Θα αρχίσω ευθύς εξαρχής, λέγοντας ότι την κατάσταση που επικρατεί στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας, την γνωρίζουν όλοι, και κάθε άλλο παρά κολακευτική μπορεί να χαρακτηρισθεί. Αν θέλαμε να εστιαστούμε στα κυριότερα προβλήματά τους, θα καταλήγαμε εν τάχει στο συμπέρασμα ότι τα περισσότερα απ’ αυτά χαρακτηρίζονται από δυσκολία κλεισίματος ραντεβού στα εξωτερικά ιατρεία, καθυστέρηση στην πραγματοποίηση των προγραμματισμένων χειρουργικών επεμβάσεων λόγω μακράς λίστας ασθενών, πέρα από κάποιες αναβολές που υπάρχουν και θα υφίστανται πάντα λόγω καθαρά ιατρικών παραμέτρων, καθώς και προβλήματα που αφορούν τα τμήματα των επειγόντων περιστατικών.
Μέσα σε όλα αυτά, τον τελευταίο καιρό προστέθηκε, και συνεχίζει ακάθεκτη, η δραματική μείωση του προσωπικού, κυρίως των αναισθησιολόγων, μια ειδικότητα άκρως απαραίτητη για πληθώρα ιατρικών πράξεων. Όλα τα παραπάνω είναι γνωστά στο υπουργείο, το οποίο προσπαθεί κατά καιρούς με ημίμετρα να διορθώσει, προσωρινά βέβαια, κάποιες ανεξέλεγκτες και οξείες καταστάσεις.
Ακούσαμε για προσφορά ιατρικών υπηρεσιών από ιδιώτες γιατρούς που θα αμείβονται με μπλοκάκια και αμοιβές πολλαπλάσιες εκείνων που ήδη υπηρετούν, για μετακινήσεις προσωπικού από τον ένα νομό στον άλλο δίκην περιφερόμενων μάγων, και τόσα άλλα φαιδρά για ένα αποτελεσματικό σύστημα υγείας. Είναι προφανές ότι όλα αυτά οφείλονται στη φυγή δεκάδων χιλιάδων γιατρών και νοσηλευτών, να μην λησμονούμε και αυτή την παράμετρο, προς το εξωτερικό ή τον ιδιωτικό τομέα λόγω των καλύτερων συνθηκών εργασίας.
Η κατάσταση ως έχει είναι δύσκολο έως αδύνατο να αντιστραφεί, παρά τις όποιες επίσημες δηλώσεις. Όμως, κάποια πράγματα οφείλουν να δρομολογηθούν και το αρμόδιο υπουργείο οφείλει να τα φέρει στη δημοσιότητα. Αναφέρομαι ευθέως στο αριθμό των νοσοκομείων της χώρας μας. Έχουμε δυστυχώς πολλά και μικρά νοσοκομεία τα οποία υπολειτουργούν ή δεν προσφέρουν όλες εκείνες τις υπηρεσίες που είναι απαραίτητες και επείγουσες.
Σε ειδικές περιπτώσεις, βέβαια, αυτό οφείλεται στην περίεργη και δύσκολη γεωγραφική διαμόρφωση της πατρίδας μας, με μικρά νησιά, απομονωμένες τοποθεσίες, κοκ. Δεν αναφέρομαι στα κέντρα υγείας τα οποία ούτως ή άλλως είναι ιδιάζουσα περίπτωση και τα οποία πρέπει να είναι καλά στελεχωμένα ώστε να απορροφούν μεγάλο αριθμό ασθενών που διαφορετικά θα κατευθύνονταν στα εξωτερικά ιατρεία ή τα τμήματα των επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων. Όμως, με την πάροδο του χρόνου φάνηκε ξεκάθαρα ότι απαιτείται δραματική αναδιάρθρωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, με τα νοσοκομεία να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος όλων.
Παντού, σε όλες τις χώρες της ευρωπαϊκής ένωσης δεν βρίσκονται σε λειτουργία τόσα πολλά νοσοκομεία. Σήμερα με την πρόοδο της ιατρικής απαιτούνται λίγα και μεγάλα νοσοκομεία και όχι πληθώρα υπολειτουργούντων. Είναι αδιανόητο ένας νομός να έχει τρία και τέσσερα νοσοκομεία και τελικά να μην λειτουργεί όπως πρέπει κανένα! Πριν από καιρό επισκέφτηκα κάποιους συναδέλφους στο νοσοκομείο της ιδιαίτερης πατρίδας μου, στα Τρίκαλα. Εκεί λοιπόν άκουσα το εξής αμίμητο. Τις μέρες που εφημέρευε η Μαιευτική Κλινική στα Τρίκαλα, εφημέρευε η Παιδιατρική Κλινική στο Νοσοκομείο της Καρδίτσας στο οποίο μεταφέρονταν με ασθενοφόρα τα νεογέννητα και τανάπαλιν.Κάτι τέτοιους περίεργους συνδυασμούς είχαν εφεύρει στα δύο νοσοκομεία ώστε να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τους δύο νομούς. Σημειωτέον ότι η απόσταση μεταξύ των δύο πόλεων είναι ακριβώς είκοσι χιλιόμετρα με ικανοποιητικό και άνετο δρόμο. Μια κατάσταση η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει στην απόφαση να κλείσουν και τα δύο και να ανοίξει ένα αλλά μεγάλο και να προσφέρει όλες τις υπηρεσίες που προβλέπονται με περισσότερες ειδικότητες. Κάτι παρεμφερές παρατηρείται σε πολλούς ακόμα νομούς της πατρίδας μας.
Η αναδιάταξη του νοσοκομειακού χάρτη που πρέπει να γίνει σύμφωνα με την διεθνή πείρα, οφείλει να περιλαμβάνει λιγότερα και μεγαλύτερα νοσοκομεία και κλείσιμο των μικρών που υπολειτουργούν, ή μετατροπή τους σε κέντρα υγείας. Το Υπουργείο Υγείας, για λόγους πολιτικού κόστους διστάζει να το υλοποιήσει αφήνοντας στο χρόνο να δώσει το σχετικό έναυσμα!
Τα μεγαλύτερα νοσοκομεία ελκύουν μεγαλύτερο αριθμό γιατρών για λόγους εκπαίδευσης, αφού εκεί υπάρχουν και λειτουργούν τα σχετικά προγράμματα, καθώς και ευκαιρίες επαγγελματικής ανέλιξης. Είναι ίσως ένα από τα βασικότερα μέτρα που θα πρέπει να αρχίσει να υλοποιεί η κυβέρνηση σε αυτόν τον πολύπαθο χώρο. Βεβαίως υπάρχουν αναρίθμητα άλλα θέματα με τα οποία οφείλει κάποια στιγμή να απασχοληθεί το αρμόδιο υπουργείο, όπως προγραμματισμός και επιλογή γιατρών για συγκεκριμένες ειδικότητες, αμοιβές, κοκ., τα οποία όμως δεν αφορούν το παρόν σημείωμα.