Πριν από λίγες μέρες ο πρωθυπουργός μας κ. Τσίπρας εμφανίστηκε στο Ζάππειο Μέγαρο (και μάλιστα με γραβάτα) σε μια κυβερνητική φιέστα, στην οποία προσπάθησε να πείσει ότι όντως συνιστά μεγάλη επιτυχία για την κυβέρνηση και τη χώρα η συμφωνία που η κυβέρνησή του διαπραγματεύθηκε και πήρε από το Eurogroup.

Δεν είναι σκοπός μου να αναφερθώ ούτε στο κατά πόσον ήταν όντως επιτυχία η συμφωνία (διότι μέχρι τώρα πολλά ψέματα έχουμε ακούσει) ούτε για το ρόλο της γραβάτας στην επικοινωνιακή τακτική του κ. πρωθυπουργού ούτε στην αναγκαιότητα μιας τέτοιας φιέστας, την ώρα που ένα ποσοστό πάνω από το 35% του ελληνικού πληθυσμού βρίσκεται στα όρια της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Εκείνο στο οποίο θέλω να αναφερθώ είναι ο αξιότιμος υπουργός της Εθνικής μας Άμυνας, που ήταν παρών στη φιέστα και μάλιστα δέχτηκε τον έπαινο, με ιδιαίτερη αναφορά στην «έντιμη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ».

Είδα κάπου μια φωτογραφία του κ. υπουργού να χαμογελά  καθισμένος στο πλάι του πρωθυπουργού, έδινε δε την εντύπωση ότι έχει ξεχάσει την αλλοπρόσαλλη στάση του στο «μακεδονικό» λεγόμενο ζήτημα, μια στάση που ξεπερνά ακόμη και το θέατρο του παραλόγου. Προσπαθώ να κατανοήσω αυτή τη στάση με τη λογική, αλλά λογική ερμηνεία και προσέγγιση δεν υπάρχει.

Ίσως στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει η ρήση ότι «η πολιτική αρχίζει εκεί όπου τελειώνει η λογική». Σκέπτομαι, λοιπόν, ότι επειδή το πολιτικό τοπίο για το κόμμα του υπουργού μας της Εθνικής Άμυνας έχει σκοτεινιάσει, ότι η πολιτική νύχτα είναι κοντά, προσπαθεί ο ίδιος να σταθεί χαμογελαστός στο πλάι του «αυτόφωτου» πρωθυπουργού, για να πάρει κι αυτός κάτι από το «φως» (πιο σωστά, από το ημίφως») εκείνου.

Ο κ. Καμμένος προσπάθησε, από την ώρα που εμφανίστηκε με το κόμμα του στην πολιτική σκηνή, να δείξει ότι είναι ένα «φως» στο «σκοτάδι» της κρίσης που έπεσε πάνω στην Ελλάδα. Σταδιακά, όμως, το «φως» αυτό φάνηκε να χαμηλώνει, γιατί η πηγή του ήταν πολύ αδύνατη, σε σημείο που έχει φτάσει να τρεμοσβήνει, ύστερα από τη συμφωνία με το κράτος της «Βόρειας Μακεδονίας», όπως το αποκαλεί η συμφωνία των Πρεσπών.

Τι πρέπει να κάμει τώρα ο αξιότιμος υπουργός, για να μη δει να εξαερώνεται το κόμμα του (αν δεν έχει εξαερωθεί ήδη); Να φαίνεται. Αλλά, για να φαίνεται, πρέπει να υπάρχει φως. Κι αφού ο ίδιος και το κόμμα του βυθίζονται στο σκοτάδι της πολιτικής ανυπαρξίας, το μόνο φως που απομένει είναι ο ισχυρός συνεταίρος στην κυβέρνηση, στο πρόσωπο του πρωθυπουργού.

Είναι σίγουρο ότι από δω και πέρα θα βλέπουμε συχνά τον κ. υπουργό σε παρόμοιες εκδηλώσεις στο πλάι του πρωθυπουργού, γιατί διαφορετικά δεν θα μπορεί καν να υπάρχει. Στη σημερινή εποχή της κυριαρχίας της εικόνας ό, τι δεν φαίνεται, δηλαδή ό, τι δεν φωτίζεται ή δεν εκπέμπει φως δεν υπάρχει. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν υπαρκτό και ζωντανό μόνο αυτό που ήταν ορατό, που έβλεπε και το έβλεπαν.

Αντίθετα, γι’ αυτούς «είμαι πεθαμένος» σήμαινε «βυθίζομαι στο σκοτάδι», στη νύχτα, στο αθέατο. Η πολιτική ύπαρξη, επομένως, του κ. υπουργού και του κόμματός του εξαρτάται από το κατά πόσο βρίσκονται στο φως ή είναι βυθισμένοι στο πολιτικό σκοτάδι. Αλλά, επειδή δεν είναι αυτόφωτοι, σπεύδουν δίπλα σε κάποιον που είναι ο πολιτικά πιο φωτεινός, επειδή είναι ο πιο δυνατός, μήπως και πέσουν απάνω τους κάποιες ακτίνες φωτός και φανούν ότι υπάρχουν.

Η κατάσταση αυτή πιστοποιεί πως στις κοινωνίες υπάρχουν πάντοτε δυο κατηγορίες ανθρώπων: οι αυτόφωτοι και οι ετερόφωτοι. Οι πρώτοι έχουν το χάρισμα να εκπέμπουν φως ή έχουν καταφέρει με τη δουλειά τους και με το έργο τους να γίνουν φωτεινοί, κι αυτό το φως το σκορπίζουν απλόχερα γύρω τους. Το βλέπουμε αυτό σε όλους τους χώρους: στην κοινωνική ζωή, στην πολιτική, στο χώρο της εργασίας και του πνεύματος, στο χώρο της τέχνης, στο χώρο της παιδείας.

Πρόκειται για τους ανθρώπους εκείνους, που με σοβαρότητα και σκληρή δουλειά, με πίστη σε υψηλές αξίες και ανιδιοτέλεια, με αγάπη και με μεράκι για το έργο τους και με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, καταφέρνουν να φτάσουν σε υψηλά επίπεδα, να αυτοπραγματωθούν, να ανοίξουν τους ορίζοντες τους δικούς τους και των κοινωνιών ή των λαών τους και να δώσουν έργα μεγάλα ή μικρά με τη δική τους σφραγίδα, έργα που στον τομέα τους αποτελούν ορόσημα στην πορεία της ζωής των ανθρώπων και επηρεάζουν την ιστορική  ρότα των λαών τους ή και της οικουμένης γενικότερα.

Έτσι μιλάμε π.χ. για φωτισμένους δασκάλους ή για φωτισμένους καλλιτέχνες και πολιτικούς κλπ., εννοώντας τους ανθρώπους εκείνους που μπόρεσαν να ανοίξουν δρόμους για τους μαθητές τους ή για την τέχνη τους ή για τους λαούς τους. Είναι άνθρωποι με βάθος, με σοφία, με γνησιότητα ζωής, που δεν κρύβονται πίσω από άλλους, που δεν φορούν κανένα προσωπείο.

Από την άλλη μεριά είναι οι ετερόφωτοι. Αυτοί, όπως το λέει η λέξη, δεν έχουν δικό τους φως, αλλά φωτίζονται και φωτίζουν με φως που παίρνουν από αλλού. Γι’ αυτό, όταν  η πηγή του φωτός χαθεί, βυθίζονται κι αυτοί στη «μαύρη σκοτία», όπως έλεγε σε μια παλιά ελληνική ταινία η αλήστου μνήμης Γεωργία Βασιλειάδου.

Όλοι ετούτοι, επειδή ίσως στη ζωή τους δεν πέτυχαν και πολλά πράγματα με τη δουλειά ή το ταλέντο τους, επειδή δεν μπόρεσαν να διακριθούν και να δείξουν τι αξίζουν ως αυτοτελή πρόσωπα, ψάχνουν να αυτοπραγματωθούν και να ικανοποιήσουν την επιθυμία για διάκριση και δημοσιότητα, παίρνοντας φως από μια πηγή φωτός που βρίσκεται έξω από τους ίδιους. Γι’ αυτό και είναι έτοιμοι να κάμουν το παν, προκειμένου να επιτύχουν αυτό τον ετεροφωτισμό, που θα τους κρατησει στο προσκήνιο και θα τους χαρίσει την πολυπόθητη δημοσιότητα και τη διακριτή  θέση.

Πρόκειται για θεσιθήρες, που είναι έτοιμοι να πράξουν οτιδήποτε, να υποχωρήσουν από τις αξίες και τις θέσεις τους, να σβήσουν τις «κόκκινες γραμμές» τους, φτάνει τα φώτα της δημοσιότητας να είναι στραμμένα επάνω τους, φτάνει να μπορούν να δηλώνουν ότι είναι κάποιοι. Γι’ αυτούς δεν είναι ο άνθρωπος που τιμά τη θέση, αλλά η θέση που δίνει αξία στον άνθρωπο.

Γι’ αυτό, όταν η φωτεινή πηγή από την οποία αντλούν φως σβήσει και η θέση που κατέχουν απολεσθεί, γίνονται οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι. Τότε εξαφανίζονται, χάνονται, τους καταπίνει η «μαύρη τρύπα» ενός κάλπικου φωτισμού που μόνοι τους επέλεξαν.

Οι άνθρωποι κλήθηκαν πάντοτε στις δημοκρατικές κοινωνίες να επιλέξουν ανθρώπους αυτόφωτους ως «μπροστάρηδες». Και κάθε φορά που το έκαναν, το αποτέλεσμα ήταν καλό για τους ίδιους, για τη δημοκρατία και την κοινωνία. Κάθε φορά, όμως, που επέλεγαν τους άλλους , τους ετερόφωτους, αυτούς που η ύπαρξη και η παρουσία τους εξαρτάται από το φως των πρώτων, τότε παράσερναν κοινωνίες και  λαούς στα σκοτάδια που κουβαλούσαν μέσα τους και που τεχνηέντως απέκρυπταν.

Παράδειγμα τρανό από την αρχαιότητα ο αυτόφωτος Περικλής και οι ετερόφωτοι δημαγωγοί που ακολούθησαν μετά το θάνατό του, ή στα νεώτερα χρόνια ο Βενιζέλος και οι αντιβενιζελικοί. Πρέπει, ωστόσο, να δεχτούμε ότι η μεγαλόψυχη δημοκρατία τα έχει αυτά.

Στο σημείο αυτό βρίσκεται το μεγαλείο αλλά και η αχίλλεια πτέρνα της. Παρέχει, όμως, κι ένα όπλο πολύ δυνατό, για να επιλεγούν οι αυτόφωτοι: την σφαιρική παιδεία των πολιτών. Σ’ αυτήν ας στραφούμε, αυτήν να επιδιώξουμε. Κι όποιος δεν το καταλαβαίνει, δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει(Δ. Σαββόπουλος).