Συνηθίζω, αν και κοιμάμαι αργά το βράδυ, να ξυπνώ πολύ νωρίς το πρωί.  Η γοητεία του πρωινού ξυπνήματος  έγκειται στο αισιόδοξο μήνυμα που παίρνεις καθώς παρακολουθείς την στιγμή που το φως αρχίζει να νικά το σκοτάδι.

Αυτή μου η συνήθεια, εκτός των άλλων,  είναι συνδεδεμένη και  με τον ήχο του απορριμματοφόρου που περνά από τη γειτονιά μου για την συγκομιδή των σκουπιδιών.

Βρέχει-χιονίζει οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας Καθαριότητας είναι πάντα πιστοί στο ραντεβού τους, έτσι ώστε κάθε πρωί εμείς να βρίσκουμε άδειους τους κάδους απορριμμάτων.

Είναι μια διαδικασία που θεωρείται αυτονόητη και  δεδομένη απ’ όλους μας. Αναρωτιέμαι, όμως, κατά πόσο όλοι εμείς ως κοινωνία αναγνωρίζουμε και εκτιμάμε το σπουδαίο έργο που επιτελούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ασχολούνται με την καθαριότητα και κατά πόσο νιώθουμε την ανάγκη να τους εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι όταν ο κλάδος αυτός απεργεί δυσανασχετούμε και διαμαρτυρόμαστε και φράσεις όπως: «Μα τι χάλι είν’ αυτό;», «Έχει βρωμίσει όλη η πόλη, δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις, θα αρρωστήσουμε»  βρίσκονται στα χείλη όλων μας.

Τότε και μόνο τότε και για λίγο συνειδητοποιούμε πόσο μεγάλη είναι η προσφορά όλων όσοι ασχολούνται με την καθαριότητα όχι μόνο για την εικόνα της πόλης, αλλά, κυρίως, για τη δημόσια υγεία.

Οι άνθρωποι αυτοί που είναι συνεχώς εκτεθειμένοι στη δυσοσμία των απορριμμάτων, εργάζονται κάτω από ακραίες καιρικές συνθήκες, δουλεύουν Κυριακές και αργίες και με αμοιβές δυσανάλογα μικρές σε σχέση με το έργο που προσφέρουν, ενώ πολλοί εξ αυτών ζουν για χρόνια με την ανασφάλεια της επαγγελματικής προσωρινότητας.

Από την άλλη όλοι εμείς οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι  λειτουργούμε  αδιάφορα, πολλές φορές σε απαράδεκτο βαθμό,  σε ό,τι έχει να κάνει με την καθαριότητα της πόλης που ζούμε  και τον σεβασμό του περιβάλλοντος.

Θα δυσαρεστηθούμε όταν πηγαίνοντας σε ένα πάρκο ή σε μια παραλία δούμε πεταμένα  άδεια κουτιά αναψυκτικών, πλαστικά ποτήρια, σακούλες κ.λπ., θα κριτικάρουμε όλους όσοι τα άφησαν εκεί, όμως και εμείς πολλές φορές αφήνουμε πίσω μας την ίδια θλιβερή εικόνα φεύγοντας.

Επιτέλους ας πάψουμε να είμαστε κινητές πηγές ρύπανσης. Ας μάθουμε να σεβόμαστε το περιβάλλον, τον διπλανό μας και τον καθημερινό μόχθο των ανθρώπων που φροντίζουν για την καθαριότητα της πόλης μας.

Πρόσφατα ψηφίσθηκε ένας νόμος που, εκτός των άλλων, προβλέπει την επιβολή προστίμων σε όσους  επιβαίνουν σε οχήματα και  πετούν  τα αποτσίγαρά τους ή άλλα σκουπίδια στο δρόμο. Η ψήφιση αυτού του νόμου μας φέρνει αντιμέτωπους με μια  πικρή αλήθεια. Ότι μόνο υπό την απειλή της τιμωρίας εφαρμόζουμε το αυτονόητο, κάτι που δεν μας τιμά, καθώς  αρετή που είναι θυγατέρα του φόβου δεν είναι αρετή.

Ο παραπάνω νόμος μού θύμισε έναν ανάλογο επί της ουσίας νόμο που είχε ψηφιστεί την δεκαετία του 1950 και απαγόρευε  στους επιβάτες των λεωφορείων να φτύνουν μέσα σ’ αυτά. Στα λεωφορεία τότε υπήρχε μια επιγραφή που έλεγε «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ, Νόμος τάδε…».

Φαίνεται ότι από τότε μέχρι τώρα, δυστυχώς,  δεν έχουμε αλλάξει σχεδόν καθόλου.