Περάσαμε πάλι την περίοδο των Απόκρεω κι όπως λέει από παλιά μια παροιμία «Τσι μεγάλες Αποκρές κουζουλαίνονται κι οι γρες» (Ήπηρέ με και μένα το σχέδιο. Γεμίσανε κι οι δικές μου αποκριάτικες μπαταρίες και πρέπει να τις αδειάσω….)

Η αιτία είναι μια επίσκεψη του φίλου μας Προκόπη (Νίκου Φανιουδάκη) χθες το μεσημέρι στο σπίτι μου. Κουβεντιάζαμε φιλικά όπως πάντα και λέγαμε για τα επίκαιρα θέματα δηλαδή για την Αποκριά, πως γιορτάζομε σήμερα και πως εκφράζονταν οι άνθρωποί μας παλιά, πριν μισό αιώνα περίπου.

Τα Αρχανιώτικα γλέντια και το κέφι μεσουρανούσε τέτοιες μέρες. Το όνομα των Αρχανών ήταν συνεχώς στα χείλη ειδικά των Ηρακλειωτών κάθε τέτοια εποχή. Κέφι απέραντο, ατράνταχτο και γενικό κάθε τέτοιες μέρες. Σχέδια επί σχεδίων πότε και με ποιους θα έλθουν τι θα κάνουν για να περάσουν όσο καλύτερα μπορούσαν όλοι, ντόπιοι και επισκέπτες.

Ένας καλός φίλος χωριανός μας γνωστός και με πολλή ζωντάνια άνθρωπος, ο Προκόπης, είχε κι εκείνος τα σχέδιά του και τα συζητούσε με το φίλο του Αρχανιώτη επίσης, τον Κώστα τον Πατικαλά (μπατζανάκια).

– Ήμαθές τα Κωστή;

– Ήντα;

– Να τον κινηματόγραφο, λέει, τον «Απόλλωνα» διοργανώνουνε, λέει, να κάμουνε διαγωνισμό μάσκας. Να βγάλουνε, λέει, τον καλύτερο μασκαρά να τονέ βραβεύσουνε. Ήντα λες να ντυθούμε και μεις να πάμε;

–  Καλή ιδέα, κάνει και ο Κωστής μα ήντα δα βάλομε;

– Να βρούμε θέλει, μα σε φωτογραφείο στο Ηράκλειο. Πάμε;…

Στα φωτογραφεία τότε κρεμούσαν στο χώρο όμορφες στολές για ενοικίαση. Βλέπει ο Προκόπης μια στολή μαρκησίας και ρωτά τον φωτογράφο:

– Πόσα θες για μια βραδιά να πάρω κεινιέ τη στολή;

Κοιτάζει ο άλλος και λέει:

– Εβδομήντα δραχμές θέλω

– Μμμ, κάνει ο Προκόπης. Εγώ μωρέ φίλε σκάφτω όλη μέρα και παίρνω μεροκάματο 70 δραχ. Και συ τα θες για μια στολή 2 ώρες;

– …Καλά μωρέ φίλε. Σαράντα δραχμές θα σου την αφήσω…

Πληρώνει το ποσό ο Προκόπης, παίρνει τη στολή και γυρίζει στις Αρχάνες ολόχαρος. Ήταν και νιόπαντρος και δείχνει στη γυναίκα του την Κατερίνα τη στολή.

– Ας την μπροβάρω, κάνει.

Πάει να τη βάλει μα ώ την απελπισία του! Κάτω από τους ώμους δεν κατέβαινε. Μικρή και στενή. Κρίμας στα όνειρα. Τότε ακριβώς φωτίστηκε ο νους του. Τη στολή της μαρκησίας θα τη φορέσει η Κατερίνα. Μα πώς να πειστεί;

– Έλα χρυσή μου, έλα καλή μου να μη χάσομε και το σαραντάρι, κρίμας είναι…

Με τα πολλά δέχτηκε. Φόρεσε τη στολή και λες και την είχαν ράψει για κείνη, της ερχόταν τέλεια. Βραδιάζει ο θεός την ημέρα και πάνε όλοι στον ιστορικό κινηματογράφο ΑΠΟΛΛΩΝΑ.

Στη σειρά οι διαγωνιζόμενοι μασκέ περίμεναν να παρελάσουν μπροστά στην επιτροπή και τον κόσμο. Ανάλογα με τις εκδηλώσεις του πλήθους για τον κάθε μασκαρά έβγαινε και το αποτέλεσμα. Οι νικητές έπαιρναν διάφορα δώρα μέχρι και χρυσά κοσμήματα.

Τέτοιο ενθουσιασμό είχαν όλοι… Έρχεται και η σειρά της Μαρκησίας. Με το θάρρος της μάσκας, πέρασε στην πασαρέλα. Το ωραίο φόρεμα με τη φαρδιά με φουρώ φούστα με τις δαντελένιες διακοσμήσεις στο φόρεμα και στο καπέλο, τα φανταχτερά αξεσουάρ κοσμήματα, το νεαρό της ηλικίας και η λεπτότητα δίνανε στην υποψήφια φαντασμαγορική όψη για νίκη. Ξεθεμελιώθηκε η αίθουσα με τα χειροκροτήματα. Οι σερπαντίνες στήθηκαν σωρό το ίδιο κι ο χαρτοπόλεμος (τα κομφετί)

– Πρώτηηη, πρώτηηη φώναζαν όλοι.

Και πράγματι ανακηρύχτηκε σε πρώτη θέση. Το έπαθλο ήταν ένας μεγάλος, χρυσός σταυρός που τον έχει πάντα σαν ανάμνηση και κειμήλιο.

…Είδες, εδά μάθια μου; Άδικο είχα; Λέει ο Προκόπης. Όχι μόνο δεν εχάσαμε το 40άρι μα επήραμε και χρυσό σταυρό.

– Τη μάσκα, τη μάσκα φωνάζανε όλοι…

Εκείνη ντροπαλή δεν ήθελε να φανερωθεί. Μα τρέχει ο σύζυγος, τολμηρός όπως πάντα και της βγάζει τη μάσκα. Χειροκροτήματα τρανταχτά μέσα σε παραλήρημα χαράς. Και του χρόνου!

Αξέχαστα για πάντα εκείνα τα υπέροχα χρόνια!

Η Μοσχολιού στις Αρχάνες

Ένας παλιός επιχειρηματίας στις Αρχάνες, άξιος, δραστήριος, τολμηρός και επιτυχημένος ήταν ο Μανώλης Ευαγγέλου Ορφανουδάκης.

Ό,τι τολμηρό έβαζε στο νου του, το αποφάσιζε αδείλιαστα και πάντα πετύχαινε τους στόχους του. Στη δουλειά του άριστος και επιτυχημένος πάντα με δικαιοσύνη και εντιμότητα. Ήταν ο ιδιοκτήτης του υπερσύγχρονου για την εποχή κινηματογράφου «ΣΙΝΕ ΔΙΑΣ». Σήμερα ο χώρος ανήκει στον διαπρεπή γλύπτη κο Μανώλη Τζομπανάκη.

Ήταν, λοιπόν, μέρες Αποκριάς –καληώρα σαν και τώρα και ο Μανώλης ετοίμαζε μεγάλη γιορταστική βραδιά σε ειδικό χώρο του “ΔΙΑΣ” που υποσχόταν πολλά για κέφι και επιχειρηματική επιτυχία.

Συζητούσε με φίλους του για όλα αυτά και μαθαίνει ότι στα Χανιά κάποιοι επιχειρηματίες θα έφερναν τη Βίκυ Μοσχολιού να εμφανιστεί σε Αποκριάτικα προγράμματα.

Στριφογυρίζει ευθύς το ανήσυχο μυαλό του και λέει: «Γιατί η Βίκυ Μοσχολιού να μην εμφανιστεί και … στις Αρχάνες!! Εγώ θα πάω να τη φέρω». Λες και θα την έφερνε από την παραδίπλα γειτονιά. Παίρνει το αυτοκίνητο και φεύγει για τα Χανιά κατ’ ευθεία.

Βρίσκει εκεί τους επιχειρηματίες και αρχίζουν τις συζητήσεις. Λέει ο Μανώλης στους Χανιώτες:

-Θέλω να μου δώσετε την καλλιτέχνιδα να την πάρω στις Αρχάνες για δυο ώρες να εμφανιστεί στο κέντρο μου το Αποκριάτικο και να επιστρέψει εδώ.

-Μα τι λες βρε φίλε, του λένε, για δυο ώρες; Πότε θα πας και να ‘ρθεις στο χωριό σου, να κάμεις και το πρόγραμμά σου, που μόνο το ταξίδι θέλει τρεις και τρεις, έξι ώρες. Θαυματοποιός θαρρείς πως είσαι;

-Θα γίνω, λέει εκείνος κρυφογελαστά με νόημα…

…Είχε από πριν συμφωνήσει με ένα ελικόπτερο για να πραγματοποιήσει το ζήτημα της μεταφοράς.

Με ειδοποίηση ήρθε πάραυτα το ελικόπτερο. Η τραγουδίστρια η τόσο δημοφιλής πανελλήνια άκουσε με βαθύτατη συγκίνηση και δακρυσμένα μάτια την πρωτόγνωρη πρόταση. Διαπίστωνε τη βαθιά αγάπη του κόσμου. Δε δίστασε να επιβιβαστεί αμέσως στο ελικόπτερο μαζί με τον επιχειρηματία και ξεκίνησαν… Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει στον προορισμό τους στις Αρχάνες. Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στην ταράτσα του οικοδομήματος του ίδιου του ξενοδοχείου “ΔΙΑΣ”.

Τα προγράμματα και οι συμφωνίες πραγματοποιήθηκαν στο ακέραιο την αποκριάτικη εκείνη βραδιά στο κέντρο του ξενοδοχείου “ΔΙΑΣ” στις Αρχάνες με πλήρη τέρψη όλων των πολυπληθών θαμώνων του γλεντιού και της χαράς.

Να γιατί οι Αρχάνες τότε είχαν αποκτήσει την τεράστια φήμη της επιτυχημένης ψυχαγωγίας και της Αποκριάτικης απέραντης ευχαρίστησης.