Ο Στέφανος, περασμένης ηλικίας συνταξιούχος, κάτοικος Επάνω Αρχανών-το σπίτι του είναι στην άκρη του χωριού – κάθισε εκείνο το πρωί στο μέσα μέρος του πίσω μπαλκονιού, που ήταν σκιερό και έβλεπε προς τους ελαιώνες. Από το μπαλκόνι-πλησίαζε πια μεσημέρι-άκουγε τα τζιτζίκια απέναντι ευτυχισμένα να τραγουδούν τις χαρές της ξένοιαστης ζωής τους μέσα στις φυλλωσιές των ελαιόδεντρων.

Την προηγουμένη η πρόβλεψη ήταν ότι στο Ηράκλειο θα έχομε πτώση της θερμοκρασίας και ότι θα βρέξει. Και όμως τώρα είχε έναν καυτερό ήλιο και έκανε μια ζέστη, που έσκαζαν και τα τζιτζίκια.

Και εκεί στο μπαλκόνι ο Στέφανος, ακούγοντας και τα τζιτζίκια, άρχισε να σκέφτεται και να θυμάται: Στην ζωή μου ως τώρα λέρωσα τον πλανήτη μας με τα απορρίμματα και τα απεκκρίματά μου. Για να φάω εγώ και να ζήσω, σφάχτηκαν εκατοντάδες κοτόπουλα, γουρουνόπουλα, αρνάκια, κατσικάκια, κουνελάκια… Τώρα όμως που γέρασα και πρόκειται να φύγω από την ζωή, εγώ και η γυναίκα μου αφήνουμε ένα μόνο απόγονο, ένα γιο, στον κόσμο. Λειψός ο λογαριασμός μας. Χρεωμένοι αποχωρούμε.

Αφήνουμε μόνο έναν στην θέση μας. Στην ενεργό ζωή μου εξυπηρέτησα τους συνανθρώπους μου δουλεύοντας φιλότιμα και τίμια, ποτέ μην τεμπελιάζοντας, ποτέ μην αμελώντας το καθήκον μου στον τομέα της εργασίας μου, στην οποία τάχθηκα για να εξυπηρετήσω την οργανωμένη κοινωνία μας. Εξυπηρετήθηκα βέβαια και εγώ από τους άλλους.

Προσπάθησα να μην αδικήσω, να μην ευνοήσω παρανόμως, να μη βλάψω κανέναν. Εξάλλου από το πόστο στο οποίο εργαζόμουν, τέτοια δυνατότητα σχεδόν δεν είχα. Ούτε όμως οι άλλοι με έβλαψαν ούτε γενικώς με αδίκησαν. Παράπονο δεν έχω.

Ευτυχώς εδώ στο χωριό μας έχομε και κάποια φωτεινά μυαλά. Ένας παπάς έκανε την εκκλησία του εμβολιαστικό κέντρο εναντίον του κορονοϊού. Και σώζει ζωές. Άγιο το έργο του. Ο Θεός να τον ευλογεί. Και όμως κάποιοι, αδίστακτοι σκοταδιστές, αρνούμενοι το εμβόλιο, το σωτήριο δώρο που μας έστειλε ο Θεός, τον κατηγόρησαν άσχημα.

Κι απ’ το πολύ να σκέφτεται, να συλλογιέται, ο Στέφανος ζαλίστηκε κι αποκοιμιέται, στου μπαλκονιού το σκιερό το μέσα μέρος.

– Στέφανε, πότε θα πας στο φούρνο για ψωμί; Επιστρέφοντας πάρε και μια εξάδα αβγά από το σουπερμάρκετ…

Ήταν η φωνή της γυναίκας του από την κουζίνα.