο ευγενείς κι αν είναι αυτές; Ή ότι μια χώρα που πορεύεται με παραγωγικό μοντέλο του 19ου  και έχει απαιτήσεις σε  αγαθά του 21ου αιώνα, δεν έχει  μέλλον και χρειάζεται άμεσες αλλαγές; Κι ακόμα, πως για να γίνουν αυτές οι αλλαγές δεν αρκούν οι αγαθές προθέσεις, αλλά απαιτούνται συγκρούσεις; Συγκρούσεις σκληρές με τα κατεστημένα συμφέροντα, με τις χρόνιες αγκυλώσεις, με τη δημαγωγία και την αδράνεια. Έχουν υπόψη ότι η αγορά είναι εκείνη που πρέπει να υπακούει στους κανόνες που θέτει η πολιτική και όχι  να υπακούει η πολιτική στην αγορά;

Ένα έργο τεράστιο και δύσκολο ασφαλώς, αλλά -δυστυχώς – η πράξη απέδειξε, πως άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Άλλωστε αυτό θα είναι το πολιτικό διακύβευμα και μετά την εκλογή τού επικεφαλής του νέου φορέα.

Κι αυτό θα πρέπει να γίνει  συνείδηση, όχι μόνο στους υποψήφιους που είχαν το θάρρος  να μπουν στην κούρσα της ηγεσίας του νέου πολιτικού φορέα, αλλά και σε όσους πάνε να ψηφίσουν, οι οποίοι πρέπει, με παρρησία και υπευθυνότητα, να “σταυρώσουν” τον αξιότερο. Γιατ, δυστυχώς, μετά την “απομάκρυνση από την κάλπη ουδέν λάθος αναγνωρίζεται”.

Τέλος, οφείλουν να συνειδητοποιήσουν όλοι, υποψήφιοι, στελέχη και εκλογείς, ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα για κανένα λόγο και σε καμιά περίπτωση να σπαταλήσει τις προσδοκίες των πολιτών.