Από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα, η συμβολή της τεχνολογίας στην εξέλιξη, την πρόοδο και την ανάπτυξη των πολιτισμών υπήρξε καθοριστική. Οι αρχαίοι ελληνικοί πολιτισμοί από την πρώιμη εποχή του Χαλκού χαρακτηρίστηκαν από τεχνολογικά και καινοτομικά επιτεύγματα.

Κατά τη Μινωική εποχή (περίπου 3200-1100 π.Χ.) και κυρίως την Νεοανακτορική περίοδο (περίπου 1750-1450 π.Χ.), στην Κρήτη, σε νησιά του Αιγαίου και τα δυτικά παράλια της Τουρκίας, οι Μινωίτες  ασχολούνταν κυρίως με τον πολιτισμό, το εμπόριο και φυσικά την τεχνολογία. Την εποχή εκείνη συνέβη μια “πολιτιστική έκρηξη”, που δεν έχει προηγούμενο στη μακρά ιστορία της νοτιοανατολικής Ελλάδας. Αυτή, μεταξύ άλλων, αφορούσε  το εμπόριο, την αρχιτεκτονική, τις τέχνες, όπως την κεραμική, την μικροπλαστική, την υφαντική, την σφραγιδογλυφία, τη χρυσοχοΐα και τη διαχείριση των υδατικών πόρων.

Τα βασικά χαρακτηριστικά των Μινωιτών περιγράφηκαν από τον Arthur Evans, τον Βρετανό αριστοκράτη, ο οποίος με δικές του δαπάνες αποκάλυψε και ανέδειξε το ανάκτορο της Κνωσού ως εξής: «Οι πολύχρωμες τοιχογραφίες στα Μινωικά ανάκτορα αντανακλούν μια ζωή γεμάτη δημιουργικότητα, καλή γεύση και συνύπαρξη σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον». Γι’ αυτό η Μινωική εποχή ονομάστηκε από τον Α. Evans Pax Minoica, δηλαδή Μινωική Ειρήνη.

Τα Μινωικά τεχνολογικά επιτεύγματα βελτιώθηκαν και αναπτύχθηκαν περαιτέρω κατά τον 5ο περίπου αιώνα π.Χ., τη Χρυσή Εποχή της Ελλάδας και συνεχίστηκαν μέχρι και τη Ρωμαϊκή περίοδο (περίπου 67 π.Χ.-330 μ.Χ.) και σε μετέπειτα πολιτιστικές περιόδους.

Οι τεχνολογικές εφευρέσεις που πιστώνονται στους αρχαίους Έλληνες περιλαμβάνουν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως διατροφή και επιβίωση (εγγειοβελτιωτικά έργα), εμπόριο (ναυπηγική), ποιότητα ζωής (αρχιτεκτονική, πολεοδομία, ύδρευση και αποχέτευση)  βιομηχανία (μεταλλουργία, κεραμική, υφαντική και αυτοματισμοί) και φυσικά την επιστήμη, την καινοτομία και τις τέχνες: μετρητικά όργανα (ορολογία διαφορών τύπων, οδόμετρα, ναυτικά δρομόμετρα), αντλίες, αστρονομικά όργανα, αυτοματισμοί (αυτόματος κρατήρας με αντίβαρο, η μαγική κρήνη του Ήρωνος, ο αυτοελεγχόμενος θερμαντήρας νερού, οι αυτόματοι τρίποδες του Ηφαίστου και το κινητό αυτόματο θέατρο του Ήρωνος), τηλεπικοινωνιακά όργανα, ανυψωτικά μηχανήματα, αμυντικά και πολεμικά μηχανήματα, ναυπηγικά όργανα και μηχανήματα, ιατρικά εργαλεία και φάρμακα, μουσικά όργανα και φυσικά αυτό το μυστήριο, του μηχανισμού των Αντι-Κυθήρων, που τώρα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.

Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, οι ελληνιστικές τεχνολογίες επεκτάθηκαν σε ό,τι αφορά τον εκάστοτε εξυπηρετούμενο σκοπό και φυσικά το μέγεθός τους. Δημόσια κτήρια αυξήθηκαν και μεγεθύνθηκαν, συχνά με ωραία ψηφιδωτά, λουτρά και τουαλέτες. Σε πολλές πόλεις, κυρίως στις πρωτεύουσες, κατασκευάσθηκαν υδραυλικά έργα ύδρευσης και αποχέτευσης. Επιπλέον, κατασκευάστηκαν δημόσια έργα, όπως κτήρια, δρόμοι, υδραγωγεία και δεξαμενές μεγάλης κλίμακας.

Οι Ρωμαίοι δεν προσέφεραν πολλά στη βασική ελληνική τεχνολογική γνώση που είχε αποκτηθεί κυρίως την Κλασική και την ελληνιστική περίοδο, αλλά διευρύνθηκε σημαντικά η κλίμακα (το μέγεθος) των υποδομών. Εντούτοις, την περίοδο αυτή εφευρέθηκαν και κάποιες νέες τεχνολογίες, όπως το σκυρόδεμα, το λεγόμενο “opus caementitium”, το οποίο επέτρεψε την οικονομική κατασκευή ακόμα μεγαλύτερων κατασκευών όπως κτηρίων, αγωγών, υδραγωγείων, γεφυρών, ακόμη και σηραγγών μεγάλης κλίμακας σε μαλακούς γεωλογικούς σχηματισμούς.

Εν κατακλείδι, θα πρέπει ίσως κάποτε να ενταχθούν στα ελληνικά και άλλα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα τα ευρωπαϊκά, διδακτικές και ιδιαίτερα ερευνητικές δράσεις για τη διδασκαλία και έρευνα των αρχαίων ελληνικών τεχνολογιών, προκειμένου οι νέοι να διδάσκονται τα αρχαία τεχνολογικά επιτεύγματα ιδιαίτερα όσον αφορά: (α) τις αρχές σχεδιασμού, κατασκευής και λειτουργίας και συντήρησής τους, (β) τη σημασία τους και τη συμβολή τους στην ανάπτυξη  των αρχαίων ελληνικών πολιτισμών, (γ) την εξέλιξή τους και (δ) την πιθανή σημερινή αξιοποίηση και εφαρμογή τους.

Η μελέτη και η πληρέστερη κατανόησή τους σε συνδυασμό με τη διαθέσιμη σήμερα υποδομή και γνώση θα μπορούσε να οδηγήσει στην παραγωγή νέας γνώσης και φυσικά νέων τεχνολογιών, που θα είναι χαμηλού κόστους, υψηλής απόδοσης και φιλικές στο περιβάλλον.