Σήμερα πήρα το αυτοκίνητό μου και ανέβηκα για ακόμη μια φορά πάνω σε ένα μαλακό λόφο του Ηρακλείου, κάπου δεκαπέντε χιλιόμετρα έξω από την πόλη, ο οποίος φιλοξενεί εδώ και πολλά χρόνια το γνωστό μας Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο.
Το είχα ζήσει από την αρχή, σε όλα τα στάδια της κατασκευής του, η οποία ανάγεται στη μακρινή δεκαετία του ’80, του προηγούμενου φυσικά αιώνα. Ενθυμούμαι τώρα εκ του μακρόθεν, ίσως με κάποια υφέρπουσα νοσταλγία, τις προσπάθειες όλων να δρομολογήσουν τις λειτουργίες ετούτου του ογκώδους, για εκείνα τα χρονικά, κτηριακού συγκροτήματος.
Είχαν συμβάλει όλοι τότε, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλο, αφού ο σκοπός ήταν κοινός και οι απαιτήσεις της περιοχής ολοκλήρου της Κρήτης μεγάλες, αυξημένες και πολλά υποσχόμενες. Βρισκόμαστε άλλωστε, να μην λησμονούμε, στις γνωστές εκείνες εποχές που τις σηματοδοτούσε η σωρεία του έντονου και άκρατου λαϊκισμού.
Σταδιακά, όμως, ομογενοποιήθηκαν όλα! Πολυποίκιλο και ανομοιογενές προσωπικό, κρίσιμες λειτουργίες, μηχανοργάνωση, εξειδικευμένα τμήματα και κλινικές, εξωτερικά ιατρεία και γενικώς όσα γνωρίζουν όσοι νοσηλεύτηκαν και συνεχίζουν να νοσηλεύονται εκεί, και βεβαίως καλύτερα απ’ όλους οι εργαζόμενοι.
Η σημερινή ημέρα, όπως γίνεται και όλες τις φορές που το επισκέπτομαι, αναγκαστικά με παρέπεμπε, στιγμιαία βέβαια, κάποιο χρόνο πίσω. Από τον δεύτερο όροφο της Κλινικής σε ένα από τα κτήρια όπου κατά κύριο λόγο εργαζόμουνα, είδα ξανά τα δέντρα μπροστά μου, ψηλά, πανύψηλα να ατενίζουν τις μακρινές κορυφές του, χιονισμένου για την ώρα, πανύψηλου Ψηλορείτη.
Υπήρξα μάρτυρας από την εποχή που οι κηπουροί τα φύτεψαν μικρά γύρω από τα κυρίως κτήρια, τα πότιζαν μεταφέροντας το νερό μέχρι να δημιουργηθεί αργότερα το κατάλληλο αρδευτικό δίκτυο, και τώρα, πολλά μέτρα πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, κυματίζουν με χάρη στα καμώματα του αέρα που περνάει από δίπλα τους.
Περιδιαβαίνοντας στο εσωτερικό του, έζησα νοερά πάλι χιλιάδες μέρες και ακόμα περισσότερες νύχτες που πέρασα εργαζόμενος εκεί. Νύχτες με αγωνία, ώρες ήσυχες και στιγμές δύσκολες για χιλιάδες ασθενών που ήρθαν μόνοι τους ή τους μετέφεραν συγγενείς και φίλοι σε κρίσιμα στάδια μεταξύ ζωής και θανάτου.
Χαιρέτησα συναδέλφους και εργαζόμενους άλλων ειδικοτήτων, άντρες και γυναίκες, με τους οποίους ζήσαμε περισσότερες ώρες και ίσως πιο δραματικές απ’ ό,τι εκείνες, είναι αλήθεια, που περάσαμε με τα διάφορα πρόσωπα του οικογενειακού μας περιβάλλοντος. Κι ύστερα, μετά απ’ την πάροδο κάποιας ώρας αποχώρησα, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής.
Βγαίνοντας από το κεντρικό κτήριο είδα με έκδηλη στεναχώρια μεγάλα μηχανήματα, εκσκαφείς και πληθώρα εργατών, να ξεριζώνουν ορισμένους ξεραμένους φοίνικες από τους εξωτερικούς κήπους, οι οποίοι πιθανότατα είχαν προσβληθεί από ένα γνωστό πλέον και επικίνδυνο κόκκινο σκαθάρι που τους ξεραίνει, φαινόμενο όχι μόνο τοπικό αλλά υπαρκτό και σε πολλά άλλα μέρη της χώρας μας που προσβάλλει με ανίατο τρόπο αναρίθμητα φοινικόδεντρα, οπότε κρίνεται επιτακτική η ανάγκη να τα ξεθάψουν και να τα κάψουν.
Αργότερα, μου απάντησαν οι εργάτες σε σχετική μου ερώτηση ότι θα φυτέψουν καινούργια, μικρά και υγιή. Σαν εκείνα που θυμάμαι εγώ να φυτεύουν κάποιοι άλλοι κηπουροί κάπου σαράντα χρόνια πριν.
Σαν το γερασμένο και κουρασμένο προσωπικό, σκέφτηκα, στους οποίους ανήκω και εγώ, που ήδη αντικαθίσταται σταδιακά με νέο και όπου να ‘ναι θα αρχίζω να μην το γνωρίζω οσάκις θα με φέρνει η συγκυρία σε τούτα τα μέρη. Κι αυτά τα δεντράκια όπως και οι άνθρωποί του, σιγά-σιγά αντικαθίστανται, αναλογίστηκα!
Ο κόσμος δεν σταμάτησε στιγμή να μπαίνει και να βγαίνει από τα διάφορα κτήρια του συγκροτήματος, έχοντας ο καθένας τις δικές του έννοιες και τα όποια, σοβαρά και μη, προσωπικά του προβλήματα! Και σε λίγο, χαιρέτησα κάποιους που ακόμα γνώριζα, και κατευθύνθηκα προς το πάρκινγκ απέναντι, όπου είχα αφήσει το αυτοκίνητό μου.
Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας