Η περίοδος της Αποκριάς είναι περίοδος γλεντιού και ψυχαγωγίας γι’ αυτό και οι θύμησες απ’ τις εξιστορήσεις των παλιών για το πώς την γιόρταζαν στ’Αλάτσατα προβάλλουν αναλλοίωτες στην μνήμη μας γεμίζοντας την ψυχή μας από χαρά και νοσταλγία.
Οι πιο μεγάλοι, αν και χαροκαμένοι οι πιο πολλοί, μ’ έντονη όμως την αγάπη για τις χαρές της ζωής, βάζανε μπρος κουνώντας με νόημα το κεφάλι και σέρνοντας χαρακτηριστικά την φωνή: «Στην πατρίδα τέτοιες μέεερες! Απ’ την Προφωνή (δηλ. την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου), αρχινούσε το ρεβαίσι. Ηγυρνούσανε στσι μαχαλάδες κ’ ηφωνάζανε πως ηφτάξανε οι Αποκριές, με τσι ρουκάνες και τα παγιαυλάκια. Ηντυνούσανε κουδουνάτοι και δωσ’ του οι μπάλοι και δός του τα παιχνίδια (τα μουσικά όργανα) ίσαμε το ταχί (το πρωί)! Την Τσικνοπέφτη (δηλ. την Τσικνοπέμπτη) την Κρεατερή και την Τυρινή κάνανε το πιο μεγάλο γλέντι και ο ήχος από το ντουμπελέκι, τα ντουμπάκια (μικρά τύμπανα) και το ταψί, απαραίτητα όργανα της αποκριάς, κυριαρχούσε παντού. Ηβγάνανε τη καμήλα και την κρεατερή ηπέρναε η κοκάλα για να πάρει ούλα τα πασκαλινά, γιατί αρχινούσε η Σαρακοστή».
Στοιχιωμένες μνήμες, που αν δεν τις σεβαστείς να τις αναπαράξεις και να τις μοιραστείς με άλλους, σε καταδικάζουν και σε κρατούν δέσμιο, μιας εικονικής θα μπορούσα να πω πια πραγματικότητας.
Οι εικόνες για το έθιμο με τη «καμήλα» και τη κοκάλα είναι αλήθεια ότι φάνταζαν μαγικές στην αχαλίνωτη φαντασία του μυαλού μας. Ως παιδιά αρεσκόμενα σ’ αυτό, δεν θέλαμε να ρωτήσωμε ούτε μία φορά τι ακριβώς ήταν. Τι ακριβώς κάνανε. Πώς ακριβώς γινόταν. Τ’ ακούγαμε καί το κάθε παιδί το ’πλαθε στη φαντασία του όπως το καθένα το εννοούσε, όπως το ήθελε χωρίς όρους και κανόνες. Για την ´κοκάλα, ας πούμε, είχαμε σίγουρο ότι θα έπρεπε να’ταν κάτι τρομακτικό και αρπακτικό, αφού η εξαγγελία είχε κάτι το απειλητικό, ενώ για την καμήλα η παιδική φαντασία μας την είχε συνδέσει με την εξωτική ομορφιά και τα μπερκέτια της Ανατολής.
Για την καμήλα, μάθαμε με το χρόνο, μπαίναν δυό ή τέσσερα παιδιά, ή και με(γ)άλοι μοιρασμένα μπρος και πίσω, κάτω από το σώμα της καμήλας, καμωμένο από καλάμια, κάνοντας τα μπροστινά και πισινά πόδια της. Το σώμα της στολισμένο με πατανίες ανατολίτικες και ξόμπλια. Στο πέρασμα της κερνούσε τον κόσμο κατά λίαν ανατρεπτικό τρόπο… με κομφετί, κορδέλες και ζαχαρωτά, προκαλώντας το γέλιο των παρισταμένων ανάλογα με την ευρηματικότητα αυτών που την οδηγούσαν, ως προς τις κινήσεις της, τις προσπάθειες της να δαγκώσει κάποιον, το τρέξιμο ανάμεσα στους παρευρισκόμενους κλπ.
Παραδίπλα στην καμήλα ήταν και ´η κοκάλα που είχε γαϊδουρινό κεφάλι που το κρατούσε ένας μασκαρεμένος και υπενθύμιζε στους παρισταμένους πως η τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς είναι τυρινή, γι’ αυτό και προσπαθούσε να αρπάξει ό,τι είχε σχέση με κρέας, απ’ τα χέρια ή απ’ το πιάτο ή ακόμα και απ’ το στόμα τους, προκαλώντας τα πειράγματα και το γέλιο του κόσμου, απ’ την αντίδραση και την προσπάθεια του καθ’ ενός να αποφύγει την κοκάλα, αλλά συγχρόνως προκαλούσε – όπως γίνεται αντιληπτό – κι ένα ανεξήγητο τρόμο στα παιδιά. Εξ ού και η έκφραση «θα περάσει η κοκάλα», η οποία εχρησιμοποιείτο από τους μεγάλους, οσάκις ήθελαν να μας φοβερίσουν για κάποιο λόγο, για να κάνωμε ησυχία κυρίως, οπότε εμείς «κόκαλο» ακόμα και σε περιόδους εκτός αποκριάς.
Ενα άλλο πρόσωπο κυρίαρχο στην Αλατσατιανή Αποκριά ήταν κι ο «ντελάλης, έθιμο κι’ αυτό των Αλατσάτων, που σχετίζεται κυρίως με την κριτική και την σάτιρα της κοινωνικής ζωής στ’ Αλάτσατα, όπως μαθαίνομε από τον πατριώτη συγγραφέα Φάνη Κλεάνθη. Ο ντελάλης μεταξύ των άλλων, αφού τα σούρει στο κάθε χωριανό για ο,τι παράξενο ή άξιο για κογιονάρισμα (κοροιδία) προκάλεσε με τη συμπεριφορά του στο πέρασμα του χρόνου, διάβάζε και την περίφημη διαθήκη», που υποτίθεται ότι κάποιος του εμπιστεύτηκε την δημοσίευση της, που με τις αθυροστομίες, που ταιριάζουν στην περίσταση και το πνεύμα των ημερών προκαλούσαν τα γέλια των πολλών αλλά και τα σχόλια των πιο συντηρητικών. Οι χοροί και οι μπάλοι έδιναν κι έπαιρναν με τραγούδια παραδοσιακά, νησιώτικα μα και αρσίζικα (άσεμνα τραγούδια), αφού κατά το πνεύμα της Αποκριάς κανείς δεν παρεξηγείται και όλα επιτρέπονται.
Οπως μας πληροφορεί ο επίσης πατριώτης φιλόλογος Θοδωρής Κοντάρας στο έργο του «ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΥΘΡΑΙΑ» «αγγαστρωμένες και μαμές, Φράγκοι, Βλάχισσες, πλύστρες, χοτζάδες, καλοέροι και παπάδες, γριές κανκάγιες, προφεσόροι και ντοτόροι (γιατροί), σπετσέρηδοι (φαρμακοποιοί) και σακάτηδοι, φουστανελάδες, αρχαίοι Έλληνες, γραμματικοί, Ατσίγγανοι, Τουρκάλες και Μόρες (Αραπίνες), εργαζόμενοι κάθε λογής, τριγυρνούσαν στα σπίτια μπατούλιες- μπατούλιες (κατά παρέες) και γινόταν χαλασμός από τα γέλια και τα εντεψίζικα «γκεβεζελίκια» δηλ. τα χοντροκομμένα και τσουχτερά αστεία των κουδουνάτων.
Πάνε μερικά χρόνια που ακολουθώντας το έθιμο στα Ν. Αλάτσατα, απολαύσαμε ένα χιουμοριστικό δρώμενο από τον αξέχαστο, για πολλούς λόγους, Κωστή Αρβανιτάκη, όπου ως προφεσόρος Αλατσατιανός έβγαλε διάλεξη για την αιτία του Τρωικού Πολέμου, ενώ μεταξύ άλλων η υπογράφουσα ντυμένη ´«λεφτά υπάρχουν» με πάκους τα ευρώ έκανε ευτυχισμένο πολύ κόσμο μοιράζοντας λεφτά, κόντρα στη φτώχια και τα (τότε)μνημόνια.
Με το έθιμο της καμήλας και της κοκάλας, όπως και του ψαρά που με τα λάθη του καθώς διαλαλούσε την πραμάτεια του προκαλούσε το γέλιο και τα περιπαιχτικά σχόλια και άλλα συναφή θέματα, οι Αλατσατιανοί βρίσκανε μία αιτία ν’ αποξεχαστούν και να το ρίξουν λίγο έξω στο ρυθμό της Αποκριάς, μιας και «τότε δεν υπήρχανε» άλλοι τρόποι για την αντιμετώπιση του άγχους και των προβλημάτων της καθημερινότητας. Γιατί αλήθεια είναι πως και τότε υπήρχαν προβλήματα και μάλιστα πολλά, η αντιμετώπιση τους άλλαζε, ήταν διαφορετική απ’ αυτή του σήμερα.
Όπως θυμόμαστε, από το «πες και πες» των μεγάλων, η σάτιρα και η σκωπτική διάθεση – το κογιονάρισμα όπως χαρακτηριστικά λέγανε- αποτελούσαν έντονα στοιχεία, που έδιναν ξεχω-
ριστό νόημα στην Αποκριά στ’ Αλατσατα. Εκτροπές, παραβάσεις, παρεκκλίσεις στην όποια έκφανση της ζωής, πάθη ή κουσούρια στηλιτεύονταν με τη σάτιρα, άφοβα και χωρίς παρεξήγηση, χωρίς ´πρέπειª ή δεν πρέπει και σεμνοτυφίες ή συστολές με στόχο και σκοπό όχι μόνον να τέρψουν και να ψυχαγωγήσουν, αλλά ακόμα και να διδάξουν, ίσως ακόμα και να τιμωρήσουν με το ρεζίλι, με σκοπό την αποφυγή. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Θοδωρής Κοντάρας «σωματικά και ψυχικά ελαττώματα, η λαγνεία, η υποκρισία και η υπεροψία, ο σακάτης κι ο σπανός, ο γέρος κι η γριά με την ανάρμοστη για την ηλικία τους συμπεριφορά, η κακονοικιουρά, οι άνθρωποι της Εκκλησίας που δεν τιμούν τη θέση τους, η μωρία, η ξιπασιά, η τσιγγουνιά, η κακία όλα τιμωρούνταν με τη λαϊκή σάτιρα στις Αποκριές των Αλατσάτων. Το στοιχείο αυτό δυστυχώς της χωρίς παρεξήγηση καυστικής πολλές φορές σάτιρας τείνει να εκλείψει τα τελευταία χρόνια στ’ αποκριάτικα αγήματα, καθώς οι μεταμφιεσμένοι αρκούνται σε μιά απλή παρέλαση, τις πιο πολλές φορές τροχάδην, που μάλλον κουράζει αντί να τέρπει και να ευχαριστεί, όπως παλιά, ενώ η σκωπτική διαθεση για τα κουσούρια του καθενός τείνει να εκλείψει, αν δεν έχει εκλείψει είτε γιατί δεν αντέχεται διότι ελλείπει η καλή προαίρεση είτε διότι όλα επιτρέπονται στην ανόρια καθημερινότητα.
Την Αποκριά διεδέχετο η περίοδος της Νηστείας της Μ. Τεσσαρακοστής, με το δίστιχο «Φύανε οι Αποκριές με λίρες και ντουμπάκια και ήρκε η Σαρασκοστή με λιές και κρομμυδάκιαª που σηματοδοτούσε την απότομη μετάβαση από την περίοδο του γλεντιού και της ευωχίας της Αποκριάς στην κατανυκτική περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής, όπου οι Αλατσατιανοί «ούλοι» απείχαν αυστηρά από τροφές, που είχαν οτιδήποτε ζωικό. Χαρακτηριστικό ήταν ότι οι πιο αυστηροί στη νηστεία, όπως η γιαγιά μου η Μελάνη, πλένανε τα σκεύη της κουζίνας με αλουσιά για να καθαριστούν από ο,τιδήποτε το ζωικό που θα μπορούσε να «μουρδώσει» δηλ. λερώσει την νηστεία τους. Την τελευταία μέρα της Αποκριάς το βράδυ έτρωγαν ένα αυγό και έλεγαν με χαρακτηριστικό τρόπο σαν να δίνανε όρκο αποχής από οτιδήποτε το αρτίσιμο: «Με τ’ αυγό θα τονεκλείσω με τ’ αυγό θα τονενοίξω» εννοώντας το στόμα τους και το κόκκινο αυγό της Ανάστασης, που σήμαινε και το τέλος της Νηστείας.
Ευχαριστώ για την φιλοξενία.
Καλή Αποκριά και του χρόνου!
*Η Κ. Μαστρακούλη είναι δικηγόρος και πρώην υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων του Συλλόγου Αλατσατιανών Ν. Ηρακλείου