Παρά τις, σε συνεχόμενη βάση, προειδοποιήσεις των στατιστικολόγων, επιδημιολόγων, κοινωνιολόγων και λοιπών επιστημόνων προς όλους τους κατά καιρούς διαχειριστές της εξουσίας, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό, άλυτο και χωρίς διαφαινόμενη σοβαρή και δραστική προσπάθεια επίλυσης, ούτε τώρα, αλλά ούτε, όπως προοιωνίζεται, και στον μακρυνό ορίζοντα.
Γράφτηκαν, και συνεχίζουν να γράφονται, άρθρα στον τύπο, γίνονται επισημάνσεις, στέλνονται δεξιά και αριστερά ενδελεχή υπομνήματα, και ό,τι άλλο θα μπορούσε, και τα αποτελέσματα είναι ακριβώς τα ίδια και απαράλλαχτα.
Δηλαδή ανυπαρξία ικανού ενδιαφέροντος για το οξύτατο εθνικό πρόβλημα! Έχει τονισθεί κατά κόρον ότι τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν τον πληθυσμό της χώρας μας θα έπρεπε να αποτελούν μόνιμο πονοκέφαλο για ολόκληρο το πολιτικό δυναμικό με στοχευμένες και έγκαιρες λήψεις των κατάλληλων μέτρων, προληπτικών και ανακουφιστικών.
Και τούτο γιατί οι προοπτικές στατιστικές μελέτες είναι άκρως δυσοίωνες γενικότερα και στη γηραιά ήπειρο, αλλά για την περίπτωσή μας για την ίδια τη χώρα, αφού με τους καλύτερους υπολογισμούς η κατάσταση στο συγκεκριμένο θέμα θα επιδεινώνεται συνεχώς με τρομακτική μείωση πληθυσμού σε κάποιες δεκαετίες, δεδομένου ότι έχουμε ήδη εισέλθει, στατιστικά τουλάχιστον, σε μη αναστρέψιμη και σταθερά κατιούσα πορεία. Κι ενώ ο απαραίτητος αριθμός παιδιών ανά ζευγάρι πρέπει να είναι κάπου 2,1 για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός, σήμερα μόλις και μετά βίας ο συγκεκριμένος δείκτης ανέρχεται σε 1,26.
Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν πρόσφατα από την Ελληνική Γεροντολογική και Γηριατρική Εταιρεία, οφείλουν να προβληματίσουν τους κρατούντες, αφού η υπογεννητικότητα, σε συνδυασμό με τη μετανάστευση, θα αποτελέσει μάλλον το οξύτερο πρόβλημα σύντομα και θα επηρεάσει αναρίθμητες άλλες παραμέτρους της ζωής μας. Οι αριθμοί είναι εφιαλτικοί, από κάθε πλευράς. Κι αν σήμερα το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών αποτελεί το 20% περίπου, σε δύο τρεις δεκαετίες θα αποτελεί παραπάνω από το 30%.
Αυτή η κατάσταση της προϊούσας δημογραφικής γήρανσης σε συνδυασμό με την αύξηση του μέσου όρου ζωής, θα οδηγήσει σε τρομακτικές ανάγκες σε πολλαπλά επίπεδα. Για να αναφέρουμε μερικά, θα λέγαμε ότι θα δημιουργήσει εκτίναξη των ιατρικών δαπανών γιατί οι μεγαλύτερες ηλικίες απαιτούν όλο και μεγαλύτερα κονδύλια για τη νοσηλεία τους, με μεγαλύτερο αριθμό ημερών παραμονής στο νοσοκομείο και ακριβότερες θεραπείες, κάτι το συνηθισμένο, άλλωστε, σε όλες τις δυτικού τύπου κοινωνίες.
Οι υπέργηροι θα απαιτήσουν, παράλληλα, τη δημιουργία περισσότερων οίκων ευγηρίας, θα συνεχίσουν βεβαίως να αμείβονται αναγκαστικά με την όποια σύνταξη δικαιούνται από ένα ασφαλιστικό σύστημα κυριολεκτικά αμφίβολο και υπερχρεωμένο, και σίγουρα θα απαιτούν με το δικό τους τρόπο την συναισθηματική κάλυψη και παρουσία δίπλα τους των νεότερων γενεών οι οποίες ταλανίζονται από την πολύωρη απασχόληση με τις ούτως ή άλλως μικρές αποδοχές για μακρύ απ’ ότι φαίνεται ακόμα χρονικό διάστημα. Όλα τα αναφερθέντα προβλήματα, ιατρικά, κοινωνικά, ασφαλιστικά και οικογενειακά θα έχουν ως άμεση συνέπεια τη δημιουργία εκρηκτικών καταστάσεων σε καθημερινή βάση, κάτι που ίσως σήμερα δεν φαίνεται σε όλες τις διαστάσεις.
Η επίσημη Πολιτεία έχει ιερή, ας το διατυπώσουμε έτσι χάριν λόγου, υποχρέωση να συμπαρασταθεί ενεργά σε αυτούς τους απόμαχους με το να τους εξασφαλίσει ιδεώδεις όσο το δυνατόν συνθήκες για την υπόλοιπη ζωή τους. Εντατικοποίηση, τουτέστιν, της γνωστής βοήθειας στο σπίτι, μεγαλύτερο αριθμό σωστών οίκων ευγηρίας, στήριξη κοινωνική, συναισθηματική, ψυχολογική, νομική, ιατρική, φροντίζοντας για την ασφαλή από τη μια μεριά και αξιοπρεπή από την άλλη καθημερινή διαβίωσή τους.
Κι αν Πολιτεία με τους αγκυλωμένους και δυσκίνητους, σε μεγάλο βαθμό, ρυθμούς της αδυνατεί ή προχωρά με διστακτικά και ανίκανα βήματα, επιβάλλεται η ενεργοποίηση άλλων εναλλακτικών τρόπων από τους Δήμους, την Εκκλησία, τους ιδιώτες, άλλους κοινωνικούς φορείς, κοκ. Είναι ένα θέμα πάνω στο οποίο οφείλουν να ενσκήψουν όλοι, γιατί το πρόβλημα θα διογκώνεται και θα επιβαρύνεται με την πάροδο των ετών, με ό,τι φυσικά συνεπάγεται αυτό!