Η αξιοποίηση δημοκρατικών «πρέπει και είναι», ως μέσων κοινωνικής αντίστασης δεν έχει να κάνει με την τακτική της ανταπόδοσης και εκδικητικής τιμωρίας, στο γράμμα και το πνεύμα της μωσαϊκής εντολής «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», γιατί η εντολή είναι πέρα και έξω από τις δημοκρατικές αρχές και αξίες, ούτε να προκαλέσει φυσικά τις δημοκρατικές μας ευαισθησίες.
Έχει σκοπό τον προβληματισμό μας, στο κατά πόσο οι εμμονές μας στα δημοκρατικά «πρέπει και είναι», υπηρετούν πράγματι την Δημοκρατία, όταν ανεχόμεθα πολιτικές πράξεις, αποφάσεις και συμπεριφορές, που παραβιάζουν ασύστολα τις αρχές και τους κανόνες της, ή πρέπει και οφείλουμε να τα αξιοποιήσουμε ως μέσα κοινωνικής αντίστασης στις πολιτικές πρακτικές και τακτικές, που οδηγούν πολλές φορές τη λογική στα όρια του παραλόγου και την πολιτική στα όρια του παρανοϊκού.
Αλήθεια! Έχετε σκεφτεί ποιον υπηρετούν δημοκρατικά «πρέπει και είναι» που:
– Χαρακτηρίζουν την αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες πράξη αντιδημοκρατική, όταν ελλείψει άλλου μέσου, με την αποχή του ο πολίτης-εκλογέας, αρνείται έμπρακτα να νομιμοποιήσει με τη συμμετοχή του στη διαδικασία έκφρασης ψήφου, τις επιλογές εκείνων, που ασύστολα καπηλεύονται και αλλοτριώνουν την εντολή του;
– Θεωρούν την ακύρωση του ψηφοδελτίου στάση ανευθυνότητας, όταν ο πολίτης-εκλογέας, με την πράξη του αυτή, ελλείψει άλλου τρόπου, ακυρώνει τις επιλογές, που αντιστρατεύονται το δικαίωμά του να επιλέγει ο ίδιος τους αιρετούς, που αυτός επιθυμεί να διαχειρίζονται τις τύχες του;
– Προσμετρούν την επιλογή του λευκού ψηφοδελτίου στα άκυρα, όταν σύμφωνα με τη νομολογία του ΑΕΔ (Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο) το λευκό ψηφοδέλτιο αποτελεί έκφραση της βούλησης του κυρίαρχου λαού και δικαίωμα των πολιτών-εκλογέων, να απορρίψουν τους προτεινόμενους υποψηφίους στο σύνολό τους;
Στις κοινωνίες, που γίνονται σεβαστές οι δημοκρατικές αρχές, κανόνες και αξίες η αποχή από εκλογικές διαδικασίες και η ακύρωση του ψηφοδελτίου, δεν μπορούν να θεωρούνται πράξεις αντιδημοκρατικές όσο προκλητικό και αν ακούγεται, γιατί στην πράξη εκφράζουν και αναδεικνύουν την άσκηση των δικαιωμάτων της άρνησης και της επιλογής κάθε εκλογέα-πολίτη.
Όμως, αγγίζει τα όρια του παραλόγου η ακύρωση του λευκού ψηφοδελτίου, με την προσμέτρησή του στα άκυρα, χωρίς να φέρει τα χαρακτηριστικά της ακυρότητας, που προβλέπει ο εκλογικός νόμος, αλλά γιατί απλά δεν αποτελεί προτίμηση προς έναν υποψήφιο ή συνδυασμό.
Προτίμηση, που στηρίζεται στην αμφισβητούμενη θεωρία της διαφορετικότητας της ψήφου, στην οποία αναφέρεται η νομολογία του ΣτΕ ότι: «κάθε ψήφος φέρει τη λειτουργία της ψηφοφορίας στην οποία ασκείται». Δηλαδή σε δημοψήφισμα είναι ψήφος-απόφαση, ενώ σε εκλογική αναμέτρηση είναι ψήφος-αντιπροσώπευση.
Αν το σωστό είναι να κάνεις το λάθος, θα το επιλέξεις…;
Θεωρία, που ερμηνεύει a la carte τη βούληση του εκλογέα-πολίτη και απροκάλυπτα υπηρετεί το status quo (ηγεμονία) των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων τους και όχι τον κυρίαρχο λαό υπέρ του οποίου υποτίθεται ότι ασκούνται όλες οι εξουσίες.
Νομολογία, που αποκαλύπτει ότι στην Ελλάδα, το λίκνο της Δημοκρατίας, ο πολίτης -εκλογέας εξαναγκάζεται θέλοντας και μη, να εκλέξει τον πολιτικό του εξουσιαστή, από τις επιλογές άλλων, στερούμενος ακόμη και του δικαιώματος να τον απορρίψει. Νομολογία, που υπηρετεί τον παντοδύναμο νομοθέτη (πολιτικό κόμμα) ο οποίος κάνοντας χρήση του άρθρου 77 του Συντάγματος για την αυθεντική ερμηνεία των νόμων, ανέτρεψε την νομολογία του ΑΕΔ με το νόμο 3434/2006 (Παυλόπουλου), επαναφέροντας την νομολογία του ΣτΕ, ορίζοντας τελικά ότι τα λευκά ψηφοδέλτια προσμετρούνται στα άκυρα, διότι δεν αποτελούν προτίμηση προς έναν υποψήφιο ή συνδυασμό. Ένας εκλογικός εξαναγκασμός που απόλυτα και προκλητικά ικανοποιεί το κομματικό-πολιτικό κατεστημένο.
Τι γίνεται όμως στις κοινωνίες, που οι δημοκρατικές αρχές, αξίες και κανόνες παραβιάζονται και εύλογα ανακύπτουν τα ερωτήματα:
α. Μπορούν, τα δημοκρατικά «πρέπει και είναι», να έχουν αντιδημοκρατική και καταδικαστέα θεώρηση, όταν, λόγω της απουσίας άλλων μέσων αξιοποιούνται ως μέσα αντίστασης, προκειμένου να υπερασπίσουν αρχές και αξίες της Δημοκρατίας, που το εκάστοτε πολιτικό κατεστημένο καπηλεύεται και παραβιάζει;
β. Οφείλουν οι κοινωνίες πολιτών, αναλογιζόμενες τις συνέπειες της απραξίας τους, να αξιοποιούν πολιτικά μέσα, που το ίδιο το κατεστημένο χειραγωγεί, ακόμη και όταν εξαναγκάζονται, εκ των πραγμάτων, να ενεργήσουν στο πνεύμα της αποστολικής ρήσης «πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται», ή της ιησουϊτικής αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»;
Στις κοινωνίες αυτές, όπου αποτελεί ακόμη και μομφή να ρωτήσουμε, αν τα κόμματα υπηρετούν πράγματι την Δημοκρατία ή αν οι εκλογές, στη σημερινή τους μορφή, αποτελούν μια ξεπερασμένη τεχνολογία, για τη μετατροπή της συλλογικής λαϊκής βούλησης, σε κυβερνητικές πολιτικές, τα δημοκρατικά «πρέπει και είναι», όταν αξιοποιούνται ως μέσα αντίστασης, ελλείψει άλλων μέσων, για την υπεράσπιση δημοκρατικών αρχών και αξιών δεν είναι αντιδημοκρατικά ούτε καταδικαστέα.
Στις κοινωνίες αυτές, οι πολίτες οφείλουν μακράν της ιδιώτευσής τους από τα κοινά, να αξιοποιούν κάθε μέσο αντίστασης, στο γράμμα και το πνεύμα του ακροτελεύτιου συνταγματικού άρθρου, για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας και να μην επαληθευτεί η ρήση του Πλάτωνα: «για όσους δεν έχουν την γενναιότητα να υπερασπιστούν τη Δημοκρατία, δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμωρία, από το να τους εξουσιάζουν οι κατώτεροί τους».
Στο δίλημμα του αρχικού ερωτήματος της επιλογής ή απόρριψης του λάθους, που επιτάσσει το σωστό, δεν μπορεί να δοθεί αντικειμενική απάντηση, γιατί το σωστό ή το λάθος είναι θέμα υποκειμενικής αντίληψης του κάθε πολίτη.
Στο πλαίσιο κατά συνέπεια της αξιοποίησης των δημοκρατικών «πρέπει και είναι», αν το σωστό είναι να κάνω το λάθος προσωπικά θα το επιλέξω γιατί η απόρριψή του διακυβεύει το σωστό και απεμπολεί τις ευκαιρίες αποκατάστασης του λάθους.
* Ο Μανώλης Κομπολάκης είναι τ. ειδικός σύμβουλος νομάρχη
e-mail: [email protected]