«Μα υπάρχουν πουλιά στο Παρίσι;» Αναρωτιέται Ελληνίδα γιατρός γυρνώντας κατάκοπη και ζαλισμένη τα ξημερώματα από βάρδια σε νοσοκομείο της Γαλλικής πρωτεύουσας.
Ο κοροναϊός έχει δημιουργήσει μια τρομερή πλανητική δίνη. Άναυδη η γη περιστρέφεται γύρω του. Ηγέτες, επιστήμονες, γιατροί και νοσηλευτές, απλοί πολίτες ελπίζουν στο θαύμα. Το θαύμα που θα επιφέρει την κανονικότητα στις συνθήκες καθημερινής διαβίωσης των κοινωνιών του κόσμου. Που θα αποποινικοποιήσει το άγγιγμα και θα αθωώσει τις αγκαλιές μας
. Καταμεσής της καταιγίδας η επιβίωση είναι το μέλημα που πρωταγωνιστεί και οι απολογισμοί που ούτως ή άλλως θα ακολουθήσουν είναι σε αυτό το στάδιο, κομπάρσοι. Το μετά δεν αντέχει στο εύθραυστο τώρα και η ζωή, ζηλεύοντας τη λογοτεχνία, μας κλείνει συνωμοτικά το μάτι.
Ο ουρανός είναι πιο γαλάζιος από ποτέ, η άνοιξη μπήκε θριαμβευτικά, κάποιος που δε γνωρίζει από πανδημίες την έφτιαξε για μας και φέτος. Αναμένοντας μια διαφορετική Ανάσταση, ο πληθυσμός παραμένει σπίτι. Ή τουλάχιστον η πλειοψηφία του πληθυσμού.
Διότι πάντα και παντού θα υπάρχουν ελαφρόμυαλοι που δεν συνετίζονται ούτε από τις κρατικές υποδείξεις ούτε από τις παρακλήσεις των ειδικών. Θα δρούσαν άραγε το ίδιο απερίσκεπτα αν ο ιός απειλούσε όχι τους γηραιότερους αλλά τα παιδιά τους;
Δε θα το μάθουμε όσο το νέφος του θανάτου που πλανάται στην Ευρώπη γιγαντώνεται και συμπαρασύρει τα σύνορα: Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία υποκύπτουν στη λαίλαπα. Και έπεται συνέχεια. Οι λαοί κρατούν την ανάσα τους και παρακολουθούν παγωμένοι. Ο χειμώνας στις καρδιές αντιστέκεται. Κι ο τρόμος παραμονεύει.
Η ενωμένη -στην αγωνία- γηραιά ήπειρος νοσεί και δεν είναι η παρθενική της φορά. Πριν 102 χρόνια, τέτοια εποχή, μια γρίπη που ανακηρύχθηκε πανδημία στη χώρα που της έδωσε το όνομά της, η Ισπανική γρίπη, αφάνισε εκατομμύρια ανθρώπων στη γη.
Έπληττε κυρίως τους νεότερους και ο θάνατος ερχόταν αναπόφευκτα από πνευμονία με ακραία αιμορραγικά φαινόμενα μέσα σε λίγες μέρες. Η επιστήμη της εποχής σήκωσε τα χέρια ψηλά, κι ο κόσμος αφέθηκε στο έλεός της, ώσπου να ξεθυμάνει έπειτα από αρκετούς μήνες.
Η Ελλάδα μέτρησε εκατοντάδες θύματα, οικογένειες ξεκληρίστηκαν, περιουσίες αφανίστηκαν, τα χτυπήματα ήταν απανωτά και σφοδρότατα σε χερσαία και νησιωτική επικράτεια.
Οι πρώτες γενικές οδηγίες πρόληψης αφορούσαν: «Γαργαρισμούς δι’ οξυγονούχου ύδατος και τας αντισηπτικάς εισπνοάς. Πρέπει να αποφεύγουμε τας ψύξεις, την υπερκόπωση και συγκεντρώσεις παντός είδους και να τηρήται η καθαριότης των εσωρούχων και των χεριών».
Πέρα από αυτό, έριδες γιατρών, συσσίτια, λιτανείες, συστάσεις για εν οίκω νοσηλεία και ένας κανόνας ορθογραφίας: η γρίππη γράφεται με ένα πι «διότι η λέξις παράγεται από τον γρύπον, το ψαράδικο δίκτυο. Όπερ έδει δείξαι». Κι αφού σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του, το δίχτυ της γρίπης με ένα πι πια, ξεψύχησε το φθινόπωρο, με τη συμβολή των ενέσεων Σουμπλιμέ του γιατρού Σέιλερ εκ Βιέννης.
Σήμερα βρισκόμαστε λίγο πριν τη κορύφωση ενός παρόμοιου δράματος. Η επιστήμη μοιάζει να παλεύει αβοήθητη από τις συγκυρίες. Η γενικευμένη λιτότητα χρόνων και η παγκόσμια οικονομική κρίση άφησαν πίσω τους ένα ταλαιπωρημένο σύστημα υγείας, που στη παρούσα φάση τραντάζεται από δυνατούς ασύμμετρους κλυδωνισμούς. Θα τα καταφέρει; Θα τα καταφέρουμε;
Οι πιο αισιόδοξοι πιστεύουν στην ανθρωπότητα. Οι ποιητές επίσης. Οι κουρασμένοι γιατροί ακούν τα τιτιβίσματα των πουλιών στις σιωπηλές μεγαλουπόλεις κι ελπίζουν πως τα γεγονότα θα προκαλέσουν εκτός από καλύτερη ποίηση -όπως έλεγε ο αγαπημένος Νάνος Βαλαωρίτης- και έναν πιο ώριμο, συνειδητοποιημένο κόσμο.
Τον κόσμο εκείνων που αγωνίστηκαν στο πλευρό μας. Όταν κάποτε τελειώσει ο πόλεμος και καταλαγιάσει η άχλη της δυστοπίας και αφού μετρήσουμε πληγές και απώλειες, οφείλουμε να επενδύσουμε σ’ αυτούς που τώρα δεν παρέδωσαν τα όπλα.