Η πολιτική υπήρξε ανέκαθεν χώρος συγκρούσεων, πράγμα που πιστοποιείται όχι μόνο από την αρχαία και τη νεότερη ελληνική αλλά και από την παγκόσμια ιστορία. Δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς τον Θουκυδίδη, τον Πλάτωνα και ρήτορες σαν τον Δημοσθένη, για να γνωρίσει τις πολιτικές συγκρούσεις της εποχής. Αλλά και διαρκούσης της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης του 1821 οι πολιτικές συγκρούσεις ήταν τόσο βίαιες, που έθεσαν σε κίνδυνο τον αγώνα της ανεξαρτησίας, συγκρούσεις που συνεχίστηκαν και μετά την επανάσταση και σε όλο τον 19ο αιώνα, πρώτα μεταξύ των οπαδών των ξενόφιλων κομμάτων (αγγλικού, γαλλικού και ρωσικού) κι έπειτα μεταξύ των οπαδών του Χ. Τρικούπη και του Θ. Δεληγιάννη.
Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν και κατά τον 20ό αιώνα μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, έπειτα στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ εθνικοφρόνων και αριστερών, ενώ και μετά τον εμφύλιο οι διαμάχες συνεχίστηκαν μεταξύ δεξιών και κεντρώων, αργότερα μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ κ.ο.κ. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το κλίμα σχεδόν ακραίας πόλωσης που παρατηρήθηκε το τελευταίο διάστημα στο ελληνικό Κοινοβούλιο, όπου το πολιτικό θερμόμετρο (για να χρησιμοποιήσω ένα δημοσιογραφικό στερεότυπο) ανέβηκε στα ύψη. Λογικά, λοιπόν, δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί το θέμα, αφού αυτό συμβαίνει πάντα στην πολιτική και από τη στιγμή που δεν φθάσαμε σε σημείο να εκραχηλιστούν τα πράγματα. Ωστόσο, το θέμα βρίσκεται αλλού.
Θα ξεκινήσω με την παρατήρηση ότι στην πολιτική, δυστυχώς, είναι σημαντικό να μπορείς να αποκρύβεις ή να διαστρεβλώνεις την αλήθεια ή να τη λες, αλλά ποτέ ολόκληρη. Αυτό δεν χρειάζεται και πολύς κόπος ή μελέτη, για να το διαπιστώσει κάποιος. Αρκεί να παρατηρήσει με πόση ευκολία οι πολιτικοί αναιρούν οι ίδιοι τις απόψεις τους, με πόση ευκολία αλλάζουν πολιτική παράταξη και με τι λογικοφανή «τερτίπια» προσπαθούν να δείξουν ότι άλλο εννοούσαν από αυτό που είπαν, τη στιγμή μάλιστα που τα λόγια τους ήταν ανεπίδεκτα διαφορετικής ερμηνείας. Κι ακόμη πόσο πολύ τονίζουν τα σημεία που κατ’ αυτούς είναι θετικά και αφήνουν στο σκοτάδι ή παραβλέπουν εκουσίως τα αρνητικά. Έτσι ο πολίτης αδυνατεί να έχει πλήρη εικόνα της αλήθειας, με όλες τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει. Αν αυτή είναι μια γενική αλήθεια για τους πολιτικούς και τα κόμματα, τότε όλο το πολιτικό κατεστημένο (δεν χρησιμοποιώ τον όρο με την αρνητική του σημασία) κινείται στο ίδιο πλαίσιο
. Τι συμβαίνει όμως στη συνέχεια; Η κάθε πολιτική παράταξη εκείνο για το οποίο ενδιαφέρεται είναι από τη μια να αποκρύψει τα λάθη, τις παραλείψεις και τις αστοχίες της, μικρές ή μεγάλες, και να θελήσει να τις στείλει στο πηγάδι της λήθης και από την άλλη να τονίζει με όλη της τη δύναμη και με όλα τα μέσα που διαθέτει τα λάθη, τις παραλείψεις και τις αστοχίες της αντίπαλης πολιτικής παράταξης. Στο νου μου έρχεται τώρα ένας αισώπειος μύθος, που τον μαθαίναμε κάποτε στην Α΄ Γυμνασίου, τον οποίο παραθέτω μεταφρασμένο: «Όταν ο Προμηθέας έπλασε ανθρώπους, κρέμασε πάνω τους δυο σακίδια, το ένα για τα ξένα λάθη, ενώ το άλλο για τα δικά τους. Το σακίδιο των ξένων λαθών το τοποθέτησε μπροστά, ενώ το σακίδιο για τα υπόλοιπα το κρέμασε πίσω τους.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος συνέβη και οι άνθρωποι τα μεν ξένα λάθη να τα έχουν κάτω από τα μάτια τους και να τα βλέπουν από πάνω, τα δικά τους όμως να μην τα βλέπουν. Αυτόν τον μύθο θα μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει κάποιος για έναν άνθρωπο πολυάσχολο, που είναι τυφλός αναφορικά με τις υποθέσεις του και ασχολείται με όσα δεν πρέπει.» (Αισώπου, Μύθοι 229,1). Αυτά μας λέει η σοφία του μύθου. Έχω την εντύπωση πως αυτό ακριβώς συμβαίνει με τα κόμματα και τους πολιτικούς: βλέπουν μόνο τα λάθη του πολιτικού τους αντιπάλου και αποκρύβουν ή κάνουν πως ξεχνούν τα δικά τους, που ίσως είναι και μεγαλύτερα από αυτά που καταγγέλλουν. Η «πήρα» που έχουν μπροστά τους είναι γεμάτη από τα λάθη και τις παραλείψεις των άλλων, ενώ αυτή που είναι πίσω, όσο γεμάτη κι αν είναι με τα δικά τους λάθη, μένει αφανής για τα μάτια τους.
Έρχομαι τώρα στο πολιτικό παρόν της χώρας μας. Συνέβη ένα τρομερό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, όπου άδικα χάθηκαν 57 νέοι άνθρωποι, βυθίζοντας στο πένθος όχι μόνο τους οικείους τους αλλά ολόκληρη την Ελλάδα. Ευθύνες πρέπει να αποδοθούν, όσο ψηλά κι αν πρέπει να φτάσει ο πέλεκυς του νόμου. Ωστόσο, εκείνοι που, όταν είναι στην αντιπολίτευση, ξεσπαθώνουν και παρουσιάζονται σαν τιμητές των πάντων (και εννοώ όλους όσοι κυβέρνησαν μέχρι τώρα την Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση) καλό θα είναι να σκεφτούν και τα δικά τους σφάλματα και τις δικές τους παραλείψεις και αστοχίες. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ σε συγκεκριμένα αρνητικά γεγονότα, που υπήρξαν αποτέλεσμα των λαθών και των παραλείψεων όσων κυβέρνησαν τα τελευταία 50 χρόνια την Ελλάδα. «Ἐπιλείψει γάρ με ὁ χρόνος διηγούμενον» (δεν μου φτάνει ο χρόνος να τα διηγηθώ).
Όταν είσαι ο ίδιος βουτηγμένος στα λάθη και στις παραλείψεις, τότε είσαι τουλάχιστον προσεκτικός, γιατί ο λαός αργεί, αλλά δεν ξεχνά. Τα λέω αυτά, διότι η μνήμη των λαθών βοηθά να είμαστε μετριοπαθείς, να έχουμε μέτρο στο θυμικό μας. Και να μην ξεχνάμε πως η μετριοπάθεια και το μέτρο είναι ουσιαστικό στοιχείο της δημοκρατίας ή, για να το πω αλλιώς, η δημοκρατία είναι το πολίτευμα του μέτρου. Στη δημοκρατία, όπως και στη ζωή, τα πράγματα δεν είναι «μαύρο-άσπρο», δεν υπάρχουν «άσπιλοι» και «μιάσματα», γιατί όλοι «βράζουν στο ίδιο καζάνι». Αυτό σημαίνει πως οι «πήρες» όλων όσοι άσκησαν εξουσία έχουν μέσα παραλείψεις και λάθη, που θα πρέπει να τα βλέπουν, όπως βλέπουν και τα λάθη που βρίσκονται στις «πήρες» των άλλων.
Γιατί άραγε το πολιτικό μένος να είναι τόσο έντονο, ώστε οι πολιτικοί να μετέρχονται όλα τα μέσα, προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους, δηλαδή τον θώκο της εξουσίας; Τι έχει αυτή η εξουσία, για την οποία είναι έτοιμοι κάποιοι από αυτούς ακόμη και να πουλήσουν την ψυχή τους στον διάβολο, για να την αποκτήσουν; Και πόσο γλυκιά είναι, για να θυσιάζουν κάποιοι χιλιάδες ανθρώπους, προκειμένου να την κατακτήσουν; Η ιστορία της εξουσίας είναι πρωτευόντως ιστορία αίματος και δευτερευόντως ιστορία δημιουργίας. Το ψέμα, οι ραδιουργίες, η προπαγάνδα, οι πόλεμοι, οι επαναστάσεις, όλα με την εξουσία σχετίζονται. Πίσω από όλα αυτά τι κρύβεται; Αν ερευνήσουμε την ιστορία, θα βρούμε χρυσαφένια στέμματα, πολυτελή παλάτια, ηθική διαφθορά, δημοσιότητα, πολύ χρήμα αλλά και πολύ αίμα. Ευτυχώς το μεγάλο βήμα που έγινε με δημοκρατία έφερε τον κατευνασμό των πολιτικών παθών, γιατί η δημοκρατία, όπως έχει γράψει ο Καρλ Πόππερ, είναι το πολίτευμα που οι αλλαγές στην εξουσία γίνονται χωρίς αιματοχυσία. Έφερε ακόμη τον έλεγχο της εξουσίας έτσι, ώστε αυτή να μην είναι απεριόριστη, αν και τα παράκεντρα και η διαπλοκή ποτέ δεν εξαλείφθηκαν.
Ίσως κάποιοι πουν ότι όλα αυτά είναι ηθικολογίες και ότι πολιτική και ηθική δεν συμβαδίζουν. Κι όμως, κάποια στιγμή αυτά τα δυο θα πρέπει να συμπορευτούν. Ο λαός θέλει οι πολιτικοί να είναι αληθινοί, να αναγνωρίζουν τα σφάλματά τους, να σέβονται τους πολιτικούς τους αντιπάλους, να χρησιμοποιούν πολιτικά επιχειρήματα και όχι σοφιστείες, να ενδιαφέρονται όντως για τον λαό και όχι για τη θέση στο πολιτικό στερέωμα ή το συμφέρον του κόμματος, να τιμούν τη θέση που τους δίνει ο λαός και όχι να τιμώνται επειδή κατέχουν την πολιτική θέση. Κυρίως τον λαό ενδιαφέρει η αλήθεια, διότι, όπως λέει η Γραφή, «ὃς ἐρείδεται ἐπὶ ψεύδεσιν, οὗτος ποιμανεῖ ἀνέμους» (Παροιμ. 9,12).
Που σημαίνει ότι όποιος στηρίζεται στα ψέματα, αυτός θα γίνει βοσκός ανέμων, δηλαδή τελικά θα τα χάσει όλα. Εν προκειμένω, όσον αφορά στο δυστύχημα των Τεμπών, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να πει την αλήθεια στον λαό και να κάνει το παν, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη, ενώ η αντιπολίτευση να επιμείνει στην αναζήτηση της αλήθειας αλλά και να κάνει τη δική της αυτοκριτική και να θυμάται τα μεγάλα ή μικρά της λάθη, ώστε η κριτική της να είναι χωρίς εμπάθεια, δηλαδή να στηρίζεται στην αλήθεια και μόνο σε αυτήν, που σημαίνει ότι ούτε θα μεγαλοποιεί ούτε θα υποβαθμίζει τα γεγονότα. Κι όταν και η τωρινή κυβέρνηση γίνει αντιπολίτευση (γιατί η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία είναι ανήκει στην ουσία της δημοκρατίας), να θυμάται και η ίδια τα λάθη της και να αντιμετωπίσει με τον ίδιο τρόπο τους πολιτικούς αντιπάλους της.