Μιάμιση  το μεσημέρι. Τσίου τσίου τσι, τσίου τσίου τσι… χτυπούσε το κινητό της Ελευθερίας.

– Οχ! Πάλι η Ειρήνη είναι… Εμπρός!

– Ελευθερία, εσύ είσαι;  Απάντησε η Ειρήνη. Καλέ, τι θα γίνει με αυτόν τον κατσικοπόδαρο, τον τζιτζιφιόγκο σας, τον γουρσούζη… Η γουρσουζιά του απλώθηκε σε όλη την οικουμένη… Πανδημία.

Πεθαίνει κόσμος και κοσμάκης. Ούτε 25η Μαρτίου χαρήκαμε ούτε παρέλαση είδαμε ούτε ζήτω φωνάξαμε ούτε Πάσχα πρόκειται να γιορτάσουμε… Φυλακισμένοι μέσα στα σπίτια μας  θα το περάσουμε. Όλα τα κακά στην δικιά του προεδρία πέσανε. Δεν έμεινε πια τίποτα όρθιο.

Οικονομίες καταρρέουν, το υγειονομικό σύστημα των κρατών κλονίζεται, οι νεκροθάφτες δεν προλαβαίνουν να θάβουν πεθαμένους… Πού καταντήσαμε! Κατέβηκα να αγοράσω ψωμί. Στην οδό Παπανδρέου με σταματάει ένας αστυνομικός. Πού βρέθηκε μπροστά μου!

«Την βεβαίωση εξόδου, παρακαλώ» μου λέει. «Καλέ, τι βεβαίωση; Κατέβηκα να πάρω ψωμί. Ούτε πενήντα μέτρα δεν απέχει ο φούρνος  από το σπίτι μου».

«Παρακαλώ, την ταυτότητά σας, κυρία μου». Βγάζω από την τσάντα μου την ταυτότητα και του την δείχνω. «Η ταυτότητα, κυρία μου, γράφει κατοικία η οποία βρίσκεται  στον Γιόφυρο. Εδώ είμαστε στον  Μασταμπά…»  «Παλικάρι μου» του απαντώ «η ταυτότητά μου είναι παλιά. Τότε νοίκιαζα στον Γιόφυρο. Τώρα μένω στον Μασταμπά…» Αυτός όμως επέμενε.

Έβγαλε το  τεφτέρι του και ήθελε να μου γράψει πρόστιμο. Να πληρώσω, λέει, εκατόν πενήντα ευρώ. Περνούσαν κι άλλοι στον δρόμο. «Βρε, γιατί δεν γράφεις και αυτούς εδώ; Μόνο εμένα βρήκες να γράψεις;» «Παρακαλώ, κυρία μου, αφήστε με να κάνω την δουλειά μου…»  «Βρε παιδί μου, να  τος ο φούρνος! Εδώ απέναντι είναι…»  Τέλος πάντων, να μην πολυλογώ, τελικά δεν με έγραψε. «Άλλη φορά να κρατάτε βεβαίωση εξόδου» μου είπε.

Ξαφνικά, ενώ η Ειρήνη μιλούσε, έπεσε η γραμμή και κόπηκε η συνομιλία. Ντριν, ντριν, ντριν , ντριν … ξανά επίμονα, στο σταθερό τώρα.

– Ελευθερία, γιατί, κοπέλα μου, έκλεισες το τηλέφωνο;

– Ειρήνη, δεν σου το έκλεισα. Τελείωσε η μπαταρία του κινητού μου. Ηρέμησε. Θα έρθω κατά τις εξήμισι  στο σπίτι σου να τα πούμε από κοντά.

– Να έρθεις, κοπέλα μου. Θα σε περιμένω. Έχω και αντισηπτικό για τα χέρια. Θα πιάσεις χερούλια, θα πατήσεις κουμπιά του ασανσέρ… Δέκα ευρώ το αγόρασα από ένα φαρμακείο. Ένα μπουκαλάκι… Τους  μαυραγορίτες, κακό χρόνο νά  ‘χουνε … Ευκαιρία βρήκαν να πλουτίσουν… Να κρατάς και βεβαίωση εξόδου… Μη σε γράψουν… Εσύ έχεις και παιδιά και άντρα…

– Έννοια σου, Ειρήνη. Θα στείλω SMS στο 13033 και θα μου έρθει μήνυμα με βεβαίωση εξόδου. Μη στενοχωριέσαι. Φυλακή δεν θα με πάνε… Όμως, σε παρακαλώ, μην αρχίσομε πάλι να κατηγορούμε υπουργούς και πρωθυπουργούς. Ευτυχώς  που στην συμφορά αυτή βρέθηκαν άξιοι  άνθρωποι να μας κυβερνούν και όχι  μαχαλόμαγκες.

Η ικανότητα και η αξιοσύνη όλων των στελεχών της σημερινής κυβερνήσεως, που επιλέχτηκαν προσεχτικά από έναν άξιο αρχηγό, επισκίασαν και έσβησαν τους  ανίκανους παλιούς, που είναι σαν να μην υπάρχουν πια. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.  Ένα κακό όνειρο.  Τον κίνδυνο θα τον ξεπεράσουμε. Τέλος πάντων… Θα τα πούμε.

Με το «Μένουμε σπίτι» και με την απομόνωση μερικοί μοναχικοί τύποι  κινδυνεύουν  να τρελαθούν, σκεφτόταν η Ελευθερία.