Το κείμενο που ακολουθεί είναι ραδιοφωνικό σχόλιο που έγινε στις 19/1/1999 με κάποιες αλλαγές
Στο χωριό μου, την Ζίντα Αρκαλοχωρίου, υπήρξαν μεταπολεμικά πολλά καφενεία. Για το καφενείο του Προκόπη έχω γράψει άλλοτε. Στην πλατεία του Αγίου Νικολάου ήταν το καφενείο του Νικολή Τσίχλα και του Νίκου Κατσελή που ευτυχώς λειτουργεί ακόμα με ψυχή τη Λίτσα Χαλκιαδάκη.
Στην άκρη της πλατείας λειτούργησε για κάποιο διάστημα το καφενείο του Νίκου Σφακιανάκη ή τζαγκάρη, όπου παίζαμε σκαμπίλι και πρέφα, αλλά γίνονταν και πολλές ωραίες παρέες. Υπέροχος άνθρωπος, αλλά αδικημένος από τη ζωή.
Δυτικά του χωριού μου ήταν το καφενείο του Θεοδόση, που ήταν χαρακτηρισμένος, επειδή είχε τραυματιστεί στην τελευταία μάχη με τους Γερμανούς. Η γυναίκα του, η Φιλιώ, ήταν άριστη μοδίστρα και πολύ καλή νοικοκυρά.
Γι’ αυτό πήγαιναν πολλοί πελάτες, ανάμεσά τους κι εγώ, στις αρχές της δεκαετίας του 60. Εκεί έζησα ωραίες ώρες και κάποια δύσκολη περιπέτεια που ευτυχώς τέλειωσε αίσια. Φυσικά απέκτησα και φάκελο στην αστυνομία.
Δεν υπήρχαν τότε οι επιδοτήσεις ούτε –φυσικά- οι ληστείες των εκατομμυρίων, όπως συνέβη πρόσφατα, όταν άγνωστοι (;) έκλεψαν τον κόπο φτωχών ανθρώπων. Τότε ο χωροφύλακας ήταν καπετάνιος, ιδιαίτερα στα ήμερα χωριά του ανατολικού Μονοφατσίου.
Υπήρχαν όμως άνθρωποι στα χωριά. Πολλά παιδιά, πολλοί μεροκαματιάρηδες, ραβδιστές, λιομαζώχτρες. Το λάδι ήταν χρυσάφι και χρήμα ρευστό. Το λάδι και τα αυγά. Ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Τέτοιες μέρες του Δεκέμβρη-Γενάρη αν έβρεχε έβραζε το πόκερ και το ζάρι στα καφενεία. Μικροποσά και μικροδιαφορές.
Εκατό, διακόσιες δραχμές και με τον φόβο του χωροφύλακα. Δεν έλειπε από κανένα χωριό ο ρουφιάνος ή διαφορετικά άτομο εμπιστοσύνης, ευυπόληπτο και εθνικώς σκεπτόμενο, που σφύριζε στο αυτί του αστυνομικού ποιοι παίζουν, σε ποια καφενεία γίνεται παιχνίδι κι εκείνος με άκρα διακριτικότητα έβγαζε κάτω τα κιτάπια του.
Αν ο καφετζής ήταν εθνικόφρων, φυσικά δεν υπήρχε πρόβλημα. Το αστυνομικό απόσπασμα πλησίαζε με αρκετό θόρυβο. Έμπαινε και καλησπέριζε.
Όλοι εντωμεταξύ είχαν εξαφανίσει και τράπουλες και ζάρια. Πίναν όρθια ένα, δυο κρασιά με μεζέ λουκάνικο. Κοίταζαν λοξά τους πελάτες και αναχωρούσαν με το ένα χέρι περασμένο ανάμεσα στα κουμπιά του αμπέχονου καμαρωτοί. Με ευχές και συμβουλές.
Αν όμως τύχαινε ο καφετζής να είναι χαρακτηρισμένος, να έχει φάκελο, έφταναν με περπάτημα γάτας και έκαναν τσακωτούς τους χαρτοπαίκτες και τους ζαρτσήδες. Στη συνέχεια οδηγούσαν τους «εγκληματίες». Με την πίεση που τους ασκούσαν εξασφάλιζαν νέους πληροφοριοδότες και έστηναν σιγά σιγά ένα δίκτυο απαίσιο και άσχημο.
Αυτά τα καφενεία τα γεμάτα ζωή παραδόθηκαν άδοξα, πρώτα στην τηλεόραση που εισέβαλε μαζί με άλλες τεχνολογικές εφευρέσεις στα χρόνια της χούντας. Είχε βέβαια τραυματιστεί παλιότερα τη δεκαετία του 50 με τη μετανάστευση του πληθυσμού στη Γερμανία και την Αθήνα, αργότερα στο Ηράκλειο και τελικά στο διπλανό κεφαλοχώρι.
Το δημοτικό σχολείο από τριθέσιο σιγά σιγά υποβαθμιζόταν και κάποια στιγμή έκλεισε. Μερικοί επιστρέφοντας από τη Γερμανία με μάρκα τακτοποιήθηκαν με κάποιες δουλίτσες δικές του. Άνοιξαν μπακάλικο, αγόρασαν ταξί, έκτισαν σπίτι στην πόλη.
Όσοι έμειναν εξακολούθησαν να δουλεύουν τη γη και να ραβδίζουν τις ελιές. Δύσκολα με τα «τεμπλιά». Ευκολότερα με τα μηχανάκια σήμερα και το θαύμα έγινε.
Η κατάρρευση του ανατολικού κόσμου και η ελευθερία που θέλησαν οι άνθρωποι εκεί έφερε στην Κρήτη χέρια πολλά, στόματα πεινασμένα και την από θεού λύση για τους χωριανούς μου που είναι τώρα αστοί, αλλά παραμένουν ιδιοκτήτες των χωραφιών και των ελαιοφύτων.
Ξεκινούν το πρωί με το αυτοκίνητο, παίρνουν από το δρόμο προσωπικό, πηγαίνουν στο λιόφυτο και ρίχνουν τον καρπό.
Σήμερα, όταν πηγαίνει ο γεωπόνος, δεν του ζητούν, όπως παραδίδεται για τον ευφυή Σκουλά ή Γριλιό στα Ανώγεια, «να κεντρίσει τον πλάτανο να κάνει γαρδούμια», ούτε απαιτούν από τον γεωπόνο να τους δώσει μαζί με τα φυτώρια μουρέλων και λάκκους για να τα φυτέψουν.
Οι πιο ενημερωμένοι πολίτες σε θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οι αγρότες.
Όλα αυτά ούτε το παλιό καφενείο ανασταίνουν ούτε τις ημέρες αυτές μαζεύονται για κανένα ποκεράκι με τον φόβο του χωροφύλακα. Αντίθετα, τώρα οι φιλήσυχοι αναζητούν τη χωροφυλακή, το περίπολο, για να μην κλαπούν τα σακιά με τις ελιές από το λιόφυτο.
Φροντίζουν τους ξένους με αγάπη. Δεν θέλουν να φύγουν τα εργατικά χέρια. Άλλωστε γνωρίζουν καλά ότι δεν κλέβουν όλοι οι ξένοι. Θυμούνται τη δική τους πείνα, καταλαβαίνουν και των άλλων την πείνα.
Αυτά σήμερα που έχουμε πατήσει στον τελευταίο χρόνο του αιώνα. Τα άλλα συνέβαιναν πριν από περίπου πενήντα χρόνια. Αν είναι λίγα ή πολλά δεν ξέρω. Ξέρω ότι τότε υπήρχε ακόμη το ησιόδειο άροτρο που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια.
Τώρα η κοινωνία αλλάζει κάθε πέντε με δέκα χρόνια, κι όσο κι αν πολλοί, όπως εγώ, αγαπούμε και δεχόμαστε με χαρά κάθε αλλαγή, η ταχύτητα, ο ρυθμός των αλλαγών μάς φοβίζει. Έχει, βλέπετε, κι ο άνθρωπος τον δικό του ρυθμό και δυσκολεύεται να δεχτεί κάποιες ταχύτητες που συνθέτουν τη νέα πραγματικότητα.
Επειδή όμως οι κοινωνίες και τα ποτάμια δεν γυρίζουν πίσω, ας προχωρήσουμε προσεκτικότερα και κυρίως στη σωστή κατεύθυνση. Και, όσο κι αν είναι ευχή, σχεδόν ανεκπλήρωτη, ας πατήσουμε όχι μόνο το πρώτο σκαλοπάτι του νέου αιώνα, αλλά και μερικά κεφαλόσκαλα.
Τα υπόλοιπα ελπίζω να τα φέρει ο Θεός στο καλό.