εποχούμενος περιπατητής

Άνοιξα την τηλεόραση… έτσι, από ρουτίνα. Άρχισα το ζάπινγκ. Έβαλα φρένο σε κάποιο κανάλι. Μάλλον θα πρέπει να ήταν κρατικό. Το γιατί, το συμπεραίνω από το θέμα της εκπομπής. (Τα ιδιωτικά κανάλια, μας έχουν μπουχτίσει στα παιχνίδια και στα live shows, επιεικώς, θα τα λέγαμε σκουπίδια)! Εδώ, το τοπίο ήταν ήρεμο. Όμως, ώσπου να κατατοπιστώ, αλεξιπτωτιστής όπως έπεσα μέσα στο πρόγραμμα, χρειάστηκε να περιμένω αρκετά. Ο φακός παρακολουθούσε έναν άνδρα, που περπατούσε με δυσκολία, πάνω σε κάποια σκηνή. Στο βάθος υπήρχε ένα πιάνο. Ο άνδρας ήταν μεγάλης ηλικίας, ψηλός, ξερακιανός.

Προς στιγμή προβληματίστηκα μήπως –με βάση το περπάτημά του- δεν κατορθώσει να φτάσει ποτέ στον προορισμό του δηλ. στο πιάνο. Τελικά, όμως, παρά τις απαισιόδοξες προβλέψεις μου, τα κατάφερε. Το πλάνο άλλαξε και στο φόντο φάνηκε το ακροατήριο. Γρήγορα κατάλαβα ότι επρόκειτο για συναυλία, με έναν άγνωστό μου πιανίστα και από περιέργεια διέκοψα το ζάπινγκ και βάλθηκα να παρακολουθήσω την εξέλιξή της. Σκέφτηκα, ότι έκαμα λάθος στον αρχικό υπολογισμό μου και ο πιανίστας, τελικά, τα κατάφερε να φτάσει από τα παρασκήνια στο πιάνο.

Όμως, δεν ήμουν βέβαιος, αν θα τα κατάφερνε να ολοκληρώσει τη συναυλία… τόσο καταβεβλημένος μου φαινόταν… αλλά και έπρεπε να είναι. Εκείνο που μου έκαμε εντύπωση ήταν τα δάκτυλά του. Είχαν ένα ασυνήθιστα μεγάλο μήκος, και τεντωμένα μπροστά, όπως ήταν, η παλάμη του με τα δάκτυλα έμοιαζαν περισσότερο με σκούπα. Ακόμα πιο ανορθόδοξο μου φάνηκε το παίξιμό του, με τα δάκτυλα να ακουμπάνε τα πλήκτρα του πιάνου, σχεδόν παράλληλα, μια συνήθεια, που είχα κάποτε κι εγώ ο ίδιος και που ο δάσκαλός μου, στο ωδείο, κουράστηκε πολύ για να με κάμει να την εγκαταλείψω. Τα δάκτυλα, έλεγε, πρέπει να κτυπάνε τα πλήκτρα σαν σφυράκια…

Η συναυλία, κατά περίεργο τρόπο, απέκτησε ένα σασπένς και η αγωνία με είχε καταλάβει σε μεγάλο βαθμό, καθώς ο πιανίστας προσπαθούσε, μάταια ή έστω με πολλή δυσκολία –κατά τη γνώμη μου- να αρθρώσει τις πρώτες αργές μουσικές φράσεις. Τον δικαιολόγησα. Έχοντας, ο ίδιος, ξεκινήσει με Μπαχ στο νηπιαγωγείο, με Σοπέν στο δημοτικό, με τις σονάτες του Μπετόβεν στο γυμνάσιο και με Ιάννη Ξενάκη στο λύκειο, έδωσα στον σεβάσμιο πιανίστα μας ένα χρονικό περιθώριο, ξέροντας ότι στην αρχή κάνουμε έναρξη με κάτι αργό, για να ζεσταθούμε και να προσαρμοστούμε στις συνθήκες. Είπα στον εαυτό μου να είναι επιεικής. Και είχα δίκιο. Σε πολύ σύντομο χρόνο, η συναυλία εξελίχθηκε σε ένα συναρπαστικό γεγονός, που με είχε αφήσει εμβρόντητο.

Σ’ αυτό συνετέλεσε και η αρχική μου δυσπιστία, ως προς την έκβαση της συναυλίας και της ικανότητας του πιανίστα, να τα βγάλει πέρα, από φυσικής απόψεως. Έμεινα με τα μάτια γουρλωμένα και τα νεύρα τεντωμένα, μπροστά στο καταιγιστικό παίξιμο του καλλιτέχνη, στην άνεσή και στη δεξιοτεχνία του. Κάποτε, η συναυλία τέλειωσε. Το ακροατήριο, όρθιο, χειροκροτούσε ξέφρενα. Μπιζάρισμα χωρίς σταματημό. Ο πιανίστας, με κόπο ψέλλισε, ότι θα παίξει κάποιο κομμάτι, (δεν θυμάμαι ποιο), ως απάντηση στο μπιζάρισμα. Ήταν ένα μουσικό κομμάτι σύντομο.

Όμως με το τέλος του, το κοινό και πάλι όρθιο χειροκροτούσε ασταμάτητα και ο πιανίστας μας ανακοίνωσε ότι θα κλείσει με άλλο ένα κομμάτι, το οποίο εκτέλεσε με εκπληκτική άνεση και δεξιοτεχνία. Ο τηλεοπτικός χρόνος είναι πολύτιμος. Η εκπομπή έκλεισε με το κοινό να χειροκροτεί λυσσαλέα, ενώ άρχισαν να πέφτουν οι τίτλοι. Εκεί διάβασα και κατάλαβα, ό,τι δεν είχα προλάβει να διαβάσω στην έναρξη της εκπομπής. Ο καλλιτέχνης ήταν ο διάσημος Ουκρανός πιανίστας Βλάντισλαβ Χόροβιτς (1903 – 1989).

Δυστυχώς, στις μέρες μας και ιδιαίτερα στην περίοδο της οικονομικής ύφεσης που είχαμε και που εξακολουθεί να μας βασανίζει, οι αντι-συστημικές εκδηλώσεις έχουν πάρει τη μορφή θεσμού. Κάτι σαν εορτές, κάποιες κινητές, αλλά οι περισσότερες με σταθερή ημερομηνία. Εντελώς πρόχειρα, μπορώ να σκεφτώ τη 17 Νοεμβρίου, ημέρα του Πολυτεχνείου. Εκεί έχουμε την πορεία προς την Αμερικανική πρεσβεία, με ό,τι έκτροπα από κουκουλοφόρους και μη, μπορούν να συμβούν κάθε χρόνο. Προ ημερών είχαμε τις διαδηλώσεις, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στη μνήμη του θανάτου του 16χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου.

Η αστυνομία έδωσε αληθινές μάχες, για να περιορίσει στο χώρο των Εξαρχείων και στην πέριξ του Πολυτεχνείου περιοχή τους νέους με τις μολότοφ και τις πέτρες. Κάτι ανάλογο και στη Θεσσαλονίκη, όπου η Θεολογική σχολή υπέστη πολλές καταστροφές, βανδαλισμούς και κλοπές υλικού, υπολογιστών κ.λπ. Με την έναρξη της σχολικής περιόδου, ενεργοποιείται ο «θεσμός» της κατάληψης των σχολείων, πότε με τη μια και πότε με την άλλη πρόφαση.

Οι πρόσφατες, που είχαν ως πρόσχημα το Μακεδονικό, συζητήθηκαν περισσότερο, ως υποκινούμενες από τη Χρυσή Αυγή, ενώ όλες οι άλλες που γίνονταν επί δεκαετίες, λες και τις υποκινούσε (ευλογούσε) ο ύψιστος. Και ενώ η κατάληψη των σχολείων είναι μια ξεκάθαρα παράνομη πρακτική, εκτός από την έλλειψη μέτρων άρσης τους, βλέπουμε συχνά στην τηλεόραση γονείς και πολιτικούς να εκφράζονται, ανοικτά, υπέρ των καταλήψεων…

Ακόμα, έχουμε και το γελοίο θεσμό του πανεπιστημιακού Ασύλου, που δίνει το δικαίωμα σε κάθε λογής ομάδα να διακόπτει τη λειτουργία τους και να διαπράττει παράνομες πράξεις, μέσα στα πανεπιστήμια. Και είναι άξιο προσοχής, (αν έχει το παραμικρό θετικό στοιχείο), πώς και δεν τον έχουν αντιγράψει, αλλού. Εκτός και αν η εξυπνάδα είναι αποκλειστικά ελληνικό προνόμιο!

Στις «κινητές» αντισυστημικές «γιορτές» κατατάσσονται οι επιδρομές του Ρουβίκωνα, οργάνωσης που αλωνίζει πρεσβείες, υπουργεία και δήμους, απειλεί και δίνει έντυπες συμβουλές και συστάσεις σκορπώντας τρικάκια, στη Βουλή και σε υπηρεσίες… Η ύπαρξή αυτών των αντισυστημικών ομάδων καταγράφεται στη μνήμη μας και από τις ονομασίες που έχουν εφευρεθεί γι’  αυτές, όπως «συλλογικότητες», «μπαχαλάκηδες», «κουκουλοφόροι», «αντιεξουσιαστές» κ.λπ.

Αν έχουμε την απαίτηση (που θα πρέπει να την έχουμε), να μη συμβαίνουν αυτά τα έκτροπα, θα πρέπει η αστυνομία να αφεθεί, ώστε να μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά της.  Η αστυνομία (μαζί με τη Δικαιοσύνη) είναι το «μακρύ χέρι του νόμου», όπως ακριβώς τα χέρια και τα δάκτυλα του μεγάλου πιανίστα που αναφέραμε. Αν πάρουμε την αναλογία, ότι το σώμα  του καλλιτέχνη είναι η πολιτεία και ο εγκέφαλός του είναι η κυβέρνηση, τότε τα χέρια είναι η Δικαιοσύνη και τα δάκτυλα είναι η αστυνομία. Θα πρέπει, λοιπόν, να βλέπουμε την αστυνομία ως το μέσο για την εφαρμογή του νόμου και θα πρέπει να της δοθεί ο χώρος, ο χρόνος, τα υλικά μέσα και οι οδηγίες (που πηγάζουν από την πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης), για να επιτελεί σωστά και ανεμπόδιστα το έργο της και να μπορούμε να ζούμε σε μια ασφαλή και ευ-«νομούμενη» χώρα!

 

[email protected]