Λέγοντας «το Τριώδι», ο λαός μας εννοεί την έναρξη της Αποκρεοσαρακοστιανής περιόδου, ήδη έχει παρέλθει το δωδεκαήμερο των εορτών των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.

«Άρχεται το Τριώδιον» διαβάζουμε στα εορτολόγια και αυτό σημαίνει ότι επί ένα μεγάλο διάστημα, μέχρι το Μεγάλο Σάββατο, στις Ακολουθίες χρησιμοποιείται ένα μεγάλο βιβλίο, του οποίου οι κατανυκτικοί κανόνες του προχωρούν με «τρεις ωδές». Ο λαός μας που ξέρει ότι «μπαίνει το Τριώδι», χαρακτηρίζει αυτή την Κυριακή ως «προφωνούσιμη», γιατί είναι προαναγγελτική της αποκριάτικης περιόδου, μαζί βέβαια με όλη την εβδομάδα της. Συνηθίζοταν από τα βυζαντινά ακόμα χρόνια να χρησιμοποιούν κήρυκες για τις προειδοποιήσεις.

Μπαίνοντας το Τριώδι σιγά σιγά μπορούσαν ν’ αρχίσουν τα μασκαρέματα, τα φαγοπότια όμως, επειδή η ετοιμασία τους ήταν και δαπανηρή, άρχιζαν από την επόμενη Κυριακή, την Κυριακή του Ασώτου όπως την έλεγαν ή «της Σφαγαριάς».

Οπωσδήποτε έπρεπε να σφάξουν ένα ζώο για να μπουν από την Τσικνοπέμπτη και έπειτα στην καθ’ αυτή περίοδο της «Αποκριάς».

Οι Κυριακές της Αποκριάς είναι τέσσερις, αλλά οι εβδομάδες της τρεις. Το Τριώδι είναι η έναρξη αυτής της περιόδου. Η πρώτη όπως είπαμε, η «προσφωνήσιμος» των βυζαντινών, είναι απλά προπαρασκευαστική. Έπρεπε ο κάθε νοικοκύρης και ιδιαίτερα ο φτωχός κάνει το κουμάντο του.

Μιλάμε βέβαια για αλλοτινές εποχές, για παραδοσιακούς καιρούς και για άλλες συνήθειες τότε που οι άνθρωποι μοχθούσαν καθημερινά. Με το καλό φαγητό θα ερχόταν το κέφι για χορούς και μασκαρέματα, όλα αυτά απαραίτητα για το πέρασμα προς την εποχή της άνοιξης, όπου θα άρχιζαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια της καλής παραγωγής για την επόμενη σοδειά.

Η ίδια αυτή εβδομάδα μετά το Τριώδι λέγεται και αμολυτή, επειδή μπορούσαν οι άνθρωποι να μην νηστεύουν την Τετάρτη και την Παρασκευή. Εκκλησιαστικά η εβδομάδα αυτή κλείνει με την Κυριακή «του Ασώτου» (από την αντίστοιχη ευαγγελική παραβολή, που δεν σημειώνει τυχαία τα κακά της ασωτίας, όπως και το σφάξιμο «του μόσχου, του σιτευτού»). Τριώδιο… ένα τριβδόμαδο γλέντι.

Η κρεοφαγία στο αποκορύφωμά της και ιδιαίτερα την εβδομάδα της κρεατινής με επίκεντρο το βράδυ της Τσικνοπέμπτης. Μία ημέρα που γίνονται οικογενειακές ή φιλικές συγκεντρώσεις, που απαραίτητα τσικνίζουν ή τσιγαρίζουν το κρέας οι νοικοκυρές για ν’ αρχίσει η καλή παρέα.

Αυτή η τόσο ερεθιστική κουζίνα της Τσικνοπέμπτης που τόσο διαφημίζεται από τις ταβέρνες έχει και άλλες σημασίες εκτός από την γαστρονομική.

Η υπερβολική κνίσα της Τσικνοπέμπτης δεν είναι καθόλου άσχετη με την κνίσα των αρχαίων θυσιών όπου θυσίαζαν ζώα και πίστευαν, ότι έφτανε ή ότι έπρεπε να φτάσει, ως αντίδοτο, μέχρι την αίσθηση των Θεών.

Σήμερα η Αποκριά και γενικά το καρναβάλι έχουν χάσει την ετυμολογική τους έννοια και σημαίνουν γενικότερα την χρονική περίοδο των μεταμφιέσεων, του γλεντιού και γενικά των ελευθεριοτήτων προτού την περίοδο της Σαρακοστής.

Τα μασκαρέματα, οι χοροί, οι διάφορες άλλες εκδηλώσεις της Αποκριάς δυστυχώς παραχώρησαν στις μέρες μας τη θέση τους σε ξένες μοντέρνες δραματουργίες οι οποίες καμία σχέση δεν έχουν με τα άλλοτε αυθόρμητα κωμικά θεάματα.

Αντίβαρο όλων αυτών η λαογραφική έρευνα επωνύμων και ανώνυμων ερευνητών πολλές φορές και αθόρυβων, οι οποίοι έχουν καταγράψει και περισώσει παλιές πηγαίες εμπνεύσεις που ίσως οι νεότεροι τις εκτιμήσουν περισσότερο. Το Τριώδιο κλείνει με την τυρινή εβδομάδα.

Ο λαός μας ίσως από παρετυμολογία προς την τυρινή-τρινή την είπε τρανή αυτή την αποκριά και αυτό έχει δικαιολογία, επειδή όσο προχωράει προς το τέλος της περιόδου, τόσο αποκορυφώνεται το γλέντι και η χαρά. Χαρακτηριστικά τα λόγια του μεγάλου μας λαογράφου Δημητρίου Λουκάτου, για την τελευταία αυτή Κυριακή της Αποκριάς, την Κυριακή της τυρινής, έτσι όπως ήξερε και όπως έπρεπε να τη γιορτάζει ο λαός μας.

«Τα γλέντια και οι χοροί, όλη τη βδομάδα της Τυρινής, δεν έπαυαν, στα σπίτια, με ελεύθερες χαρές και μασκαρέματα, με γέλια ξανανιωτικά και με νεανικές γνωριμίες, που περνώντας η Σαρακοστή, θα φανερώνονταν το Πάσχα, με τ’ αρραβωνιάσματα.

Αλλά το μεγάλο, το πάγκοινο γλέντι, γινόταν την Κυριακή τ’ απομεσήμερο, από χοροστάσια του χωριού ή της γειτονιάς, με τρανούς χορούς και τραγούδια (πόσα χρωστάμε στις Απόκριες, για τη συντήρησή του!), με τρανά ντυσίματα και με τρανούς οργανοπαίκτες και τη μουσική τους.

Τούτη η Κυριακή ήταν πιο σοβαρή από τις άλλες, πιο σκεφτική κι από την αυριανή Καθαρή Δευτέρα, ίσως γιατί λογάριαζε την ερχόμενη Σαρακοστή, με φιλοσοφικότητα.

Ξέσπαγε κάποτε η μεγαγχολία, μεσ’ από το γλέντι:

Σ’ αυτόν τον κόσμο που ‘μαστε, άλλοι τον είχαν πρώτα,

εμείς τονε χαιρόμαστε, κι άλλοι τον καρτερούνε!

Και:

Τούτ’ η γης, που την πατούμε,

ούλοι μέσα θε να μπούμε!

Αλλά η μελαγχολία γινόταν παρηγοριά, όταν, στην κοντινή εκκλησία, ο παπάς χτυπούσε την καμπάνα, για το πρώτο Απόδειπνο (Λυχνικό).

Ο χορός σταματά (στον τελευταίο γύρο του είχε πιαστεί κι ο παπάς), όλοι μπαίνουν στην εκκλησία και «συχωριούνται», αλλά ύστερα, στα σπίτια τους, μπορούν αποτρώγοντας να συνεχίσουν όλη νύχτα το γλέντι…».