Οι επαρχιακές εφημερίδες σε όλο τον κόσμο παλεύουν να επιβιώσουν, λόγω της συνεχούς εισροής νέας τεχνολογίας. Ταυτόχρονα, ενώ οι περισσότερες μελέτες ασχολούνται με τον εθνικό Τύπο, η ιστορία του τοπικού έχει τύχει μικρού ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, παρ’ όλο που αποτελεί σημαντικό κλάδο από άποψη αναγνωστικού κοινού, κυκλοφορίας και κέρδους. Εστιαζόμενη στις επαρχιακές αγγλικές εφημερίδες και ανατρέχοντας στην ιστορία τους, η Ρέιτσελ Μάθιους (Rachel Matthews), σκιαγραφεί το μέλλον αυτών παγκοσμίως, κι’ αυτό γιατί έχουν φτάσει στο χαμηλότερο σημείο πωλήσεων από τον 18ο αιώνα, που άρχισαν να κυκλοφορούν στην Μεγάλη Βρεττανία.
Πώς θα μελετήσουν οι ιστορικοί το παρελθόν των επαρχιών όταν δεν θα μπορούν να διαβάσουν όλα εκείνα, αναρωτιέται! Μέχρι τη δεκαετία του 1990, πολλοί τίτλοι ήταν κατ’ όνομα μόνο τοπικοί, μας υπενθυμίζει η Ρέιτσελ Μάθιους, του Ινστιτούτου Δημιουργικών Πολιτισμών στο Πανεπιστήμιο του Κόβεντρυ και συγγραφέας του βιβλίου ‘Η ιστορία του επαρχιακού Τύπου στην Αγγλία’ (The History of the Provincial Press in England. Bloomsbury, 2017).
Σήμερα, παρά το γεγονός ότι η επαρχία παρουσιάζει σχετική μείωση του πληθυσμού, εν τούτοις δεν συνεπάγεται και ότι υπάρχουν λιγότερες τοπικές ειδήσεις. Η μετάβαση στην ψηφιακή τεχνολογία μετέφερε βιαίως τις εφημερίδες στο διαδίκτυο και αφαίρεσε περιττά στοιχεία, όπως γραφεία στο κέντρο της πόλης ή πωλητές εφημερίδων, από τους δρόμους. Η οικονομική πίεση των καιρών σημαίνει λιγότερο προσωπικό, που βασίζεται σε απομακρυσμένες μεθόδους επικοινωνίας αντί να είναι ορατό στις κοινότητες. Η απώλεια της χάρτινης εφημερίδας είναι σημαντική για τους ιστορικούς, επειδή η φυσική κληρονομιά της τοπικής εφημερίδας είναι αυτή στην οποία παραδοσιακά έχουν συχνότερα πρόσβαση.
Τελευταία, εκεί, ξεκίνησε διάλογος για πληρέστερη κατανόηση όσον αφορά το που θα βρεθεί μελλοντικά η χώρα με την παρακμή των τοπικών εφημερίδων. Ο μέγιστος αριθμός των τοπικών τίτλων παρουσιάστηκε το 1914, ενώ οι κυκλοφορίες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Τον 19ο αιώνα, πολλοί τίτλοι κυριαρχούνταν από αναφορές εθνικών θεμάτων ή μακροσκελείς αναφορές του Κοινοβουλίου, πράγμα όχι κατάλληλο για τοπικά ρεπορτάζ. Το τοπικό, στοχευμένο περιεχόμενο, έγινε κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτών των εφημερίδων μόνο στις αρχές του εικοστού αιώνα για να υποστηρίξει τις διαφημίσεις και τις ανάλογες εισπράξεις. Προς το παρόν υπάρχουν στοιχεία ότι πολλοί εκδότες ή ιδιοκτήτες είχαν την ευθυκρισία να διατηρήσουν αρχεία από τις εφημερίδες τους.
Μια στρατηγική προσέγγιση για τη διατήρηση αυτού του είδους των δεδομένων θα μπορούσε να μετατρέψει τη σημερινή παρακμή σε ευκαιρία για τον ιστορικό που ελπίζει σε ανεύρεση στοιχείων για τις έρευνές του. Οι τοπικές ειδήσεις ήταν, αναμφίβολα, ο επικοινωνιακός κόμβος των βρεττανικών πόλεων μέχρι τα τέλη του εικοστού αιώνα. Οι επαρχιακές εφημερίδες ήκμασαν και τα περισσότερα αστικά κέντρα προσέφεραν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ πολλών τίτλων. Η εξαφάνιση, όμως, πολλών ήταν από τις εμφανέστερες αλλαγές στην αστική ζωή τον περασμένο, αιώνα.
Περίπου εκατόν δώδεκα τοπικές εφημερίδες έκλεισαν μόνο την τελευταία δεκαετία. Οι ιστορικοί όμως βασίζονταν στον τοπικό Τύπο για πολύτιμα στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής. Οι στήλες με τις γεννήσεις, τους γάμους και τους θανάτους, κατέγραφαν την ροή της ανθρώπινης ύπαρξης, επιτρέποντας τον εντοπισμό προγόνων, διασημοτήτων και ανθρώπων με τοπική επιρροή. Οι πυκνές σελίδες με τις μικρές διαφημίσεις έριχναν φως στα νέα προϊόντα και τις τοπικές επιχειρήσεις, επιτρέποντας στους ιστορικούς να παρακολουθούν την εξέλιξη των καταναλωτικών απαιτήσεων.
Όλη εκείνη την περίοδο, στον επαρχιακό Τύπο κυριαρχούσαν οι λεπτομερείς εκθέσεις των συνεδριάσεων των τοπικών και δημοτικών συμβουλίων. Αυτές παρείχαν το σημαντικότερο εργαλείο για κάθε ιστορικό που ήλπιζε να κατανοήσει την τοπική λήψη αποφάσεων, τις διαδικασίες και να αξιολογήσει τα επίπεδα της όποιας ευθύνης. Έτσι, τώρα, κάθε εικόνα της λειτουργίας της τοπικής δημοκρατίας δείχνει να χάνεται.
Η ψηφιοποίηση του τοπικού Τύπου, από την άλλη μεριά, υπήρξε μέχρι στιγμής τουλάχιστον, σποραδική και τείνει να παρατηρείται σε μεγαλύτερους τίτλους και να αγνοεί τον περιθωριακό και τοπικό Τύπο. Ορισμένες φορές, δεν έχει χαθεί μόνο το γραπτό περιεχόμενο, αλλά και πολλά εικονογραφημένα στοιχεία, όπως σκίτσα και γελοιογραφίες που διακωμωδούν τους τοπικούς πολιτικούς. Αυτό, λοιπόν, σημαίνει ότι υπάρχουν λιγότερες τοπικές ειδήσεις διαθέσιμες για τον ιστορικό; Προφανώς όχι, ισχυρίζεται, και ορισμένοι ανεξάρτητοι, ή χρηματοδοτούμενοι από τους αναγνώστες τοπικοί οργανισμοί εμφανίστηκαν για να αποκαταστήσουν την ισορροπία.
Αλλά οι στρατηγικές αρχειοθέτησης ποικίλλουν, οπότε η προσβασιμότητά τους στους μελλοντικούς ιστορικούς είναι αμφίβολη. Η απώλεια της έντυπης τοπικής εφημερίδας, μάλλον θα στερήσει από τους ιστορικούς πολλές ευκαιρίες να μάθουν για τις κοινότητές τους, τους μηχανισμούς της δημοκρατίας και τον μεταβαλλόμενο χαρακτήρα κάθε τόπου. Η πλειονότητα του τοπικού Τύπου έπαψε πλέον να λειτουργεί ως πηγή καταγραφής, ισχυρίζονται πολλοί ιστορικοί στη χώρα ετούτη.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, παρατηρήθηκε, όπως είπαμε, έκρηξη των ηλεκτρονικών συλλογών που ψηφιοποιήθηκαν. Αυτή η διαδικασία στην ψηφιακή διαθεσιμότητα του τοπικού Τύπου του παρελθόντος λαμβάνει χώρα σε στιγμή όπου η παρακμή των εφημερίδων έχει παγιωθεί.
Η συγκεκριμένη τάση ήταν εμφανής πριν από την ψηφιακή εποχή και την αφαίμαξη των εσόδων από τις πωλήσεις και τη διαφήμιση, καθώς οι τοπικοί τίτλοι σημείωσαν μείωση από 1.687 το 1985 σε 1.284, δέκα χρόνια αργότερα, και συνεχίστηκε με το κλείσιμο τριακοσίων είκοσι τίτλων μεταξύ 2010 και 2020. Όσοι τίτλοι παραμένουν είναι συρρικνωμένοι και δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά την παραδοσιακή εργασία που έκαναν κάποτε. Οι ιστοσελίδες και τα ρεπορτάζ των πολιτών μπορούν να καλύψουν μέρος του πεδίου της παραδοσιακής τοπικής εφημερίδας, αλλά για τους ιστορικούς θα υφίσταται έντονη η έλλειψη συστηματικών αρχείων και πληροφοριακό κενό.
Και φυσικά θα αναγκαστούν να προστρέξουν αλλού για αναφορές στη ζωή των επαρχιών του Ηνωμένου Βασιλείου που παρείχαν κάποτε οι τοπικές εφημερίδες. Τι χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από τις καταπατήσεις αλλότριων εδαφών, την τραγωδία με τον θάνατο ενός νεκρού παιδιού, ή την πιθανότητα βροχής για τους γνωστούς λόγους που απασχολούσαν τους αγρότες, λέει η συγγραφέας του προαναφερθέντος βιβλίου. Από τότε που οι άνθρωποι μιλούσαν, η ανταλλαγή ειδήσεων, συνήθως τοπικών, βρισκόταν στο επίκεντρο της προσωπικής αλληλεπίδρασης.
Οι ειδήσεις για μακρυνά γεγονότα είχαν σημασία μόνο για την άρχουσα ελίτ και τους μεγαλέμπορους. Αυτό για το οποίο μιλάμε, λοιπόν, αναφέρει, δεν είναι ο θάνατος των τοπικών ειδήσεων, αλλά η κατάρρευση ενός συγκεκριμένου υποστρώματος των μέσων ενημέρωσης, δηλαδή του αμειβόμενου δημοσιογραφικού περιεχομένου των τοπικών εφημερίδων. Αυτές οι εφημερίδες παλεύουν, βασιζόμενες περισσότερο σε κείμενα πρακτορείων ή σε υποβολές κειμένων αναγνωστών. Ωστόσο, τα αφορώντα στο ειδησεογραφικό τοπίο δεν αποτελούν κρίση του πολιτισμού, αλλά μέρος ενός συνεχούς κύκλου προσαρμογής, καθώς νέα μέσα ενημέρωσης έρχονται στο διαδίκτυο.
Το τοπικό ραδιόφωνο έχει αποκτήσει πολύ μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή των ανθρώπων απ’ ό,τι πριν τριάντα χρόνια. Η ιστορία της επικοινωνίας, επομένως, είναι μια ιστορία συνεχών αλλαγών, καθώς νέες τεχνολογίες διαταράσσουν την τρέχουσα οικολογία, αλλά τίποτα δεν χρειάζεται να πεθάνει για να βρουν θέση τα νέα μέσα, γιατί η ιστορία της επικοινωνίας είναι συσωρευτική και όχι διαδοχική. Ενώ κάθε νέα εφεύρεση χαιρετίζεται με τεράστιες προσδοκίες και καταστροφικές προφητείες, οι καταναλωτές επιλέγουν με ρεαλισμό ό,τι τους αρέσει από τον τεχνολογικό τυφώνα, αφομοιώνοντας τις αλλαγές με εκπληκτική ευκολία, ενώ και οι ιστορικοί θα πρέπει απλώς να συμβαδίσουν με τις εξελίξεις!