Στη ραψωδία λ΄ της Οδύσσειας, γνωστή ως «Νέκυια», ο Οδυσσέας αφηγείται στους Φαίακες το επεισόδιο της καθόδου του στον Άδη. Η καρδιά του ήρωα ραγίζει, όταν η Κίρκη του αναγγέλλει ότι είναι απαραίτητο αυτό το ταξίδι, προκειμένου να συναντήσει τον μάντη Τειρεσία και να μάθει τα μελλούμενα.
Η αφήγησή του έχει τόση ενάργεια, που οι ακροατές του τον παρακαλούν να συνεχίσει μέχρι πρωίας. Εξαιρετική, βέβαια, ευκαιρία για τον παραμυθά Όμηρο να επινοήσει συγκινητικές συναντήσεις του ήρωα με πρόσωπα αγαπημένα, όπως η σκιά της μητέρας ή οι παλαιοί συμπολεμιστές.
Στο πικρό οδοιπορικό του ο Οδυσσέας διασχίζει τη χώρα των Κιμμέριων, βυθίζεται στο σκοτάδι, χύνεται στα νερά του Αχέροντα, που γκρεμίζονται στα βάθη του Άδη, και φτάνει στον Κάτω Κόσμο. Εδώ, μετά τις νομιζόμενες σπονδές, οι ψυχές, που οσμίζονται το αίμα από τις θυσίες, μαζεύονται τριγύρω: «άγγουροι, νιόπαντρες και γέροντες, χιλιοβασανισμένοι, / κόρες γλυκές, όλο παράπονο που εσβήσαν στον ανθό τους, / και πλήθος άντρες με χαλκόβαρα κοντάρια χτυπημένοι, / που επέσαν σε πολέμους, άρματα ματόβρεχτα φορώντας».
Ο ήρωας αντικρύζει τον Ελπήνορα («ακριβέ μου Ελπήνωρ…»), που είχε πεθάνει μια μέρα πριν, και, αφού πληροφορηθεί από τον Τειρεσία για τη συνέχεια των περιπετειών του, ελεύθερος πια, μιλά στην ψυχή της μητέρας του Αντίκλειας, που δακρυσμένη τον ρωτά «πώς ζωντανός κατέβηκε στ’ ανήλιαγα σκοτάδια».
Ακολουθεί ένα πλήθος γυναικών, ηρώων, συμπολεμιστών – τραγική η παρουσία του Αίγισθου, του Αχιλλέα, του Αίαντα, που στέκεται παράμερα, σιωπηλός. Συναντά και άλλους πολλούς και, κυριευμένος από τον φόβο, παίρνει τον δρόμο του γυρισμού.
Η αφήγηση αυτή της «Νέκυιας» ζωντανεύει με τρόπο εκπληκτικό στη θεατρική παράσταση της Άσπας Κυρίμη στο Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου.
Η σκηνοθέτις-ηθοποιός, με τρόπο καλά μελετημένο, ενσωματώνει στοιχεία performance, εικαστικές αναφορές και κείμενα, ως αλληλουχία μοτίβων αναγνώσματος – αφήγησης – μουσικού μέλους – δρώμενου.
Η παράσταση, όπως η ίδια σημειώνει, «ακουμπά τη βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να μάθει τι γίνεται ‘’μετά’’», .«μιλά και για ένα ταξίδι στον εαυτό, μια γνωριμία με τις λιγότερο γνωστές (ή αρεστές) σε ‘μας πλευρές μας».
Λιτή, απέριττη, ουσιαστική, απόλυτα εκφραστική και ευρηματική, η Άσπα Κυρίμη, σε ένα δύσκολο κείμενο, που εκτυλίσσεται στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη και μιλά συνεχώς για θάνατο, κατορθώνει να μας προξενήσει γλυκά συναισθήματα και μια βαθιά αισιοδοξία για το «μέγα καλό και πρώτο» που είναι η ζωή.
Μιλά για το σκοτάδι, αλλά λοξεύει στο φως και μας θυμίζει ότι για τον αρχαίο μας πρόγονο θάνατος σήμαινε η στέρηση του φωτός («Ήλιε, σε βλέπω τελευταία φορά…», θρηνεί η Αντιγόνη, οδεύοντας ζωντανή στον τάφο της).
Με μουσική υπόκρουση, που αναδύεται μέσα από το θαλασσινό τοπίο, ήχους απαλούς και υποβλητικούς, περιορισμένη χρήση περικειμένου («Εις την οδόν των Φιλελλήνων» του Ανδρέα Εμπειρίκου), κινήσεις ήρεμες, απαλές, καλά υπολογισμένες, η ηθοποιός δραματοποιεί την έξοχη ομηρική μυθοπλασία.
Το σώμα υποτάσσεται στην αφήγηση, τείνει να αποσπαστεί από την υλικότητά του, λειτουργεί ως φορέας της «όψεως» και όχι ως αισθητηριακό όριο της συνάντησης του με τον κόσμο. Καθηλώνεται στο παρελθόν και καθηλώνει τον θεατή σε αυτό.
Αλλά η προοπτική είναι το μέλλον και η αξία της παράστασης έγκειται στην επιλογή της Κυρίμη να δώσει προτεραιότητα στο κείμενο και, με την τέχνη της, τις εναλλαγές και την προσαρμογή της φωνής στα εκάστοτε κειμενικά δεδομένα, να αναδείξει τον λόγο του χαρισματικού αφηγητή, βεβαιώνοντας μας ότι το θέατρο είναι πρωτίστως λόγος.
Με την τακτική της απόλυτης αφαίρεσης –θυμίζει κείμενα του Γιώργου Ιωάννου, η έκφραση του οποίου δεν φοβάται να δείξει την εύρωστη γύμνια της–, η Κυρίμη κατόρθωσε το σημαντικό: να εμφανίσει τον Όμηρο αυτό ακριβώς που είναι: ένας δεινός αφηγητής, ένας γοητευτικός παραμυθάς, που μόρφωσε όλη την Ελλάδα («την Ελλάδα πεπαίδευκε») και συνεχίζει να μας συγκινεί.
Μέσα από την ανα-παράσταση του κειμένου αναπηδούν αβίαστα οι «μεγάλες ουσίες», με πρώτη την αγάπη για τη ζωή. Ο Οδυσσέας δεν βλέπει θηρία και τέρατα στον Άδη, όπως συμβαίνει σε ανάλογες αφηγήσεις της ανατολικής ποίησης.
Βλέπει ανθρώπους, οι οποίοι, μόλις ανακτήσουν τη μνήμη τους, αναθυμούνται τη ζωή, ζητούν να μάθουν για τους αγαπημένους τους, λαχταρούν τον Πάνω Κόσμο (πόση ομοιότητα με τον «Απόκοπο» του Μπεργαδή), τις χαρές και τους καημούς του, μισούν το σκοτάδι που τους κρατεί, αποζητούν το φως.
Η σκηνοθέτις-ηθοποιός μάς βυθίζει στο σκοτάδι, για να μας ανεβάσει στο φως. Σε ένα γλυκό φως, «ανάμεσα στον βυθό και τον αφρό», όπως αυτό «του απομεσήμερου της Μεγάλης Παρασκευής», είπε η ίδια σε πρόσφατη συνέντευξή της.
Πατώντας σταθερά στην αντίστιξη σκοτάδι-φως, όπως αναδύεται από τις λέξεις του Ομήρου, και, με πολύτιμο αρωγό τη μετάφραση του Στυλιανού Αλεξίου, σκιαγραφεί (κεντά, θα έλεγα) τον καημό της απώλειας, τον οποίο κανένας χριστιανικός Παράδεισος δεν απαλείφει.
Μας οδηγεί στον Κάτω Κόσμο, όπου ακούμε τον πόνο του πανάρχαιου ελληνικού μοιρολογιού, εκεί, «που κόρη μάνας δε μιλεί, μηδέ στην κόρη η μάνα, / μηδέ τα τέκνα στους γονιούς, μηδέ οι γονιοί στα τέκνα». Εκεί, όπου ο Αχιλλέας πικραμένος ομολογεί: «ήθελα να ‘μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω / σ’ αφέντη δίχως χτήματα, να ’ναι το βιός μου λίγο / παρά να βασιλεύω εδώ, στους πεθαμένους όλους».
Καλύτερα, λοιπόν, σκλάβος στον Απάνω Κόσμο παρά βασιλιάς στον Κάτω. Αυτή η απόλυτη –και με τα τόσα βάσανα– κατάφαση της ζωής είναι η τελική αίσθηση που αποπνέει η παράσταση. Είναι η βαθιά πεποίθηση του αρχαίου Έλληνα, που δεν προσδοκούσε καμιά αμοιβή στον άλλο κόσμο, κανέναν παράδεισο. Κατάφαση, μέσα από την πικρή άρνηση.
Η Άσπα Κυρίμη, με συναίσθηση της βαριάς ευθύνης και των δυσκολιών του ρόλου, με τη σεμνότητα της πείρας και της σοφίας της, αλλά και τη βαθιά κλασική παιδεία της, παραμέρισε ευγενικά, έδωσε προτεραιότητα στον λόγο, ανέστησε ένα κείμενο που χρόνια τώρα «κείται», δημιούργησε τον δικό της κόσμο και τον μοιράστηκε μαζί μας.
Κατόρθωσε, εντέλει, να αναδείξει τον πανάρχαιο ελληνικό «τόπο» της υπαγωγής του θανάτου στη ζωή, χωρίς καμιά μεταφυσική παραμυθία, όπως εκφράζεται τόσο από τον γοητευτικό αφηγητή, τον Όμηρο, όσο και από νεότερους (ο Παντελής Πρεβελάκης στον «Ήλιο του θανάτου» δείχνει ότι «ο θάνατος κρατά λαμπάδα και μας φέγγει») αλλά και στους στίχους του Εμπειρίκου που κλείνουν αριστοτεχνικά την παράσταση, διατρανώνοντας την απαίτηση των Ελλήνων για φως, περισσότερο φως, μέσα στον ζόφο της ζωής:
«Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται, για να υπάρξει τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνει δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».
Στην παράσταση, που την παρακολουθεί κανείς με μια ανάσα, ο παππούς Όμηρος μιλά στη χαρισματική εγγονή του κι εκείνη σ’ εμάς. Μιλώντας και οι δύο για σκότος και θάνατο, συνθέτουν τον ύμνο στο φως και τη ζωή. Ο ελληνικός κανόνας αναλλοίωτος: αχτίδες φωτός στα σκοτάδια του Άδη.
Ο κ. Καρτσάκης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας Παν. Κρήτης, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων Ν. Ηρακλείου.