«Η Ελλάδα είναι μια ασφαλής χώρα», δήλωνε ο πρωθυπουργός στους ανταποκριτές ξένου τύπου στις αρχές του περασμένου Ιούνη, με φόντο το διάσημο ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης. «Ελάτε στην Ελλάδα και φέρτε και τους φίλους σας», είχε πει τότε περιχαρής και γεμάτος με αισιοδοξία ο πρωθυπουργός. Εξέφρασε μάλιστα την ελπίδα του ότι «το χειρότερο το ξεπεράσαμε» και πως «το φθινόπωρο θα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι».

Τίποτα από τα παραπάνω όμως δεν φαίνεται να ισχύει σήμερα. Το φθινόπωρο ήρθε και οι εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας δεν μας αφήνουν κανένα περιθώριο να αισιοδοξούμε ότι το χειρότερο το αφήσαμε πίσω μας. Επίσης, κάθε άλλο παρά καλύτερα προετοιμασμένους μας βρήκε αυτό το φθινόπωρο.

Το βλέπουμε στα τρομαγμένα βλέμματα των ανθρώπων. Το βλέπουμε στην ανησυχία των ιθυνόντων. Το βλέπουμε στους αριθμούς που ανακοινώνει και πάλι κάθε απόγευμα ο ΕΟΔΥ. Το βλέπουμε στα εκατοντάδες κρούσματα, στους δεκάδες διασωληνωμένους και στους νεκρούς που μετράμε καθημερινά.

Το είδαμε και στο πρόσφατο διάγγελμα του πρωθυπουργού! Η αισιοδοξία του Ιουνίου για «το μεγάλο στοίχημα» της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη, μετατράπηκε λίγους μόλις μήνες αργότερα σε δίλημμα, έτσι όπως το έθεσε στο πρόσφατο μήνυμά του ο πρωθυπουργός: «Αυτοπροστασία ή καραντίνα». Κάποιοι το εξέλαβαν ως προειδοποίηση και κάποιοι άλλοι ως απειλή.

Ένα μήνυμα με ελάχιστες αποχρώσεις αυτοκριτικής και με ξεκάθαρη όμως διάθεση μετατόπισης σοβαρών κυβερνητικών ευθυνών προς τους κατοίκους αυτής της χώρας. Εξάλλου, έχουμε πια συνηθίσει την κυβέρνηση, να μας «πετάει το μπαλάκι» της ατομικής ευθύνης, κάθε φορά που τα πράγματα γίνονται δύσκολα…

Η ατομική ευθύνη όμως αποτελεί προϋπόθεση για τη λειτουργία οποιασδήποτε δημοκρατικής κοινωνίας, είτε βρίσκεται σε κρίση είτε όχι. Η ατομική ευθύνη βέβαια δεν είναι κάτι που κερδίζεται ή δημιουργείται. Είναι κάτι που προϋπάρχει ως απαραίτητο συστατικό της κοινωνικής συνύπαρξης. Επίσης, δεν επιμερίζεται και δεν είναι μετρίσιμη. Εκείνο που επιμερίζεται είναι η ενοχή και σε περίπτωση αποτυχίας, η απουσία της ατομικής ευθύνης μετατρέπεται σε συλλογική ενοχή.

Τότε βέβαια, κάτι μου λέει ότι, η κυβέρνηση που διαχειρίζεται το συλλογικό, θα σπεύσει και πάλι να ερμηνεύσει αυτήν την αποτυχία ως αποτέλεσμα της απώλειας της ατομικής ευθύνης! Τότε οι ένοχοι θα αναζητηθούν σε μεμονωμένες κοινωνικές ομάδες που αποτελούν και τις «συνήθεις ύποπτες»: Θα είναι οι νέοι που δεν πειθαρχούν στα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Θα είναι οι πρόσφυγες που συνωστίζονται στους πρόχειρους καταυλισμούς.

Θα είναι οι διάφορες περιθωριακές ομάδες που έτσι κι αλλιώς αποτελούν «μίασμα» για το συντεταγμένο επιτελικό κράτος. Δεν θα είναι όμως οι πιστοί των εκκλησιών. Δεν θα είναι οι ιδεολογικοί αρνητές της μάσκας. Δεν θα είναι τα ίδια τα στελέχη της κυβέρνησης που μεταλαβαίνουν τις Κυριακές και ασπάζονται τα χέρια των ιερέων, ενισχύοντας έτσι το θρησκευτικό τους προφίλ…

Μπορεί η κυβέρνηση να μην τα πηγαίνει καλά με τη διαχείριση της 2ης φάσης της υγειονομικής κρίσης που έχουμε μπροστά μας, όμως φαίνεται να τα πηγαίνει περίφημα με την επικοινωνιακή μετάδοση αυτής της διαχείρισης. Επιχειρεί περίτεχνα και μεθοδικά να εξοικειώσει βήμα προς βήμα την κοινή γνώμη, με το ενδεχόμενο ύπαρξης μιας δεύτερης καραντίνας!

Με αρωγούς τα πάντα πρόθυμα, φιλικά, αλλά και «καλοταϊσμένα» ΜΜΕ, έχει καταφέρει να συντηρεί και να τροφοδοτεί μια ιδιόμορφη «προπαγάνδα έκτακτης ανάγκης», μέσα από έναν μηχανισμό διαχείρισης επικοινωνιακών κρίσεων, που μεταμορφώνει την αδυναμία σε πλεονέκτημα. Σκέψου, πόσα εκατομμύρια σκορπάνε εδώ κι εκεί για να σε πείσουν, ενώ την ίδια στιγμή δεν δίνουν τίποτα για να σε σώσουν!

Στο διάγγελμά του ο πρωθυπουργός ψέλλισε κάποια μισόλογα, από εκείνα που «μαγεύουν» ορισμένους, που ανταλλάσουν τον λαϊκισμό με το παραμύθιασμα, παραδεχόμενος ότι η κυβέρνησή του δεν είχε προβλέψει το σοβαρό πρόβλημα που προέκυψε τώρα με τον τεράστιο συνωστισμό στις Αστικές Συγκοινωνίες της Αθήνας. Δεν υπήρξε μέριμνα για αυτό το ενδεχόμενο. Εκείνο που υπήρξε πάντως ήταν ο χρόνος.

Χρόνος για να ληφθούν μια σειρά από μέτρα που θα συνέτειναν γενικότερα στη διασφάλιση της Δημόσιας Υγείας, σε αυτήν την πολύ κρίσιμη φάση που διανύουμε.

Τι θα έπρεπε να είχε γίνει και δεν έγινε;

Να είχε αυξηθεί ο αριθμός των δρομολογίων των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς.

Να είχαν γίνει οι απαιτούμενες προσλήψεις προσωπικού στα νοσοκομεία και τα σχολεία της χώρας. Να είχε προετοιμαστεί ουσιαστικά και οργανωμένα το άνοιγμα των συνόρων.

Να είχαν οριστεί αυστηρά υγειονομικά πρωτόκολλα στα δρομολόγια των πλοίων του καλοκαιριού.

Να είχε αυξηθεί, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, ο αριθμός των ΜΕΘ σε όλη τη χώρα.

Δυστυχώς όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα! Η κυβέρνηση συνεχίζει να υλοποιεί το σχέδιό της «βλέποντας και κάνοντας», χωρίς να υπολογίζει την κακή έκβαση που όλοι απευχόμαστε.

Το μεγαλύτερο όμως ατόπημα της σημερινής κυβέρνησης στη διαχείριση αυτής της υγειονομικής κρίσης είναι, κατά τη γνώμη μου, η «στενή συνύπαρξή» της με την επιστήμη. Μια «συνύπαρξη» που δεν βοηθά την κυβέρνηση, αλλά και δεν τιμά την ίδια την επιστήμη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε όλο αυτό το διάστημα της κρίσης, θα έπρεπε να είχαμε αφήσει ανεπηρέαστους και αυτόνομους τους ειδικούς να έχουν τον πρώτο λόγο και να εξάγουν τα δικά τους συμπεράσματα σε κάθε περίπτωση, ανακοινώνοντάς τα στη συνέχεια στην κυβέρνηση, η οποία με τη σειρά της υποχρεούται να παίρνει τις τελικές αποφάσεις, αναλαμβάνοντας φυσικά και την αντίστοιχη πολιτική ευθύνη.

Οι ρόλοι τους πάντως είναι διακριτοί και έτσι θα έπρεπε να παραμείνουν. Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της επιστήμης και της πολιτικής είναι απαραίτητο να υπάρχουν.

Ο επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας που όρισε η κυβέρνηση για τη διαχείριση αυτής της κρίσης, αντιλήφθηκε την «παρενέργεια» που προκλήθηκε από αυτήν τη «στενή συνύπαρξη» και έστω και κάπως καθυστερημένα, έσπευσε να προστατεύσει το επιστημονικό του κύρος από την διαρκή έκθεσή του στη φθορά της πολιτικής δημοσιότητας.

Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας μεγάλης δοκιμασίας, όπως αυτή στην οποία υποβληθήκαμε όλο  το προηγούμενο διάστημα, αντιλαμβανόμασταν διαρκώς την επιστήμη ως «προέκταση της κυβέρνησης». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σύγχυσης, δυσπιστίας, καχυποψίας, αμφισβήτησης, και πολλές φορές ακόμα και άρνησης της ίδιας της πραγματικότητας.

Έτσι, βρήκαν μια θαυμάσια ευκαιρία, οι «ψεκασμένοι», οι «μηδενιστές» και οι «άπιστοι Θωμάδες», να διεκδικήσουν ένα διόλου ευκαταφρόνητο μερίδιο αιρετικής άποψης στην ελληνική κοινωνία, που αποκτά ιδεολογικό περιεχόμενο και χαρακτηριστικά κινήματος.

Ο χρόνος όμως τελειώνει και ένας δύσκολος και απειλητικός χειμώνας βρίσκεται τώρα μπροστά μας. Όταν θα τελειώσουν τα διλήμματα και τα επικοινωνιακά τεχνάσματα της κυβέρνησης. Όταν η οικονομία θα ακουμπά τις ανοιχτές πληγές της. Όταν η ανοχή αλλά και η αντοχή της κοινωνίας θα έχουν πια στερέψει, τότε θα δούμε την ατομική ευθύνη να μετατρέπεται σε συλλογική ενοχή, αλλά και σε συλλογική οργή.

https://moschonas.wordpress.com