Ο Μιχάλης, παλιός γείτονάς μου από την Θεσσαλονίκη, λίγο μικρότερός μου, συνταξιούχος και αυτός, τα περασμένα Χριστούγεννα είχε έρθει με πλοίο εκδρομή στην Κρήτη. Όταν το γκρουπ αποβιβάστηκε για επίσκεψη στο Ηράκλειο, μου τηλεφώνησε να πάω να τον δω. Σύντομα. Γιατί στις τέσσερις το απόγευμα το πλοίο θα απέπλεε. Δώσαμε ραντεβού στα Λιοντάρια. Έτρεξα να τον συναντήσω. Συγκινητική ήταν η συνάντησή μας. Αγνώριστοι είχαμε γίνει ο ένας στον άλλο. Τελείως αλλαγμένοι, μετά από τόσα χρόνια, λέγαμε “Βρε τον Μιχάλη!”, “Βρε τον Αιμίλιο!” ο ένας στον άλλο κοιτάζοντάς τον στο πρόσωπο.
Από το αριστερό χέρι του Μιχάλη λείπουν τρία δάχτυλα. Τα είχε χάσει σε κορδέλα κοπής καυσόξυλων, όπου δούλευε παλιά, όταν ήταν ακόμη δεκαέξι ετών. Έχει μόνο τον αντίχειρα και τον δείκτη στο αριστερό. Κάνει όμως όλες τις δουλειές κανονικά.
Όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, πιάνει και με το αριστερό του χέρι κανονικά ό,τι θέλει, όπως πιάνομε κι εμείς που έχομε και τα πέντε δάχτυλα. Έχει συνηθίσει. Ξεφυλλίζει, ας πούμε, την εφημερίδα όπως και εμείς οι κανονικοί.
Ο Μιχάλης, αν και μικρής μορφώσεως – το δημοτικό έχει τελειώσει – διαβάζει εφημερίδες καθημερινώς και ενημερώνεται. Και έχει και απορίες που αφορούν κοινωνικά – αλλά μερικές φορές και επιστημονικά – θέματα. Έχει αριστερές πεποιθήσεις, αλλά μέσα σε λογικά όρια. Μια τέτοια απορία μού ξεφούρνισε στην συζήτησή μας στα Λιοντάρια, ενώ τρώγαμε μπουγάτσα. Εντυπωσιασμένος από την πολυτέλεια του πλοίου με το οποίο ταξίδευε, με ρώτησε.
-Αιμίλιε, εγώ απορώ. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς η Ελλάδα, ενώ έχει το μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο ολόκληρο, παρ΄ όλα αυτά εξακολουθεί να μένει μια τόσο φτωχή χώρα.
Τα ελληνικά εμπορικά πλοία, όπως διαβάζω στις εφημερίδες, κυριαρχούν στις θάλασσες της υδρογείου. Και συνεχώς έλληνες πλοιοκτήτες αγοράζουν καινούργια πλοία.
Ο ελληνικός εμπορικός στόλος ξεπερνά ακόμη και τον ιαπωνικό- που έρχεται, νομίζω, δεύτερος – και τον κινέζικο… Από την άλλη όμως ο λαός στην Ελλάδα, σ’ αυτήν την πρώτη δύναμη σε εμπορικό ναυτικό, μένει φτωχός και δυστυχισμένος. Αλλά και κάτι ακόμη. Έχουμε διαλύσει και τα ναυπηγεία μας. Και τα αχρηστέψαμε. Άνεργοι έμειναν οι ναυπηγοί μας. Σαν να τους διώχνουμε αυτούς όλους, ναυτικούς, και τεχνίτες ναυπηγούς, να πάνε σε άλλη πατρίδα…
Αδιάβαστο με έπιανε ο αριστερόφρων, όμως συμπαθητικότατος, Μιχάλης, ο παλιός μου γείτονας.
-Κι εγώ απορώ, Μιχάλη, απάντησα. Μέχρι τώρα δεν το είχα σκεφτεί.
Γελάσαμε και οι δυο. Όμως η ώρα είχε περάσει. Το πλοίο σε λίγο θα αναχωρούσε. Χαιρετιστήκαμε. Και ο Μιχάλης, με τα δυο μόνο δάχτυλα στο αριστερό του χέρι, έφυγε βιαστικός.
Στο καλό. Καλό σου ταξίδι, Μιχάλη, με τις κοινωνικές ανησυχίες που κρύβεις στην ευαίσθητη ψυχή σου.