Το 2023 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «η χρονιά των πολλαπλών εκλογών και των μεγάλων καταστροφών» και δεν έχει τελειώσει ακόμα. Κάθε συσχετισμός και συνακόλουθος συνειρμός είναι αναπόφευκτος. Την ερχόμενη Κυριακή θα στηθούν ξανά κάλπες σε όλη τη χώρα. Αυτή τη φορά, για τις Αυτοδιοικητικές Εκλογές 2023. Οι εκλογές αφορούν και τους κατοίκους των περιοχών που θάφτηκαν κάτω από τη λάσπη. Αναμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα αποτελέσματα της κάλπης στις δοκιμαζόμενες αυτές περιοχές…
Περισσότεροι από 151.000 πολίτες – το 2% του πληθυσμού – θα διεκδικήσουν την εκλογή τους στις εκλογές της 8ης Οκτωβρίου 2023. Και μπορεί μεν να έχουμε μάθει να βρίσκουμε εύκολα το «που ψηφίζουμε;», αλλά το «πώς ψηφίζουμε;», αυτό μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ! Το μεγάλο δίλημμα πάντως αυτών των εκλογών είναι, «ποιον ψηφίζουμε;». Αφού οι περισσότεροι φίλοι και συγγενείς μας είναι υποψήφιοι σε τούτες τις εκλογές, οι μισοί για τον Δήμο και οι άλλοι μισοί για την Περιφέρεια. Αν το κριτήριο της ψήφου μας είναι οι κοινωνικές μας υποχρεώσεις, τότε οφείλουμε αυτές να τις ιεραρχήσουμε. Αν όμως δεν είναι αυτό το κριτήριο, καλό θα είναι να γνωρίζουμε κάποια σημαντικά στοιχεία που αφορούν γενικά στον θεσμό και τις αρμοδιότητες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Το Σύνταγμα του 1975, μέσα από το άρθρο 102, ανέδειξε τη δυναμική σχέση ανάμεσα στις τοπικές κοινωνίες και τα θέματα που τις απασχολούν, με την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Οι 13 περιφέρειες της χώρας, 12 χρόνια μετά τον «Καλλικράτη», που θέσπισε τη σημερινή μορφή τους, απέχουν αρκετά από το να διαθέτουν διοικητική και δημοσιονομική αυτοτέλεια, όπως προβλεπόταν τότε. Σήμερα, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, μετά από δεκαετίες μεγαλόπνοων εξαγγελιών και πολιτικών φλυαριών, περί «αποκέντρωσης» και άλλων «δαιμονίων», παραμένει δυστυχώς δέσμια του κεντρικού κράτους. Είναι μια πραγματικότητα που γεννά πολλά προβλήματα, με συνέπειες στη ζωή και την ασφάλεια των πολιτών. Οι 13 περιφέρειες της χώρας διαχειρίζονται μεγάλα κονδύλια, προερχόμενα, τόσο από τον κρατικό προϋπολογισμό, όσο και από ευρωπαϊκά προγράμματα.
Ωστόσο, οι περιφέρειες περιορίζονται στο ρόλο του μεσάζοντα. Η διαδικασία προβλέπει να εισπράττουν οι περιφέρειες αυτά τα κονδύλια και στη συνέχεια να τα κατανέμουν σε φορείς και σε δικαιούχους, χωρίς όμως να έχουν εκείνες ουδεμία άλλη ουσιαστική αρμοδιότητα, εκτός εκείνης του διαμοιραστή. Όσον αφορά τώρα τα κονδύλια που προορίζονται για τους δήμους, αν και ορίζεται συνταγματικά η υποχρέωση της καταβολής, τα μη καταβληθέντα οικονομικά κονδύλια από την κυβέρνηση προς τους δήμους εκτοξεύονται πλέον σε κάμποσα δισ., καθιστώντας τη λειτουργία των δήμων προβληματική.
Η δαιδαλώδης νομοθεσία επίσης που διέπει τις λειτουργίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είναι παροιμιώδης. Για παράδειγμα, το έργο αποκατάστασης των υποδομών στη Θεσσαλία, μετά και τις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες, αποτελεί ένα γιγαντιαίο έργο, το οποία θα πρέπει να ολοκληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα και με τις προβλεπόμενες προδιαγραφές.
Ωστόσο, η αποκατάσταση υποδομών από φυσικές καταστροφές ανά τομέα, εμπλέκει, σύμφωνα με την περίπλοκη νομοθεσία, μία τεραστίων διαστάσεων γραφειοκρατία, που απαιτεί χιλιάδες υπογραφές από εκατοντάδες υπηρεσίες. Και για του λόγου το αληθές, μόνο για παρεμβάσεις που αφορούν τη διάβρωση των ακτών, απαιτούνται άδειες από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, από το Δασαρχείο, από το Λιμενικό Σώμα, από τον Φορέα Ενάλιων Αρχαιοτήτων, από το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, από το υπουργείο Περιβάλλοντος, και ενδεχομένως και από κάποιες άλλες υπηρεσίες.
Στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, δηλαδή σε περιφέρειες και δήμους, αναλογεί ετησίως το 2,5% με 3% του κρατικού προϋπολογισμού. Οι όροι και οι προϋποθέσεις κατανομής αυτών των κονδυλίων παραμένουν αδιευκρίνιστοι, με την κεντρική εξουσία να έχει και πάλι τον πρώτο λόγο. Σημαντικό παράγοντα αποτελεί η καλή σχέση του περιφερειάρχη και του δημάρχου με τον πρωθυπουργό. Το ποσοστό χρηματοδότησης πάντως της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα, τόσο για τις περιφέρειες όσο και για τους δήμους, είναι το χαμηλότερο ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη. Στα περισσότερα από αυτά τα κράτη, η τοπική αυτοδιοίκηση έχει ξεκάθαρες και αυτοτελείς αρμοδιότητες σε όλη της την έκταση, ενώ το κεντρικό κράτος διατηρεί μόνο τον επιτελικό ρόλο.
Οι δεκατρείς περιφέρειες της χώρας, λαμβάνουν από 3 έως 4 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, με βάση τα στοιχεία για το ύψος των ετήσιων προϋπολογισμών που οι ίδιες καταθέτουν στη βάση δεδομένων του υπουργείου Εσωτερικών. Οι πόροι αυτοί προέρχονται από την κρατική χρηματοδότηση, από Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ), από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και από κοινοτικούς πόρους μέσω των διαφόρων προγραμμάτων ΕΣΠΑ.Περισσότερα από τα μισά ποσά που αναφέραμε, αφορούν επενδύσεις με φορέα υλοποίησης τις κατά τόπους περιφέρειες. Το τελικό ποσό που απομένει στις 13 περιφέρειες της χώρας για την κάλυψη των δαπανών τους μετά τον διαμοιρασμό των κονδυλίων, δεν ξεπερνά τα 600 με 700 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, με τα οποία θα κληθούν να πληρώσουν το προσωπικό τους και να καλύψουν τις λειτουργικές τους ανάγκες, αλλά και ανάγκες όπως είναι, οι Κοινωνικές Δομές Στήριξης και η Πολιτική Προστασία.
Στον Δεύτερο Βαθμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι ΟΤΑ και οι δήμοι, διαχειρίζονται δημόσιες υποδομές και έχουν υποχρέωση να τις διατηρούν λειτουργικές, ασφαλείς και χρήσιμες για τους πολίτες, με συχνές βελτιωτικές παρεμβάσεις, διατηρώντας στο ακέραιο τις προδιαγραφές κατασκευής τους. Στην πρώτη γραμμή αυτών των υποδομών βρίσκονται οι δρόμοι, είτε αφορούν αυτοί αστικές περιοχές, είτε ορεινούς δήμους. Στις περιοχές που δοκιμάστηκαν πρόσφατα από τη μεγάλη θεομηνία, είδαμε τις τοπικές δομές Πολιτικής Προστασίας να «βουλιάζουν» στο περίπλοκο θεσμικό πλαίσιο, αλλά και στην αλληλοεπικάλυψη των αρμοδιοτήτων.
Είδαμε τους πολίτες να καθαρίζουν μόνοι τους τις περιουσίες τους από τη λάσπη και να αναρωτιούνται για το ποιος έφταιξε για τις μεγάλες καταστροφές που προκάλεσε στην περιοχή τους η πρόσφατη κακοκαιρία. Ενόψει μάλιστα των αυτοδιοικητικών εκλογών, η συζήτηση περιστρέφεται τώρα γύρω από το ρόλο των δήμων στον τομέα της Πολιτικής Προστασίας. Ας δούμε ποιες είναι αυτές οι αρμοδιότητες και πως μπορούν οι δήμοι να συνεισφέρουν περισσότερα, δεδομένου της κλιματικής κρίσης που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, στη χώρα μας δεν υφίσταται ειδική νομοθεσία Πολιτικής Προστασίας για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Οι αρμοδιότητες, οι ευθύνες και οι δράσεις των ΟΤΑ, είναι ενσωματωμένες στη γενική νομοθεσία περί Πολιτικής Προστασίας. Το 2020 με το νόμο 4662/2020, αν και επανασχεδιάστηκε το Εθνικό Σύστημα Πολιτικής Προστασίας, εντούτοις το θεσμικό πλαίσιο παρέμεινε περίπλοκο με πληθώρα εμπλεκομένων φορέων.
Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται δυσλειτουργίες, ασάφειες και αποσυντονισμός. Επιπροσθέτως, οι τοπικές δομές Πολιτικής Προστασίας που δημιουργήθηκαν από τον παραπάνω νόμο, αποδυναμώνονται διαρκώς από την υποστελέχωσή τους και από την ελλιπέστατη κατάρτιση των υπαλλήλων σε θέματα Πολιτικής Προστασίας.
Σε όλη την Ευρώπη οι αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν πολιτικό χαρακτήρα.
Το ίδιο ισχύει και για τη χώρα μας, κι ας διατείνονται κάποιοι πολιτικοί πως δεν ισχύει.
Η ανάλυση που επιχειρήσαμε, δικαιολογεί νομίζω αυτόν τον χαρακτήρα. Το ερώτημα που μπαίνει ξανά και ξανά για τους πολίτες σε κάθε εκλογική διαδικασία είναι, αν θα επιλέξουν με γνώμονα κάποιο πολιτικό κριτήριο για το κοινό συμφέρον της πόλης ή αν θα εξαντληθούν στις γνωστές υποχρεώσεις προς φίλους και συγγενείς. Ας ψηφίσουμε ετούτη τη φορά με γνώμονα τα δικά μας συμφέροντα και τις δικές μας ανάγκες. Έτσι κι αλλιώς, ανεξαρτήτου αποτελέσματος, σε αντίθεση με όλο αυτό το πλήθος των υποψηφίων, του οποίου ένα μεγάλο μέρος θα «εξαφανιστεί» την Κυριακή το βράδυ, εμείς θα είμαστε ξανά εδώ από Δευτέρα, αντιμέτωποι με τα προβλήματα. Γιατί αυτά δεν θα εξαφανιστούν…