Μόλις πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε μελέτη1 (12-05-2023) σχετική με τις «ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων» και υπογραμμίζεται ότι πρόκειται για ένα πολλά υποσχόμενο εργαλείο πολιτικής ανάλυσης προοπτικών που μπορεί να στηρίξει τον σχεδιασμό πολιτικών της ΕΕ ικανών να αντέξουν τους κλυδωνισμούς και τις προκλήσεις τόσο της σημερινής ημέρας όσο και των επόμενων ετών.
Η πανδημία COVID-19 και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι δυο από τα παραδείγματα που αντέχουν την εφαρμογή παρόμοιας μελέτης, αν κρίνουμε από τα εναρκτήρια λακτίσματα ενός αδήλωτου παγκόσμιου πολέμου.
Η μελέτη αυτή διερευνά τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για να εντοπίσει αδύναμα σημεία στη νομοθεσία της ΕΕ και τρόπους περαιτέρω δράσης της ΕΕ. Ως ιδέα θα μπορούσε να είναι χρήσιμη, αν τα δεδομένα που θα έθεταν οι προσομοιωτές θα είχαν τύχει προμελέτης και θα είχαν συναχθεί συμπεράσματα, τα οποία αν εφαρμόζονταν θα είχαν θετικές επιπτώσεις στους Ευρωπαίους πολίτες.
Ή τουλάχιστον θα μετρίαζαν τις αρνητικές επιπτώσεις Η μελέτη βασίζεται στα πορίσματα μιας άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σχετικά με την πολιτική σιδηροδρομικών μεταφορών της ΕΕ και στις συστάσεις ενός εμπειρογνώμονα σε θέματα προβλέψεων και ρυθμιστικής πολιτικής.
Διαπιστώνει ότι οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε διάφορους τομείς πολιτικής θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως συννομοθέτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως στις φάσεις καθορισμού της ημερήσιας διάταξης και νομοθετικής διαδικασίας του νομοθετικού κύκλου. Το stress testing είναι ένα πολλά υποσχόμενο εργαλείο πολιτικής προοπτικής που μπορεί να βοηθήσει να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικές είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν μελλοντικά σοκ και προκλήσεις.
Μάλιστα οι επιστήμονες ερευνητές δεν παραλείπουν να τονίζουν ότι επί του παρόντος, τα stress tests είναι πιο γνωστά στον τραπεζικό τομέα, ως τα μέσα για την προώθηση της ανθεκτικότητας σε οικονομικές κρίσεις, ωστόσο η προσέγγιση θα μπορούσε να εφαρμοστεί ευρύτερα άλλους τομείς πολιτικής.
Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα stress tests μπορούν να εντοπίσουν αδυναμίες και ελλείψεις στις υπάρχουσες και τις προτεινόμενες πολιτικές της ΕΕ που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μέσω τροποποίησης της υφιστάμενης νομοθεσίας ή/και προτάσεων για νέα νομοθεσία και άλλης δράσης σε επίπεδο ΕΕ.
Επιπλέον, οι τακτικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που εφαρμόζονται στις πολιτικές της ΕΕ μπορούν να συμβάλουν στη μείωση τους και να αναδείξουν την ανάγκη για επείγουσες νομοθετικές διαδικασίες, που χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο στο πλαίσιο κρίσεων αλλά προσφέρουν περιορισμένες ευκαιρίες για έλεγχο και εποπτεία.
Στα συμπεράσματα της μελέτης γίνεται λόγος για τα τεστ άγχους, που μπορούν να ενθαρρύνουν ενεργά την προληπτική σκέψη που βασίζεται στη συναίνεση και την προετοιμασία για εναλλακτικά μέλλοντα, ειδικά κρίσεις, και επίσης προώθηση της δημοκρατικής εποπτείας.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι το αντικείμενο που εξέτασαν οι μελετητές αφορά μια δοκιμασία ακραίων καταστάσεων της πολιτικής της ΕΕ για τις σιδηροδρομικές μεταφορές, και ως μελέτη που διερευνά πώς οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη στρατηγική του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έχει την αξία της.
Και τούτο διότι αν εντοπίζονται οι αδυναμίες σε κάθε μελετώμενη περίπτωση, είναι δυνατή η άρση των αδυναμιών, ή η μείωσή τους.
Μεθοδολογικά τα γνωστά μας από τον τραπεζικό τομέα stress-test, στην περίπτωση άλλων πολιτικών θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βελτιώσεις, ικανές να αντιμετωπίσουν προβλήματα που εμφανίζονται και ασκούν αρνητική επιρροή.
Αν αποδεχθούμε λοιπόν ότι το stress testing είναι ένα πολλά υποσχόμενο εργαλείο που μπορεί να υποστηρίξει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να εξετάσουν μελλοντικούς κλυδωνισμούς και προκλήσεις, τίθεται το ερώτημα γιατί δεν έχουν εμφανιστεί εκθέσεις εφαρμογής στις περιπτώσεις τόσον της πανδημίας COVID-19, όσο και στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Μάλιστα, όπως υποστηρίζεται στη μελέτη που δημοσιεύθηκε πριν λίγες μέρες, ότι τα stress tests μπορούν να προσφέρουν υψηλή προστιθέμενη αξία στα εργαλεία καθορισμού ατζέντας και νομοθετικής ρύθμισης και ως εκ τούτου, το εργαλείο ελέγχου ακραίων καταστάσεων θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα πολύτιμο για τον έλεγχο του μελλοντικού σχεδιασμού της πολιτικής.
Αν αναλογιστούμε και μόνο συμπερασματικά, για το τι έχει κοστίσει η συνεχιζόμενη πολιτική που εφαρμόζουν οι σύγχρονοι και μέτριοι ταγοί της ΕΕ για το θέμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, θα οδηγηθούμε στην υιοθέτηση θέσεων εντελώς διαφορετικών από τις τωρινές που έχουν οδηγήσει τους λαούς της ΕΕ σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Η ευρωπαϊκή αδυναμία να επέμβει διπλωματικά στη διένεξη, οδήγησε στην προσφιλή αμερικάνικη πολιτική δράσης «εκτός συνόρων ΗΠΑ», με ορατά πλέον αποτελέσματα ότι δεν πρόκειται για παρέμβαση στο ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, αλλά για περισσότερο ανεξέλεγκτες καταστάσεις, γενικότερου πολέμου. Μάλιστα, πολλοί αναλυτές αναφέρουν ότι παρά την έλλειψη βέβαιων αποδείξεων, εικάζεται ως εκτελεστής της έκρηξης του αγωγού φυσικού αερίου, Nord Stream 1 στον βυθό της Βαλτικής Θάλασσας η αμερικάνικη παρέμβαση, κυρίως για επίτευξη μεγαλύτερης εξάρτησης των Ευρωπαίων «συμμάχων χωρών» από το υγροποιημένο αμερικάνικο αέριο, τριπλάσιου κόστους (έναντι του ρωσικού).
Έτσι, λαοί ολόκληροι έχουν οδηγηθεί σε καταστάσεις ενεργειακής φτώχειας, και τμήματα ηπείρων αντιμετωπίζουν τα αποτελέσματα της επισιτιστικής ανεπάρκειας, της φτώχειας, της πείνας και των συνεπακόλουθων καταστάσεων που γεννούν αυτές οι ανισορροπίες. Διότι τα συστήματα αυτά είναι αλληλένδετα. Αύξηση του ενεργειακού κόστους συνεπάγεται αύξηση του κόστους παραγωγής και διάθεσης.
Αν συμπληρώσουμε, δε, και τις ρωσικές κραυγές περί των ναζιστικών και φασιστοειδών που οδηγούν την ουκρανική κατάσταση στα όρια της επιβίωσης, ίσως να πρέπει να ξανασκεφτούμε το θέμα της ανεξέλεγκτης βοήθειας προς την Ουκρανία. Υπενθυμίζουμε ότι σε προηγούμενα σημειώματά μας, έχουμε αναφερθεί στεγνά στο ότι η αύξηση των κρατικών ενισχύσεων προς τη γεωργία ισοδυναμούν με μείωση των αγροτικών επιδοτήσεων της ΚΓΠ για να εξοικονομούνται ποσά που θα οδεύουν στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Τέλος, αναρωτιέται κανείς, ποιο εργαλείο εφαρμόστηκε για να οδηγηθεί η Κομισιόν στην προμήθεια εμβολίων κατά της πανδημίας COVID-19, και ποιος αντιμετωπίζει πλέον εκείνα τα κραυγαλέα περί ειδικής θερμοκρασίας (-70 βαθμών Κελσίου) που απαιτούν επενδύσεις δεκάδων εκατομμυρίων για τη φύλαξη και διαχείριση των εμβολίων αυτών.
Οι αμφιβολίες που έχουν δημιουργηθεί στα μυαλά των Ευρωπαίων πολιτών τείνουν να μετατραπούν σε μόνιμη εγκατάσταση και αυτό δε δημιουργεί πλεονέκτημα για την ΕΕ. Και μόλις διαβάζουμε ότι οι χώρες του γκρουπ 7 (επτά πλέον εύπορες χώρες) αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή ως το τέλος του έτους «το αργότερο» έναν νέο μηχανισμό προκειμένου να διαφοροποιήσουν τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, ένα μέσο ώστε να μειωθεί η εξάρτησή τους από την Κίνα. Μήπως πρόκειται για φάσεις ενός αμίλητου παγκόσμιου πολέμου;