Δεκέμβριος 2020
Ετυμολογική αναζήτηση της λέξης άρχοντας και του παραγώγου αρχόμενοι οδηγεί στο ρήμα άρχω (κυβερνώ διοικώ εξουσιάζω αρχίζω) αλλά και στους εννέα Άρχοντες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ο πρώτος των οποίων αποκαλούμενος «επώνυμος άρχων» κατείχε πολιτικό αξίωμα με σημαντικές εξουσίες. Στη Σπάρτη ανάλογη αναγνώριση είχε ο πρώτος των πέντε εφόρων. Με την πάροδο του χρόνου, η έννοια της λέξης διευρύνεται για να δηλώσει, παλιότερα τον κυβερνήτη περιοχής, τον αξιωματούχο, τον δημογέροντα, τον προύχοντα, τον τσιφλικά, τον αριστοκράτη και σήμερα τον πολιτικό, τον αιρετό του Δήμου τον πλούσιο με κύρος, που φέρεται γενναιόδωρα και μεταφορικά αυτός, που φέρεται με παρόμοιο τρόπο χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη εύπορος.
Άρχοντες και αρχόμενοι ένα αλληλεξαρτώμενο ανθρώπινο δίδυμο, σε πολιτική αντιπαλότητα, που σηματοδοτεί το χάσμα μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας και που σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο λειτουργεί με τους ίδιους τρόπους, κανόνες τακτικές και πρακτικές, προσαρμοζόμενο βέβαια στην πολιτική κουλτούρα της κάθε χώρας, στα χαρακτηριστικά κάθε λαού και στις επί μέρους κυρίαρχες αξίες του. Αντιπαλότητα, που αρκετοί πιστεύουν ότι αποτελεί νομοτελειακή ανάγκη, κατά βάση υπηρετεί τα συμφέροντα των αρχόντων, επειδή αυτοί διαθέτουν τα θεσμικά μέσα και όχι μόνο, εξασφάλισης υπακοής των αρχομένων, που αποτελεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του αρχοντικού στάτους. Η ανάγκη για υπακοή, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, είναι έμφυτη στον κάθε άνθρωπο ως ένα είδος τυπικής συνείδησης, που συνεχώς τον προστάζει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να πράξει. Ακόμη, είναι κοινά αποδεκτό, ότι οι αρχόμενοι διέπονται από μια ηθική, υπακοής στους νόμους και υποταγής σε άτομα κύρους και εξουσίας, που λειτουργεί ως αγελαίο ένστικτο, χωρίς να υποψιάζονται ότι πρόκειται για μια ηθική, που επιβάλλεται από τους άρχοντες με βάση τις δικές τους και μόνο αξιώσεις και συμφέροντα. Οι άνθρωποι δηλαδή, ως άρχοντες ή αρχόμενοι, γίνονται υπηρέτες οι αρχόμενοι των αρχόντων και οι άρχοντες των αξιώσεων τους, υποκρινόμενοι πως υπερασπίζονται τα συμφέροντα των αρχομένων. Έτσι, εξηγείται το ανάλογο του επιπέδου αρχόντων αρχομένων και αντίστροφα, που με τη ρήση του επισημαίνει ο Ισοκράτης «το της πόλεως όλης ήθος ομοιούται τοις άρχουσιν».
Το αγελαίο αυτό ένστικτο υπακοής-υποταγής στον άρχοντα, κυβερνήτη, αρχηγό, απότοκο της ανασφάλειας των πρωτόγονων κοινωνιών, που σήμερα εξωτερικεύεται ως κομματική πειθαρχία, τα εξουσιαστικά παράγωγα, οι αξιώσεις και τα προνόμια των αρχόντων και ο απαξιωμένος ρόλος και λόγος των αρχομένων, στη διαμόρφωση του πολιτικού γίγνεσθαι, διαιωνίζουν την πολιτική αυτή αντιπαλότητα, για την οποία και ευθύνονται εξ αδιαιρέτου.
Οι πολιτικοί Άρχοντες γιατί:
–Έχουν διαμορφώσει ένα κομματικο-πολιτικό κοινοβουλευτικό κατεστημένο, βαθιά ριζωμένο, θεσμικά κατοχυρωμένο αλλά ανεξέλεγκτο, το οποίο στερούμενο δικής του εξουσίας διαχειρίζεται και νέμεται την εξουσία των αρχομένων με ένα συμβατικό θεσμικό δικαίωμα, που αποκτήθηκε με αναγκαστικά, θεμιτά και αθέμιτα, λογικά και παράλογα μέσα, που απαξίωσαν και αποξένωσαν τον αρχόμενο και κατοχύρωσαν το ανεξέλεγκτο της παραχωρούμενης, με την εκλογική διαδικασία, εξουσίας.
— Δεν αποδέχονται τη φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα, που θεωρεί ότι ο αληθινός πολιτικός άρχοντας δεν κοιτάζει το ατομικό του συμφέρον αλλά το συμφέρον των αρχομένων, «ου πέφυκε το αυτώ συμφέρον σκοπείσθαι, αλλά το τω αρχομένω», αλλά του Adam Smith, ο οποίος διατείνεται ότι το συμφέρον του κοινού δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί αν δεν περάσει από το συμφέρον του ατόμου, που δεν πρόκειται ασφαλώς για το συμφέρον του αρχομένου ως άτομο αλλά του «Άρχοντα».
–Αλλοτρίωσαν και παρόπλισαν τα διαχρονικά «πρέπει» που αποκρυσταλλώνουν την δεοντολογία άσκησης της εξουσίας του αληθινού πολιτικού άρχοντα, ο οποίος δεν ξεχνά ότι ανθρώπων άρχει, κατά νόμο άρχει και ουκ αεί άρχει, που επισημαίνει ο τραγικός ποιητής Αγάθωνας από τον 5ου π.Χ. αιώνα.
—Αρνούνται επίμονα να θεσμοθετήσουν μηχανισμούς ελέγχου της εξουσίας τους για να προστατευθούν από το διασυρμό, που κατά καιρούς υπόκεινται και όχι μόνο αυτό, αλλά προκειμένου να αποφύγουν τον έλεγχο, δελεάζουν απροκάλυπτα τα ΜΜΕ, που Συνταγματικά ορίζονται τα αρμόδια και υπεύθυνα όργανα ελέγχου της εξουσίας.
–Προκαλούν το αίσθημα δικαίου με την επινόηση μέσων τρόπων και διαδικασίας συνταγματικής κατοχύρωσης της ανευθυνότητας των πολιτικών οργάνων, με την επαίσχυντο παραγραφή των κακουργηματικών τους πράξεων, όταν αρνούνται στους αρχόμενους το δικαίωμα εννόμου συμφέροντος για τις βλάβες, που τους προκαλούν οι πράξεις και οι αποφάσεις τους.
Πόσο Άρχοντας άραγε! νοιώθει, ο πολιτικός, που ανέχεται οι κακουργηματικές του πράξεις να γίνονται αντικείμενο εξέτασης της πολιτικής κολυμβήθρας Σιλωάμ (άρθρο 86 Συντάγματος), και όχι του αρμόδιου εισαγγελικού οργάνου, που ισχύει για κάθε Έλληνα πολίτη.
Οι αρχόμενοι γιατί:
–Αδυνατούν να υπερβούν τους εαυτούς τους ως παθητικοί αποδέκτες εκβιαστικών- φοβικών διλλημάτων και απατηλών πολιτικών υποσχέσεων, ως πολιτικά υποκείμενα ψηφοφόροι, οπαδοί, ως πολίτες αδιόρθωτοι αμετανόητοι και αμνήμονες, προκειμένου να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να αναδείξουν την τεράστια κοινωνική δυναμική, που διαμορφώνουν τα συναισθήματα οργής, θυμού και αγανάκτησης, που βιώνουν.
—Δεν αξιοποιούν ως Κοινωνίες πολιτών τα δημοκρατικά «πρέπει και είναι», ως μέσα αντίστασης, προκειμένου να υπερασπίσουν τις αρχές και αξίες της Δημοκρατίας, που το εκάστοτε πολιτικό κατεστημένο καπηλεύεται και χειραγωγεί, ακόμη και όταν εξαναγκάζονται, εκ των πραγμάτων, να ενεργήσουν στο πνεύμα της Αποστολικής ρήσης «πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται», ή της Ιησουϊτικής αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
—Ως πάροχοι της εξουσίας αποδέχτηκαν και ανέχτηκαν τον εκμαυλισμό και την συναλλαγή. Δεν προστάτευσαν τους θεσμούς και χωρίς δόλο συνέβαλαν στην κακή τους λειτουργία. Ανέχτηκαν και ανέχονται ενοχές και ενόχους, για εξασφάλιση των εξουσιαστικών παραγώγων, δηλαδή όλα αυτά, που χαρακτήρισαν τους αρχομένους συνδαιτυμόνες στο κοινό φαγοπότι και με πολιτικό θράσος, πολιτικό στέλεχος τους ενοχοποίησε με το τσιτάτο «μαζί τα φάγαμε».
Θα φθάσουμε άραγε! οι αρχόμενοι, εκεί που ο Νίκος Καζαντζάκης προτρέπει στην «Αναφορά στο Γκρέκο» με το απόφθεγμα τεσσάρων λέξεων, «φθάσε όπου δε μπορείς», που παρά το ουτοπικό σημαινόμενο, κρύβει μέσα του τις αντοχές για να ξεπεράσουμε τα όρια των δυνατοτήτων μας και να μάθουμε να κτίζουμε όνειρα εκεί, που τελειώνουν οι ελπίδες, όπως παροτρύνει ο Νίκος Ξυλούρης και να διεκδικήσουμε αληθινή δημοκρατία, που μας στερούν οι κάθε άλλο από άρχοντες εξουσιαστές μας.
Μανώλης Κομπολάκης
e–mail: mkompolakis@gmail.com