Η λέξη άμπελος προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα ΑΝΑ-ΠΕΛ =εγείρομαι το αμπέλι, πραγματικά αναγεννάται την άνοιξη από χειμερία νάρκη. Από ένα «κουτσούρι» οπως είνσι μετά το βαθύ κλάδεμα του, πετά κλαδιά, πλούσια πράσινα φύλλα και πολλά ωραία σταφύλια.
Μια πρώτη προσέγγιση της ετυμολογίας των ονομάτων κρητικών ποικιλιών αμπέλου και η «αποκρυπτογράφησή» τους είναι η παρακάτω:
- ΑΚΙΚΙ: Δεκτή η ετυμολογία το ότι παραπέμπει στον ημιπολύτιμο λίθο ΑΧΑΤΗ, (ΑΚΙΚ=ΑΧΑΤΗΣ στην Τουρκική γλώσσα), λόγω των αντίστοιχων κόκκινων, πράσινων και χρυσαφί αποχρώσεών του.
- ΠΛΥΤΟ: Στην ΔΗΜΟΤΙΚΗ, την καθομιλουμένη είναι σύνηθες να λέμε εκφράσεις όπως: λυτός ο σκύλο =λυμένος ο σκύλος, από το ρ. λύνω, συρτό τον κουβάλησαν τον μεθυσμένο= δηλ. συρμένο, από το ρ. σύρω, ραφτό είναι το κοστούμι, ραμμένο, από το ρ. ράβω.
Κτιστό ήταν το καλύβι=δηλ. κτισμένο.
Άρα, κατά αναλογία, το ΠΛΥΤΟ σημαίνει πλυμένο, πιθανά για να τονιστεί η στιλπνότητα του, που δίδει την όψη του καθαρού, του πλυμένου.
- ΑΚΟΜΙΝΑΤΟ: Στην Ιταλική γλώσσα acοmmiato σημαίνει αποχαιρετισμός.
Πιθανά εννοεί το όψιμο σταφύλι που η ωρίμανσή του συμπίπτει με το τέλος της εποχής των σταφυλιών, σαν να αποχαιρετά την φετινή σεζόν…
- ΑΡΜΕΛΕΤΟΥΣΑ: ARME =Το θωρακισμένο, το ανθεκτικό από LETU =H διάβρωση, η σαπίλα, στις λατινογενείς γλώσσες.
Άλλωστε, σύμφωνα με το αρχαίο Μέγα Ετυμολογικό λεξικό: Σταφυλή =Σ(τ)απυλή, αυτή που σαπίζει.
- ΚΟΤΣΥΦΑΛΙ: «Κοτσυφάλι», στην Κρητική διάλεκτο σημαίνει «νεοσσός κοτσυφού».
Προφανώς, λοιπόν, από το γεγονός ότι τα μικρά κοτσύφια, στην φωλιά τους, είναι μαύρα, σαν μικρά μπαλάκια, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν «τσαμπί σταφυλιού», πήρε το όνομα το ίδιο το μαύρο σταφύλι αυτό «κοτσυφάλι»…
- ΑΘΗΡΙ: Στην αρχαιοελληνική γλώσσα ΑΘΗΡ σημαίνει το ΑΓΑΝΟ, δηλ. το «μουστάκι», η τριχοειδής απόληξη της «κορυφής», στο στάχυ του σταριού.
Άρα το «κορυφαίο».
- ΘΡΑΨΑΘΗΡΙ: Εάν «ΘΡΑΨΑ» σημαίνει το «παραγωγικό», από την ΘΡΕΨΗ, «θρεμμένο», τότε ΘΡΑΨΑΘΗΡΙ σημαίνει το «κορυφαίο παραγωγικά».
- ΒΙΔΙΑΝΟ: VINTO=BIΔΟ σημαίνει στα ΙΤΑΛΙΚΑ= «νικημένος από την νύστα».
Άρα το πιθανότερο είναι να σημαίνει το «κρασί που ζαλίζει, κοιμίζει».
- ΚΑΤΣΑΝΟ: «ΚΑΤΣΑΝΟΣ» στα αρβανίτικα, ή τούρκικα σημαίνει ο «φυγάς», «αυτός που σκαρφαλώνει γρήγορα» αλλά και ο ..«τσιγκούνης»…
Άρα το πιθανότερο είναι να σημαίνει σταφύλι για «ΚΡΕΒΑΤΙΝΙΑΣΜΑ» (σκαρφαλώνει), η «ΤΟ ΞΕΝΟΜΠΑΤΙΚΟ» (φυγάς), ή αυτό που δεν αποδίδει μεγάλη παραγωγή (τσιγκούνικο)…
- ΔΑΦΝΙ: Το σταφύλι που έχει «άρωμα Δάφνης».
- ΒΗΛΑΝΑ: Από το Ιταλικό vilano, που σημάνει χωριάτης, άρα «χωριάτικο» ή «ντόπιο»…
- ΡΟΖΑΚΙ: Σε Βένετο (ροζ) τουρκική (ak=άσπρο) διάλεκτο, των δύο κατακτητών μας, σημαίνει το «ασπροκόκκινο».
- ΜΑΝΔΗΛΑΡΙ: Σε πρώτη προσέγγιση «ΜΑΝΔΗΛΑΡΙΑ» είναι τοπωνύμιο και ποικιλία της Σαντορίνης.
- ΛΙΑΤΙΚΟ: Ως προς την ετυμολογία της λέξης «λιάτικο», επικρατέστερη άποψη είναι ότι την ονομασία του έλαβε από το γεγονός ότι είναι η πρωιμότερη ερυθρά ποικιλία του ελληνικού αμπελώνα, καθόσον ωριμάζει το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου. Στην Κρήτη είναι συνώνυμο του πρώιμου.
«Λιάτικα» λένε δε και τα παιδιά που εμφανίζουν χαρακτηριστικά πρώιμης ήβης…
- ΒΑΛΑΪΤΗΣ: Bal= Στην Τουρκική γλώσσα σημαίνει ΜΕΛΙ. Κατά συνέπεια το πιθανότερο είναι να πήρε την ονομασία του από την γλυκύτητα του. Η κατάληξη –ΙΤΗΣ είναι συνηθισμένη στα κρασιά και στα σταφύλια όπως «καμπαν-ίτης», «σιδηρίτης», κλπ…
(Ο κλάδος της αμπέλου λέγεται κλήμα, επειδή κατά το κλάδεμα βγάζει υγρό σαν το δάκρυ (από το κλαίω > κλάμα, κλήμα) απ’ όπου και κληματαριά.
* Ο κ. Δημ. Κων. Σαρρής είναι π. υφυπουργός, νομάρχης Ηρακλείου