Στο αεροδρόμιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ της Ρόδου περιμέναμε το αεροπλάνο. Είχε καθυστέρηση. Δίπλα μας καθόταν ένας χοντρός κύριος μεγάλης ηλικίας. Χοντρή ήταν και η σύζυγός του. Ο κύριος – τον  έλεγαν Ευριπίδη – ήταν ομιλητικότατος. Ήταν, μας είπε, φιλόλογος και αυτός, της πολύ παλιάς εποχής, φουλ καθαρευουσιάνος, πράγμα πολύ παράξενο, διότι στις μέρες μας αυτός ο τύπος έχει εκλείψει. Άρχισε κουβέντα μαζί μας.

Μας έλεγε ότι οι περισσότεροι από τους μαθητές του έχουν πεθάνει, ενώ ο ίδιος ακόμη ζει. Τον αποκάλεσα Μαθουσάλα  και φάνηκε ότι αυτό τον κολάκευσε. Μιλούσε πολύ φωναχτά. Τον άκουγαν όλοι. Ήταν, φαίνεται, κάπως κουφός και δεν το καταλάβαινε.

Μας έλεγε ιστορίες από την ζωή του. Παραπονιόταν μόνο ότι υπέφερε από τον προστάτη του και του ερχόταν συχνά να ουρήσει. Πάντοτε τελείωνε την πρότασή του με την φράση «και τα λοιπά», και κάθε λίγο έπιανε την μύτη του, και με τον αντίχειρα και τον δείκτη του ζουλούσε τα δυο του ρουθούνια. Τον φαντάστηκα να διδάσκει και να κάνει συνεχώς αυτή την κίνηση.

Πιο πέρα μια παρέα νεαρών έκαναν φασαρία και χασκογελούσαν. Κάποια στιγμή ο κύριος Ευριπίδης επεθύμησε να καπνίσει. Παρά την ηλικία του, όπως μας εξήγησε, ήταν φανατικός καπνιστής. Όμως δεν έβρισκε τον αναπτήρα του.

– Αμάν, βρε Ευριπίδη, έχασες πάλι το τσακμάκι σου; επενέβη η γυναίκα του. Και ξέρεις, εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα…

Άκουσαν οι νεαροί και ο πιο σαχλός της παρέας τους φώναξε.

– Ανάβει το τσακμάκι, γέρο; Δεν ανάβει. Και γέλασαν με αναίδεια οι νεαροί.

– Κνώδαλα! τους απάντησε ο γέροντας.

– Τι λέει, ρε, αυτός; αναρωτήθηκε ένας άλλος από την παρέα.

– Μας βρίζει, απάντησε ένας άλλος.

– Κοίτα τη φάτσα σου, ρε παλιόγερε, φώναξε ξανά ο σαχλός.

– Εάν όνος με λακτίση, αντιλακτίσω αυτόν; τους απάντησε ο γέροντας.

– Τι μας λέει πάλι; αναρωτιούνταν έτοιμοι για καβγά οι νεαροί.

– Σους, Ευριπίδη! Άσ’  τους… προσπαθούσε να τον καθησυχάσει η σύζυγός του.

Αυτό το «σους» και ο τόνος της φωνής της μου θύμισαν την θεία μου την Θοδώρα. Έτσι ευτραφής ήταν και εκείνη. Ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις αδερφές της μητέρας μου. Μικρασιάτισσες, προσφυγοπούλες και οι τέσσερις στην Θεσσαλονίκη από το Πελαδάρι της Προύσας.

Συγχωρεμένες όλες τους. Και η θεία μου έλεγε σους αντί για σώπασε, με πληθυντικό σούστε, έλεγε προστακτικές σε χρόνο ενεστώτα, όπως ετοιμάζου (αντί ετοιμάσου), πλύνου, ντύνου… που δεν χρησιμοποιούνται στην κοινή νεοελληνική. Έλεγε παρασόλι αντί για ομπρέλα, σαντάλια αντί για πέδιλα…

Κάποιοι από τους ταξιδιώτες που περιμένανε ενοχλήθηκαν από τα χαχανίσματα, την φασαρία και την αναίδεια των νεαρών και άρχισαν τα επικριτικά μουρμουρίσματα «Τς  τς  τς… Τι φασαρία είναι αυτή!»

Οι ξένοι ταξιδιώτες, που δεν καταλάβαιναν, μας κοίταζαν περίεργα. Αισθάνθηκα ντροπή. Ευτυχώς εκείνη την στιγμή ακούστηκε από τα μεγάφωνα «Πτήση GQ 101 για  Ηράκλειο Κρήτης, άμεση επιβίβαση από την πύλη 11». Και το επεισόδιο έληξε. Πόσο ανάγωγη συμπεριφορά δείχνουν κάποιοι νέοι, ιδίως όταν παρασυρμένοι σε παρέα αρχίσουν τα χοντρά τους αστεία και δεν ελέγχουν τον εαυτό τους.