-Εδά που ‘ποκρυγιώνομε κι αρχίζει η νηστεία

δα σου γνωίσω μάθια μου τα γέλια και τα αστεία.

-Το ρίφι τση γειτόνισσας εμπήκε στο σπαρμένο

να τση το πιάσω θέλει γω μα δεν τα καταφέρνω.

– Ως ψήνεται το τσουκνιστό τ’ οφτό την Τσικνοπέμπτη

ετσά και μένα η γι’ όρεξη μαραίνεται και πέφτει.

-Μα σα δα φτάξει η Αποκρά ντελόγο ανεντρανίζω

και του κεφιού την όρεξη δεν τηνε κουλαντρίζω.

-οι γι’ Αποκράδες ήρθανε μ’ όλη ντως τη σπιρτάδα

και αφρουκάσου να σου πω κι εγώ μια μαντινάδα.

-Να μη με πάρει τότε ο θεός τση Αποκράς τσι μέρες

γιατί γλεντίζει το κορμί και βγαίνει ο νους στσ’ αιθέρες.

– Εδά που ήρθαν Αποκρές μασκάρα να με ντύσεις

κι άμα δα ‘ρθω στην πόρτα σου να μη μ’ ανεγνωρίσεις.

– Ντελόγο σα μασκαρευτώ και βάλω το μουργιόνι

ξαναντακέρνει η ζήση μου και ξανακαινουργιώνει.

– Σα φύγουνε οι γι’ Αποκρές σαρακοστή αρχίζει

κι από τη νηστεία την πολλή τ’ ατζί μου… καλαμίζει.

– Νηστεύουνε τα μάθια μου δε σε πολυθωρούνε

μόν’ ανιμένω τη Λαμπρή να ξανανταμωθούμε.

-Μ’ άμα δα φτάξει η Λαμπρή απ’ την πολλή νηστεία

δε θα ‘ μαι τότε άξιος ούτε για μια αμαρτία.

-Ήπιασες λαδομουζουδιά και μούζωσες τη μούρη

κι εγίνηκεν η όψη σου σαν το καλό γαϊδούρι.

-Μαύρη ‘σαι και κατέχω ντο, άσκημη και θωρώ ντο

μα κειά που το ‘χουν οι καλές το ‘χεις και συ χαρώ το.

– Οι γι’ Αποκράδες κάμανε την όψη σου φεγγάρι

κι απ’ το περίσσο το φαΐ εγίνηκες μουσκάρι.

-Εδά τσι μέρες τσ’ Αποκράς δα πιάσω μια χουρχούδα

να σου κολλώ γιατί ‘γινες χοντρή σαν την αρκούδα.

-Χουρχουδοράβδια δα βαστώ για τη γειτόνισσά μου

να τση κολλώ στον πισινό να χαίρετ’ η καρδιά μου.

-Πάντα τσι μέρες τσ’ Αποκράς γλεντούνε και χορεύουν

και μένα οι . . .πραμάτειες μου το ταίρι ντως γυρεύουν.

– Κουκούγερο με ντύσανε, γίνου και συ η γρα μου

κι άμα δα βγούμε στον οντά, εσύ δα δεις κερά μου..

-Ντελόγο δα ξεχάσομε τω γεραθιώ κρυγιάδα

και δα χορτάσει η νιότη μας τσ’ αγάπης τη γλυκάδα.

-Γιατί σα φύγει η Αποκρά κρέας και τυρινάδες

δα μπει μακρά Σαρακοστή με τσι εφτά βδομάδες.

– Άχι το εφταβδόμαδο και πώς δα το περάσω

να γίνω γέρος νηστικός με δίχως να γεράσω.

-Άμα με δεις χανούμισσα, έλα ξεμούριωσέ με

απίλωξέ με στο γωνιό και γλυκοφίλησέ με.

-Κι ανέ σου δείχνω.. .ψεύτικα πως είμαι μανισμένη

δευτέρωσέ μου το φιλί για να ‘μαι χορτασμένη.

– Όλοι οι γέροι και οι γριές την Αποκρά ζητούνε

ν’ αλλάξουνε την όψη τους και να μασκαρευτούνε.

-Να μπούνε μέσα στο χορό, τα γέρα να ξεχάσουν

να βρούνε τρυφερό κορμί να το σφιχταγκαλιάσουν.

-Μα τσι μεγάλες Αποκρές που λέει η μαντινάδα

οι γρες μας κουζουλαίνουνται, γεμίζουνε σπιρτάδα.

-Γλυκοθωρούν το γέρο ντως και χάδια του ζητούνε

να… τρίψουνε τ’ αθροιτικά να…γλυκοσαλιστούνε.

-Ως είδ’ η γρα το γέρο τση να’ χει τη μάσκα μούρη

ολόχαρη του φώναξε: «Δε σε γνωρίζω πούρι».

-Άχι και φεύγει η Αποκρά με τα πολλά τσαλίμια

μπαίνει η Μακρά Σαρακοστή μ’ ελιές και με κρομμύδια.

-Ο Κρέως αποχαιρετά κι ο Τυρινός δα πηαίνει

κι ο κρόμμυδος σεισοραδεί και στο τραπέζι βγαίνει.

-«Εκαρδαμώσαμε καλά» λέει η γρα του γέρου

μα ποκολώνει η γι’ Αποκρά, νήστεια δα ‘ρθει τ’ ασκέρου.

-Κι εδά που δα κινήσομε τση νήστειας μας τ’ αντέτι

ότι… νεντράνισε μιαλιά, δα τρέμει και δα πέφτει.

– Άχι και να ‘ταν Αποκρά δέκα φορές το χρόνο

και να ‘χαμε σαρακοστή για μιαν ημέρα μόνο.

-Να χαιρετά η γι’ Αποκρά κι η Πασκαλιά ν’ αρχίζει

με γλέντι το κορμί να ζει να μη ξεσυνηθίζει.

-Χαρώ τηνε την Αποκρά την όμορφη σκολάδα

που θέλει γλέντι το κορμί, χορό και μαντινάδα.

-Κι από το σείσε-σείσε το το λυγερό κορμί σου

ανέτριξη παίρνει η ψυχή και σάζει η γι’ όρεξή σου.

– Ας φάμε κι ας γελάσομε πούν’ Αποκρές ακόμη

κι ας δείξει λέφτερα καθείς την εδική ντου γνώμη.

– Τη μάσκα την καθημερνή καθένας να πετάξει

να ‘χει τη μάσκα τσ’ Αποκράς μη βρέξει και μη στάξει.

– Αφήσετέ το το γονιό και του τζακιού τη χάρη

κι ας μπούνε μέσα στο χορό και νια και παλικάρι.

-Ελάτε στη βεγγέρα μας και στην αποσπερίδα

σαν τσ’ Αποκράδας τη χαρά αλλού ποθές δεν είδα.

-Φάτε να καρδαμώσετε, πιείτε κι ανεντρανίστε

αρσίζικα αστειέψετε και μαντινάδες πείτε.

-Ετούτα επιτρέπονται μόνο σαν τέθοιες μέρες

τσ’ άλλες υποκρινόμαστε στση ζήσης μας τσι σφαίρες.

– Σαν τέθοιες μέρες λέμενε τα καθαρογλωσσίδια

κι όλο γλακά η γλώσσα μας στ’ αστεία τα παιγνίδια.

– Τρώμε και παιγνιδίζομε κι η λύρα σαν αρχίξει

ίσαμε το ξημέρωμα μπορεί και να βαστήξει.

-Ο λυρατζής κορδώνεται κι ο λαγουτιέρης παίζει

και θένε κι οι πατούχες μας να βγούνε στο τραπέζι.

-Κι είναι καλά σαν είσαι νιος μα άμα ‘πογεράσεις

μωρέ δεν έχεις στόρηση μουδέ ν’ ανεχανιάσεις.

-Σαν είσαι νιος και σκοπευτής τσι πέρδικες προκάνεις

και   βάλε βγάλε στην καρδιά, στην αγκαλιά τσι βάνεις.

-Μα σα γερνάς κι είναι πολλές, μπιτίζει το ντουφέκι

σκουριάζει τότε η κάνη του κι ο πετεινός δε στέκει.

-Λαζάνια κάνει η μάνα σου κι απλώνει το ζυμάρι

θυμάται και τα νιάτα τση που ‘χαν περίσσα χάρη.

– Τότες που σουσουράδιζε ξωπίσω του κυρού μου

μέχρι που την κουκλώθηκε για χάρη τ’ απατού μου.

– Των Αποκράδω τσι βραδιές πάντα γλυκοκοιμούμαι

γιατί τη μέρα σε θωρώ τη νύχτα ανεστορούμαι.

-Των Αποκράδω τσι βραδιές μετά από το ξενύχτι

τα βλέφαρά μου κλείνουνε γλυκιάς αγάπης χτύποι.

– Χαρώ ντηνε την όρεξη, τη χάρη του κεφιού σου

κι όλα τα τσοπηδήματα που κάνεις του κορμιού σου.

-Κι ως σε θωρώ με γαργαλείς για να ‘ρθω κεια που βράζεις «σούμα» να γίνουμε τα δυο που μη τη λογαριάζεις…

– Μα ότι και να κάνομε, απ’ το πρεπό δε βγαίνω

γιατί κατέχω να γλεντώ και στο σωστό να μένω.

-Γιατί ετσά ‘ναι η γι’ αθρωπιά κι η υπόληψη στην Κρήτη

από ‘σταν ήστεσεν ο θιος το Γέρο Ψηλορείτη.

-Παίξε γλυκόσυρτους σκοπούς λυράρη στην καρδιά μου

να δροσερέψουν τη φωτιά που μ’ άναψ’ η κερά μου.

– Έλα μικρή μου στο χορό στην εδική μου αγκάλη

για να χορέψομε τα δυο σούστα και πεντοζάλη.

– Έδε τα μασκαρέματα χαρές που τσι σκεπάζουν

και χτυποκάρδια απόχωστα πάντα τσ’ αγάπης μοιάζουν.

-Μάσκα φορείς, μάσκα κι εγώ κι άμα ανεγνωριστούμε

δα πάμε για την εκκλησά ζευγάρι να γενούμε.

-Μιαν αποκρά εγνώρισα την εδική μου αγάπη

μα ‘τανε η μοίρα μου κακή κι επόμεινα στο ράφι.

-Κι ενώ ‘λεγα να βλοηθώ, να ‘χω παπά κουμπάρο

ορθά κοφτά μου ξέκοψες «δε θέλω να σε πάρω…”

– Γιάντα δε με παντρεύτηκες την ασημένια κούπα

μόνο μου λες πως γίνηκα σαν τη λαδοκουρούπα.

-Λάδι ‘χω και λαδώνομαι, στ’ «ασκάκια» το τυρί μου

εσύ δα χάσεις που πεινάς κι ας είμαι αμοναχή μου.

-Ψηλός λιγνός ντεληκανής ζυγώνει κοντοστούπα

και φαίνεταί ντου η όψη τση σαν ασημένια κούπα.

-Και λέει ντου κι η μάνα ντου γυναίκα μη την πάρει

μη τη γυρές ολονυχτίς απάνω στο κλινάρι.

-Πιείτε πιοτό αθάνατο, κρασί ‘πο το βαρέλι

τα χώματα των Αρχανών το κάνουν κοκκινέλι.

-Μ’ άμα ρουφήξεις κάμποσες μπουκάλες στο Θεό σου

δε κουλαντρίζεις το μυαλό κι ούτε τον έλεγχό σου.

-Μόνο να πιεις δυο τρεις κουπιές, ίσα ν’ ανεντρανίσεις να δεις την όμορφη ζωή και να τη κουλαντρίσεις.

-Μ’ άνε μεθάς, παραπατείς και χάνεις το… πρεπίδι

την αθρωπιά κι υπόληψη, τ’ αθρώπου το στολίδι.

-Να τη χαρώ την Κρήτη μας μα και την αθρωπιά τση

τον κάθε νιο την κάθε νια το γέρο γή τη γρα τζη.

-Κι αν όλοι κουζουλαίνουνται τσι μέρες τσ’ Αποκράδας

ας τη ξεχνούμε και μιαλιά τη γεύση τση πικράδας.

-Εγώ χορεύγω και πηδώ και χαίρομαι τη ζήση

μέσα στη βράση τσ’ Αποκράς στση τρέλας το μεθύσι.

– Κι όλα τα τόσα βάσανα τα βάνω στο ζεμπίλι

και τα σκορπώ στα δώματα για να τα φαν οι σκύλοι.

– Μωρέ και δεν το γάτεχα νάν’ Αποκρά η ζωή μου

πέρα τσι πίκρες να πετώ να χαίρετ’ η ψυχή μου.

-Να ‘χω χαρά και ξενοιασά σαν τσ’ Αποκράς τσι μέρες

να σεργιανίζω την ψυχή στσι δροσερούς αέρες.

-Όποιος ζυάζει τη ζωή με δύναμη στα στήθια

μπορεί να τη νικά μιαλιά τση πίκρας τη συνήθεια.

-Μέσα στη χάρη τσ’ Αποκράς θεν’ οι αθρώποι όλοι

να κάνουνε τη ζήση ντως ολάνθιστο περβόλι.

-Καλός κι εγώ καλή και συ κι ετσά δα το λαλούμε

κι όλες τσι χάρες τση ζωής ομάδι δα περνούμε.

-Να ρέγεσαι το είναι μας σαν τσ’ Αποκράς τσι μέρες

να διώχνομε απ’ τη ζωή αντάρες και φοβέρες.

-Γιατί στον ψεύτικο ντουνιά έχει η χαρά μερίδα

και τσ’ Αποκράδας τη χαρά αλλού ποθές δεν είδα.

-Ας ήτονε στο χέρι τζη όλης τση αθρωπότης

να διώχνει πάντα από τη Γης το κάθε βάσανό της.­

-Ν’ απομακρύνει το κακό να φεύγει να μισεύγει

κι ο θιός από τα βάσανα να μασε ξεμιστεύγει.

-Και να βυθίζει στο γυαλό στην απεραντοσύνη

τσι πανδημίες και τσ’ ιούς την κάθε κακοσύνη.

-Ν’ ανεντρανίσει ο κόσμος μας και να ορθοποδήσει

κάθε κακό ν’ αφανιστεί, να βυθιστεί στη δύση.

-Πάντα χαρά τσ’ Ανατολής με το γλυκύ το φως τση

να γεύεται σ’ αυτή τη Γη όλη η ανθρωπότης.