… και σηκώνεται ένα πρωινό πριν μερικά χρόνια και χαλούσανε τον κόσμο όλα τα μέσα ενημέρωσης, από τις απειλές των «πατεράδων» μας των Ευρωπαίων: Οι κλέφτες, οι μπαταξήδες, οι διεφθαρμένοι και πολλά άλλα στολίδια.

Πέφτει από τα σύννεφα ο απλός κόσμος: Εγώ μωρέ από χθες μέχρι σήμερο εγίνηκα απόπαιδο; Εζαλίστηκα. Ξεχνάς που, όπως μου έπαιζες τόσα χρόνια τη λύρα, εχόρευα και τώρα είμαι κλέφτης και όπου να ‘ναι θα ‘ρθουν οι χωροφυλάκοι να με πιάσουν; Θυμάσαι που, όπως έπαιρνα τις επιδοτήσεις, χωρίς να έχω τίποτα, σου τις επέστρεφα, ανταλλάσσοντάς τις με τραχτέρια, μηχανήματα, μοτόρια κλπ; Εγώ δεν είμαι που έπαιρνα όλα τα μεσογειακά προγράμματα και τα ξόδευα όπως ήθελα, γιατί μου ‘χετε απόλυτη εμπιστοσύνη; Εγώ που, τόσα χρόνια μεροδούλι – μεροφάι, βρέθηκα να χρωστώ τόσα λεφτά;

«Δέκα τρύπες πιο μέσα τη ζώνη σου, κι αν δεν μας δώσεις πίσω αυτά που μας έφαγες, θα την πας ακόμη πιο μέσα». Μα είστε σίγουροι, ότι εγώ, που δεν έπινα ένα μαύρο καβέ (καφέ), για να μαζέψω μερικά λεφτά να σπουδάσω το κοπέλι μου, να βάλω ένα κεραμίδι από πάνω μου ή να παντρέψω την κόρη μου, έχω κάνει αυτές τις σπατάλες; Μπας και τη νύχτα που κοιμόμουνα, χωρίς να το καταλαβαίνω, σηκωνόμουν και πήγαινα και ξενυχτούσα με τσι πουτάνες και μου φάγανε τα λεφτά; Λες να μπορούνε οι μάγισσες, οι χαρτορίχτρες, οι καφετζούδες να μου πούνε κάτι;

Μπρέ σύντεκνε, δάσκαλε, πρόεδρε, γείτονα τ’ ακούσετε εσείς τα χαμπάρια; Θα σου βάλουνε λέει την κεφαλή σου μέσα στο νερό και θα σου τηνε βγάζουνε πότε – πότε για να μην πλαντάξεις, γιατί λέει ήφαες τα μαλλιά τση κεφαλής σου; Μπας και τα φάγανε κάποιοι άλλοι και βάνουνε εμένα, όπως λένε πότε – πότε για να γελάσουνε:

«Νάτος που ‘βαλε φωθιά στο νερό, φωνάξετε το χωροφύλακα να τόνε πιάσει»;

Γυναίκα να κουζουλαθώ θέλει. Από αύριο θα βάνεις μια πεντάρα στην εκκλησά που πας, να μην ξαναγοράσεις τίποτα, ότι έχομε θα τρώμε, ρούχα έχομε με τη δύναμη του Θεού να φορούμε μέχρι να ποθάνομε και στο κάτω – κάτω θα τα μπαλώνομε.

Κρέας μόνο κάθε Κυριακή και ίσα – ίσα να νοστιμίζουν οι πατάτες. Όλα τα χουβαρνταλίκια τέρμα. Μη διανοηθείς να ξεπορτίσεις μπλιο.

Κοπέλια, τ’ ανάθεμα να ‘χω, άμα δε σας κρεμάσω ανάποδα, να σας σε καπνίζω καβαλίνες, αν ξαναδιαθέσετε δεκάρα τσακιστή σ’ αυτές τις ανοησίες που αγοράζετε. Ακούσετε ίντα λέει το κουτί, ότι είμαι μπαταξής και πουτανιάρης και ότι χρωστώ, ό,τι χρωστεί όλος ο κόσμος. Να ξεσκουριάνω κοντό ένα γκρα (τουφέκι) που ‘χω λάφυρο από τους Γερμανούς το σαράντα, μπας και χρειαστεί ή να γυρεύω τη δουλειά μου, μη μου τόνε βάλουνε από πίσω. Σήμερο πάλι ήκουσα ότι και οι Αμερικάνοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι και όλος ο κόσμος χρωστεί πολλά και ότι δεν είμαστε μόνο εμείς που χρωστούμε.

Μα καλά, αφού χρωστούνε όλοι, τίνος τα χρωστούνε; Του Θεού, του διαόλου, τση Μιχαλούς; Δεν το καταλαβαίνω. Μα κι έτσι να ‘ναι, γιάντα δε βγάνουνε όλοι μαζί ένα μεγάλο – πολύ μεγάλο λεφτό, να το δίνει ο ένας στον άλλο κι έτσι να ξεχρώσουν όλοι; Τόσο ηλίθιοι είναι;

Μπρε για σάλεψέ μου την κεφαλή, Μπας και την ακούς να νταντουλά; Στα χωράφια δεν ήμουνα τόσα χρόνια, εδίπλωσε ποτέ ο γιακάς μου, είχα ποτέ δεύτερο σώβρακο ή παπούτσι; Μπας και ήμουνα τραπεζίτης ή μεγαλοεπιχειρηματίας και δεν το κάτεχα;

Ουφ… Βρε άει στο διάολο, κάνε μου λογαριασμό και πέρασε από το ταμείο του ψειροσκοτώνει, να πάρεις τα λεφτά σου και παράτα με.

 

* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος  καθηγητής