Η κοινωνία νοσεί.

Ως εκ τούτου νοσεί και το πολιτικό σύστημα αφού είναι κομμάτι της κοινωνίας. Η οργή στα σόσιαλ ξέχειλη. Γίναμε –ελέω like– εισαγγελείς και ποιητάδες. Μόνο που δεν είναι οργή, με συγχωρείτε, αυτό που βλέπουμε. Είναι ψυχαναγκασμός. Γράφεις εσύ; Να γράψω εγώ περισσότερα. Φωνάζεις εσύ; Να φωνάξω εγώ πιο δυνατά. Πιόνια σ’ έναν ανερμάτιστο διαγωνισμό έμπνευσης, τοξικότητας, παραλογισμού και σέλφι.

Οι ευθύνες της πολιτείας πολλές. Όπως σε κάθε καταστροφή, τις χρεώνονται οι κυβερνώντες. Εδώ και διακόσια χρόνια οι Έλληνες τραβούν τα σχοινιά στις μαριονέτες που οι ίδιοι ψηφίζουν και τις εναλλάσσουν στον αιμοβόρο θρόνο της εξουσίας. Αντί να απαιτήσουν άλματα αρκούνται σε επιτόπου χορευτικά τσαλίμια προς τέρψιν του εκάστοτε κομματικού ακροατηρίου.

Άρτος και θεάματα προς άγραν ψήφων σ’ ένα μακάβριο πάλκο. Κάπως έτσι, επέρχεται η αποξένωση από οτιδήποτε ρεαλιστικό κι ελπιδοφόρο. Κάπως έτσι, η χαβούζα του δημοσίου βρωμάει κομματίλα, αμορφωσιά και συντεχνιακές αναθυμιάσεις. Κάπως έτσι, οι παλιάτσοι και τα λαμόγια κάνουν πάρτι. Το “ωχ αδερφέ” ζει και βασιλεύει σε μια χώρα που σιχαίνεται τη βασιλεία. Σε μια χώρα που ναι, γέννησε τη δημοκρατία αλλά έκτοτε την παρέδωσε για υιοθεσία αφού δεν στάθηκε άξια να την αναθρέψει.

Όταν ο κουρνιαχτός καταλαγιάσει, όταν θα επανέλθουν με την ορμή της άνοιξης τα χελιδόνια και τα λουλουδάκια στις τηλεοθόνες, όταν και αυτή η συντριβή μπει στο χρονοντούλαπο για να ακολουθήσει η επόμενη, όταν θα έρθει η ώρα της αλήθειας, εκείνος που θέλει να λέγεται πολίτης της πατρίδας του και όχι πολίτης των κομμάτων έχει μια υποχρέωση, να αφήσει έστω για μια στιγμή τα θεάματα στην άκρη και να απαιτήσει με κάθε τρόπο, με κάθε δύναμη της ψυχής και της φωνής του, ΑΡΤΟ ΚΑΙ ΘΑΜΑΤΑ.

Μόνο με μικρά ή μεγάλα θαύματα θα γίνουμε σύγχρονο κράτος. Τα θαύματα μεταφράζονται σε σκληρή, επίπονη, ασταμάτητη δουλειά και επιλογές ρηξικέλευθες που δε θα τις καθορίζει το πολιτικό κόστος. Στη διαχείριση της μηχανής που μας κουβαλά όλους δε χωρούν ιδεοληψίες, κομματισμός, ουρλιαχτά. Είναι άγνωστοι τόποι οι έννοιες ρουσφέτι και βόλεμα. Αν θέλουμε να αλλάξουμε την πατρίδα μας, ας αλλάξει ο καθένας στο πόστο του. Ας δουλέψει με υπευθυνότητα, επαγγελματισμό, αφοσίωση.

Αν θελουμε να αλλάξουμε την πατρίδα μας, να ζωστούμε σκούπα φαράσι και όρεξη, και να μαζέψουμε τα σκουπίδια, όχι εκείνα που φαίνονται, αλλά αυτά που είναι κρυμμένα κάτω από το χαλί εδώ και δεκαετίες.

Αν θέλουμε να αλλάξουμε την πατρίδα μας, ας επενδύσουμε στο μέλλον, στα παιδιά μας. Ας τους χαρίσουμε την περηφάνια μας χωρίς στεγανά και προϋποθέσεις. Ας τους κληροδοτήσουμε μια χώρα που να αξίζει στα όνειρά τους. Εκτός από κατάθεση ψυχής σε άψυχες οθόνες ας κάνουμε κατάθεση σιωπής όταν χρειάζεται. Κατάθεση ψυχραιμίας. Και την κατάλληλη στιγμή, πράξης.

Αν θέλουμε να αλλάξουμε την πατρίδα μας, ας απαιτήσουμε το ίδιο από αυτούς που μας κυβερνάνε.

Αν δε γίνεις εσύ η αλλαγή που θες να δεις, η αλλαγή –και πάλι– θα ξεγλιστρήσει στο κενό, θα συντριβεί στις ράγες. Mind the gap λοιπόν και προχωράμε. Όχι όπου βγει. Εκεί που θα στρέψουμε εμείς το τιμόνι.