Κατ’ αυτάς, περιήλθε στα χέρια μου, ευγενική προσφορά του κ. Χρήστου Μελά, τον οποίο και ευχαριστώ, το “Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης”, σε επιμέλεια του διδάκτορα Παν/μίου κ. Γεωργίου Καλογεράκη, με “Προοιμιακό” κείμενο της Ρένας Μπαντουβά-Μελά.

Είναι μια πολυτελής έκδοση, οικονομική προσφορά των κ. κ. Κώστα Κ. Μπαντουβά, Ιωάννη Λεμπιδάκη, καθώς και του Σωματείου Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, Ομάδες Μπαντουβάδων.

Κατ’ αρχάς, οφείλω να ομολογήσω ότι τα ιστορικά κείμενα, ιδίως τα ιστορικά βιβλία, κρίνονται, ιδίως από τους ιστορικούς και ερευνητές, αλλά και από το αναγνωστικό κοινό, ελέγχονται ως προς την εγκυρότητά τους και, αναλόγως, είτε χρησιμοποιούνται ως πηγή είτε περιπίπτουν σε αφάνεια.

Εν προκειμένω, ο λόγος της παρούσης αναφοράς μου στο βιβλίο “Αρχείο Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης, Ομάδες Μπαντουβάδων” είναι διπλός. Ο πρώτος λόγος σχετίζεται με την αναφορά που γίνεται στο εν λόγω βιβλίο για τη συμμετοχή μου στο αρχειακό υλικό της Κατοχής, το “Αρχείο του βουνού”, όπως το είχα αποκαλέσει, της περιόδου 1942-43.

Στο “Προοιμιακό” κείμενο, λοιπόν, της Ειρήνης Μπαντουβά-Μελά, ως Προέδρου του ως άνω Σωματείου, γίνεται λόγος για το συγκεκριμένο αρχειακό υλικό (1942-1943), που εμπεριέχει επιστολές και σημειώματα της περιόδου, ότι βρέθηκε από τον Ζαχαρία Κ. Μπαντουβά και παραχωρήθηκε σε μένα το 1987. Το αληθές, όμως, είναι ότι το “Αρχείο του βουνού” (1942-43), όπως προαναφέρθη ότι το είχα αποκαλέσει, περιήλθε στα χέρια μου το 1983, επισκεπτόμενος, όπως συνήθιζα, τον καπετάν Μανώλη Μπαντουβά, μια και διαρκούσαν οι εναντίον μας πρωτόδικες δικαστικές διώξεις, για τα γνωστά Απομνημονεύματά του.

Το αρχείο, λοιπόν, βρισκόταν στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, μέσα σε λευκό σακούλι, στην κυριολεξία στο δάπεδο, χωρίς οποιαδήποτε μέριμνα και καταχώρηση, με ευθύνη της τότε Γραμματέως του Μουσείου. Με την άδεια του καπετάν Μανώλη Μπαντουβά παρέλαβα το αρχείο, το επεξεργάστηκα ημερολογιακά-χρονολογικά, τοποθετώντας κάθε επιστολή σε διαφάνεια εντός ντοσιέ-κλασέρ αρχειοθέτησης. Στην πρώτη διαφάνεια τοποθετήθηκε το λευκό σακούλι του βουνού (Λασιθιώτικες Μαδάρες) και στη δεύτερη τμήμα της σημαίας που κυμάτιζε κατά τη διάρκεια της Αντίστασης στο λημέρι του Χαμαίτη.

Παρεμπιπτόντως, ο καπετάν Μανώλης Μπαντουβάς, αισθανόμενος το τέλος του, αφού με κάλεσε σπίτι του, έβγαλε από τη μέση του το πιστόλι του βουνού και μου το χάρισε. Ύψιστη τιμή για μένα, θεωρώντας με, όπως είπε, άξιο να το κρατήσω, το ίδιο και το τουφέκι του. Μετά το θάνατό του (1984), διέσωσα την κρητική φορεσιά του. Τη δώρισα, μαζί με το πιστόλι του, στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας. Βρίσκονται σε προθήκη δίπλα στον Σαράφη του ΕΛΑΣ και στον Ζέρβα του ΕΔΕΣ. Το τουφέκι του το δώρισα στο Μουσείο του, της Εθνικής Αντίστασης, στο Ηράκλειο.

Στις 17 Ιουνίου 1987, με τον τότε Πρόεδρο του Σωματείου Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, Ζαχαρία Κ. Μπαντουβά, δώσαμε κοινή συνέντευξη Τύπου για το Αρχείο, όπως παρουσιάστηκε από τις εφημερίδες “Πατρίς” στις 18 και 19 Ιουνίου 1987, “Αλλαγή” στις 19 Ιουνίου 1987, αφού είχε ήδη προαναγγελθεί στην εφημερίδα “Πατρίς” από τις 12 Ιουνίου. Με τη σύμφωνη γνώμη του Ζαχαρία Κ. Μπαντουβά και, εν συνεχεία, με τη συνεργασία του δημοσιογράφου Μανώλη Παντινάκη, κάναμε προδημοσίευση επιστολών-σημειωμάτων του Αρχείου, στην εφ. “ΤΑ ΝΕΑ” της Αθήνας. Προαναγγελία έγινε στην εφημερίδα αμέσως, δύο μέρες μετά τη συνέντευξη, στις 19 Ιουνίου και ολοσέλιδα δημοσιεύματα (σαλόνι) στις 29 και 30 Ιουνίου καθώς και στις 1 και 3 Ιουλίου.

Οι επιστολές που δημοσιεύτηκαν, αλλά και όλη η παρουσίαση στην εφημερίδα περιελάμβανε, ως εκ του περιεχομένου του Αρχείου, και τις δύο πλευρές, την πλευρά των Βενιζελικών, δηλαδή, αλλά και των Αριστερών, με Αρχηγό τον καπετάν Μανώλη Μπαντουβά. Ενώ, λοιπόν, ολοκληρωνόταν η επιμέλεια του Αρχείου, μου διαμηνύθηκε από τον Ζαχαρία Μπαντουβά να παραδώσω το αρχείο, κατ’ απαίτηση του Διοικητικού Συμβουλίου, ιδίως της Ειρήνης Μπαντουβά-Μελά, όπως και έγινε.

Ο λόγος είχε να κάνει με την παράλληλη ενασχόλησή μου για τη διάσωση υλικού και την καταγραφή μαρτυριών και των δύο πλευρών, χωρίς διάκριση, σχεδόν ισότιμα. Επιπροσθέτως, το Συμβούλιο είχε σε intex (απαγόρευση) το βιβλίο-μαρτυρία του “Kαπετάν Μπαντουβά Απομνημονεύματα”, δηλαδή του Αρχηγού τους. Κι αυτό γιατί, στην Εισαγωγή μου στο βιβλίο αλλά και στο ίδιο το κείμενο του καπετάν Μπαντουβά, γίνεται πρόταση για την αναγνώριση και της εκτός νόμου μέχρι τότε αριστερής Αντίστασης. Αναφέρεται, μάλιστα, το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε Αρχηγός του ΕΑΜ, από τον Μάρτιο του 1942 έως τον Μάιο του 1943.

Την ίδια τακτική φαίνεται να ακολουθεί και ο συγγραφέας Γεώργιος Καλογεράκης, στο βιβλίο “Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης”, να αγνοεί, δηλαδή, τα Απομνημονεύματα Μπαντουβά, αν και ασχολείται διεξοδικά σε εισαγωγικό του κείμενο με τον καπετάν Μανώλη Μπαντουβά.

Ο δεύτερος λόγος που επιχειρώ αυτήν την προσέγγιση στο βιβλίο “Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης”, Γ. Καλογεράκη, είναι η διαχρονική, δημόσια διαφωνία της Προέδρου Ρένας Μπαντουβά-Μελά στα γραπτά μου, αρχής γενομένης από το 1987 έως πρόσφατα. Η διαφωνία της δεν αφορούσε μόνο τα Απομνημονεύματα Μπαντουβά, αλλά και όλα τα άλλα βιβλία, καθώς και τα δημοσιεύματά μου, στα οποία μελετάται η Ιστορία της Αντίστασης ολιστικά. Διαφωνία που ξεκίνησε από τις αναφορές μου στη συνεργασία των δύο παρατάξεων, εξ αρχής (1941). Μάλιστα, συνεργασία και στο ΕΑΜ, με Αρχηγό τον καπετάν Μανώλη Μπαντουβά, από το 1942 ως τον Μάη του 1943. Βεβαιωμένη άποψη και από άλλους συγγραφείς, από τη σκοπιά του ο καθένας.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, Γεώργιος Καλογεράκης αναφερόμενος, στο Προλογικό Σημείωμά του, στην Ρένα Μπαντουβά-Μελά, στο όνειρό της “το υλικό των διακοσίων δέκα εγγράφων του Μουσείου, να εκδοθεί και να δοθεί ως βιβλίο στους ιστορικούς και ερευνητές της Κρητικής Αντίστασης”, και στο ότι “μόνη της και χωρίς βοήθεια αντιπάλευε όλους εκείνους που τάχθηκαν με τις ομάδες των αναθεωρητών της ιστορίας” όσους “προσπαθούν να ξαναγράψουν την ιστορία, να αποδομήσουν την Αντίσταση της Κρήτης, να διαστρεβλώσουν και να παραχαράξουν ιστορικά γεγονότα”, εμμέσως ομολογεί ότι, για να του δοθεί το αρχειακό υλικό, ιδίως του 1942-43, που μας αφορά, αλλά και στο σύνολό του, αποδέχθηκε την μονομερή αυτή μαρτυρία και τις απόψεις της Ρένας Μπαντουβά-Μελά, για τον αγώνα δηλαδή μόνο από τους βενιζελικούς. Την ίδια μονομερή παρουσίαση της μιας πλευράς, μόνο των λεγόμενων εθνικοφρόνων, επιχειρεί και ο ίδιος, αποκαλώντας στο προλογικό του σημείωμα όλους τους άλλους που έχουμε διαφορετική προσέγγιση, “αναθεωρητές” της Ιστορίας, ως κατέχων μόνο αυτός την ιστορική αλήθεια.

Παραθεωρώντας, μάλιστα, ότι οι προφορικές μαρτυρίες, όπως και αυτές της Ρένας Μπαντουβά-Μελά, είναι σεβαστές, αποτελούν ιστορικές πηγές, αλλά δεν αποτελούν Ιστορία, απαιτούν διασταύρωση και μάλιστα με γραπτές πηγές. Εξ αυτής της μονομερούς άποψης αλλά και της έλλειψης διασταύρωσης και ερμηνείας των γεγονότων και των πηγών, απορρέει και η μέθοδος του συγγραφέα, δηλαδή η συνεχής παράθεση μαρτυριών από εφημερίδες της εποχής, με μικρές γέφυρες-συνδέσμους των αποσπασμάτων από τις εφημερίδες. Μέθοδος που είναι γενικώς προσφιλής στα δημοσιεύματά του.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απουσιάζει, και από την Εισαγωγή του στο βιβλίο “Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης” η μορφή ενός ιστορικού δοκιμίου ενός αφηγηματικού ιστορικού λόγου, που το επιτείνει ο εξοβελισμός της ίδιας της αυτοβιογραφίας Μπαντουβά. Τοιουτοτρόπως, η Εισαγωγή του παρουσιάζει μια εικόνα συρραφής θεμάτων. Αποσπάσματα από εφημερίδες και αφηγήσεις παρατίθενται, χωρίς διαλεκτική και χρονική αλληλουχία γεγονότων και αναγκαίων ιστορικών συλλογισμών και κρίσεων. Αποβαίνει, ως εκ τούτου, η εικόνα αυτή εις βάρος όχι μόνο του βιβλίου, προδιαθέτοντας αρνητικά τον αναγνώστη και ιδίως τον ιστορικό, αλλά και εις βάρος του ίδιου του πολύτιμου αρχειακού υλικού, πλήττοντας την εγκυρότητα και αντικειμενικότητά του.

Ως προς το ίδιο το βιβλίο, τώρα. Από τον μικρό αριθμό επιστολών των αριστερών, τέσσερις του Νίκου Σαμαρείτη και δύο του Βιτσαξάκη, γραμματέα του ΚΚΕ και όχι μέλους του ΕΑΜ, αλλά και από το σύνολο των επιστολών του “Αρχείου του βουνού”, δημιουργείται η εντύπωση ότι έχει λογοκριθεί ή και έχουν αφαιρεθεί επιστολές, γενικώς.

Από πλευράς μεθοδολογίας, θεωρούμε ότι είναι αντιδεοντολογική η ανάμειξη στις επιστολές της περιόδου του βουνού (1942-43) με επιστολές της απελευθέρωσης και του Εμφυλίου. Το ίδιο ισχύει και για την κατάταξη των επώνυμων επιστολών αλλά και των ανώνυμων που έχουν ημερομηνία γραφής. Η ταξινόμηση έπρεπε να είναι χρονολογική, ανάλογη με την πορεία των γεγονότων, όχι αλφαβητική και ας γινόταν στο τέλος ένα ευρετήριο ονομάτων. Αντιθέτως, το Αρχείο χρησιμοποιήθηκε όπως ακριβώς, φιλότιμα, το είχε ταξινομήσει σε τρεις ενότητες ο Δημήτριος Μελάς.

Ως προς το πρώτο μέρος του βιβλίου, το εισαγωγικό, απουσιάζει εντελώς η συμμετοχή της άλλης πλευράς, των αριστερών, στην κοινή οργάνωση, με Αρχηγό τον Μπαντουβά, πλην μιας γενικής αναφοράς περί ΕΑΜ (σ. 36).

Μάλιστα, στην έναρξη της Αντίστασης, 2 Ιουνίου 1941, στον Άγιο Σύλλα, εσφαλμένα αναφέρεται ότι ορκίστηκε και ο αριστερός καπετάν Μιχάλης Σαμαρίτης (σ. 24). Όπως πληροφορεί ο καπετάν Μπαντουβάς, μετά την ορκωμοσία μόνο των βενιζελικών στις “2 Ιουνίου επαρουσιάστηκε μια ομάδα αριστερών, η οποία είχε εξοριστεί απού το Μεταξά… εξ αυτών ήτονε ο Κοντοκώτσος, ο Βλαντάς, ο Πορφυρογένης, τους λοιπούς δεν θυμούμαι τα ονόματά (ν)τος…έτσι πήρε έκαστος τη θέση (ν)του στον Αγώνα. Ένας λεγόμενος “Μιλτιάδης” εμπήκε στην οικονομική Επιτροπή” (Αντ. Σανουδάκη, καπετάν Μπαντουβά Απομνημονεύματα (σ. 120-121).

Όντως, οι δραπέτες αριστεροί της Φολεγάνδρου και Κιμώλου έφτασαν στο Ηράκλειο, φυλακίστηκαν, δραπέτευσαν και αγωνίστηκαν ένοπλα στη Χανιόπορτα, κατά τη Μάχη της Κρήτης. Με το τέλος της, στη σπηλιά του Αγίου Αντωνίου των Βασιλειών, αποφάσισαν, το πρωί στις 2 Ιουνίου, να αρχίσουν την Αντίσταση και το απόγευμα της ίδιας ημέρας μια αντιπροσωπεία τους συναντήθηκε με τον Μπαντουβά, συμφώνησαν και ίδρυσαν κοινή Αντίσταση, με Αρχηγό εκείνον.

Επίσης, στο βιβλίο και στην Εισαγωγή Καλογεράκη απουσιάζει το ότι ο καπετάν Μπαντουβάς γίνεται Αρχηγός του ένοπλου ΕΑΜ, τον Μάρτιο του 1942, μέχρι τον Μάιο του 1943 που διαχώρισε τη θέση του. Παρέμειναν, όμως, ενωμένοι ως και κατά τη Μάχη της Σύμης Βιάννου (12 Σεπτεμβρίου 1943) και συγκρούστηκαν στον Εμφύλιο. Λέει ο Μπαντουβάς, κατά λέξη: “Εδέχτηκα, όμως, να δώσουμε κι εμείς την ονομασία Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Υπογράψαμε το αρχικό πρωτόκολλο εις Άγιο Σύλλα εις του Χαμαμουτζή το σπήλιο” (ό.π., 210-211). Σε όλο το βιβλίο Μπαντουβά, λοιπόν, γίνεται συχνή αναφορά για τη συνεργασία ή τις διαφορές που υπήρχαν, ενώ παραθέτει ολόκληρο κεφάλαιο: “Αριστεροί οπλαρχηγοί και ομαδάρχες” (ό.π., 471), που ήταν δικοί του.

Την άποψη και τα γεγονότα αυτά επιβεβαιώνει στα “Απομνημονεύματά” του και ο καπετάν Αδάμης Κρασανάκης, Αρχηγός Λασιθίου, που είχαν κοινό λημέρι στου Χαμαίτη: “Όλοι ήμαστε μια ομάδα του ΕΑΜ. Όλοι γράφουμέσταν του ΕΑΜ” (Κρασανάκης, 59).

Η μόνη, συνεπώς, ερμηνεία για την απουσία της Αριστεράς σε όλο το πρώτο εκτενές εισαγωγικό τμήμα (σ. 14-116) του Γ. Καλογεράκη και για τη συμμετοχή της στην Ενιαία Αντίσταση, με τους Μπαντουβάδες και τον Αρχηγό τους, ως τον Οκτώβριο του 1943, είναι ότι, για να του δοθεί το υλικό του Αρχείου από το Συμβούλιο του Μουσείου, προϋπόθεση ήταν ο όρος να μη γίνει καμία νύξη για τη συνεργασία με το ΕΑΜ. Αν αυτό είναι και προσωπική επιλογή του συγγραφέα, δεν μας αφορά. Είναι θέμα του ίδιου και της ιστορικής μεθόδου που ακολουθεί. Ένεκα τούτου, όμως, το βιβλίο “Αρχείο Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης” στο σύνολό του, και ειδικά το Αρχείο της περιόδου 1942-43 καθίσταται μονόπλευρο και κινδυνεύει να θεωρηθεί, συνολικά, μη επιστημονικό και, ως εκ τούτου, μη έγκυρο.

Αλλά και ο ίδιος ο αγώνας των Μπαντουβάδων, κατ’ αυτόν τον τρόπο θεωρείται μονόπλευρος, μη ενωτικός, ενώ είναι η μόνη αντιστασιακή Οργάνωση στην Κρήτη που είχε στις τάξεις της και αριστερούς. Συνεπώς, με το περιεχόμενο του βιβλίου θα χρεωθεί στους Μπαντουβάδες ένας γενικός αντικομμουνισμός, όπως ισχυρίζονται οι αντίπαλοί τους, όχι μόνο του Εμφυλίου αλλά και της Κατοχής, ενώ τότε ήσαν συναγωνιστές.

Και τέλος, σε εποχές που η εθνική ενότητα και ομοψυχία είναι αναγκαία, το βιβλίο επαναφέρει εκ νέου την εμφυλιοπολεμική του παρελθόντος και τον διχασμό, με την αποστροφή, περιφρόνηση και αποσιώπηση της άλλης πλευράς. Αντιθέτως, ο ίδιος ο Αρχηγός καπετάν Μπαντουβάς προτείνει ότι “εμείς πρέπει να ’μαστε ηνωμένοι και να χωρίζουμε μόνο στσι κάλπες και μετά τελειώνοντας η κάλπη να ’μαστε ηνωμένοι για το συμφέρο του Έθνους” (Απομνημονεύματα, ό.π. σ. 473).

Θεωρούμε, λοιπόν, ότι είναι απαραίτητο (για την έρευνα) οι επιστολές του Αρχείου, που προς τιμήν του ψηφιοποίησε ο μακαρίτης Δημήτριος Μελάς, να ταξινομηθούν σε ξεχωριστά ψηφιακά αρχεία, κατά περιόδους, σε ένα του βουνού και της Αντίστασης (1942-43) και σε διαφορετικό της επόμενης περιόδου και του Εμφυλίου. Δεοντολογικά και επιστημονικά δεν μπορεί να είναι ανάμεικτα. Εν συνεχεία, τα δύο αρχεία, ιδίως το πρώτο, που έχει σημασία για την ιστορία της Αντίστασης, να δοθούν ως ανεξάρτητα ψηφιακά αντίγραφα, στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, όπου υπάρχει δικό μας “Βίντεο-αρχείο της Αντίστασης” και σε ψηφιακή μορφή.

Θα είναι ανεξάρτητα, μαζί με ένα μέρος του Αρχείου του Νίκου Σακλαμπάνη, Γραμματέα του ΕΑΜ, που κατέθεσα, επίσης, στη Βικελαία, καθώς και το Αρχείο του Στρατιωτικού Διοικητή του ΕΛΑΣ Ρεθύμνου, Στρατή Βελουδάκη, που επίσης έχω καταθέσει. Επίσης, να δοθούν αντίγραφα ηλεκτρονικά και στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, για να αξιοποιηθεί πλέον το υλικό ως ιστορική πηγή για τους μελετητές της περιόδου της Αντίστασης, ειδικότερα της πρωτοπόρου Αντίστασης Κρήτης.

*Ο Αντώνης Σανουδάκης είναι καθηγητής Ιστορίας της Π.Α.Ε.Α.Κ.