«Αν η αποχή χαρακτηρίζεται πράξη αντιδημοκρατική και αναδεικνύει ανευθυνότητα, μπορεί ως πολιτική πράξη να αποτελέσει τον καταλύτη ριζοσπαστικών θεσμικών τομών στον Αυτοδιοικητικό χώρο, που το πολιτικό κατεστημένο χειραγωγεί και καπηλεύεται;»
Οκτώβριος 2023
Η απάντηση στο ερώτημα σχετίζεται άμεσα με τους προβληματισμούς μας, στο κατά πόσο οι εμμονές μας στα δημοκρατικά «Πρέπει και Είναι», υπηρετούν πράγματι την Δημοκρατία, όταν πολιτικές πράξεις, αποφάσεις και συμπεριφορές, του πολιτικού συστήματος παραβιάζουν ασύστολα τις δημοκρατικές αρχές και αξίες. Δημοκρατικά «πρέπει» που αφορούν τις δημοκρατικές αρχές και αξίες και «είναι» που αναφέρονται στους κανόνες στις πράξεις και στις δραστηριότητες εφαρμογής της δημοκρατίας.
Αλήθεια..! έχετε σκεφτεί ποιον υπηρετούν δημοκρατικά «πρέπει και είναι» που χαρακτηρίζουν την αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες πράξη αντιδημοκρατική και στάση ανευθυνότητας, όταν ελλείψει άλλου μέσου, ο απέχων πολίτης αρνείται να νομιμοποιήσει με συμμετοχή του, τις επιλογές εκείνων, που ασύστολα καπηλεύονται και αλλοτριώνουν την εντολή του; Αυτός δεν είναι άλλος από τον αντιπρόσωπο και πολιτικό μας εξουσιαστή, τον οποίο ετσιθελικά άλλοι επιλέγουν και μας επιβάλουν.
Στις κοινωνίες, που σέβονται τις δημοκρατικές αρχές και αξίες η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες δεν θεωρείται πράξη αντιδημοκρατική, όσο προκλητικό και αν ακούγεται, ούτε αχρείος ο απέχων πολίτης, γιατί εκφράζει και εφαρμόζει στην πράξη την άσκηση των δικαιωμάτων του στην Άρνηση και στην Επιλογή.
Τι γίνεται όμως στις κοινωνίες, που οι δημοκρατικές αρχές και αξίες παραβιάζονται και εύλογα ανακύπτει το ερώτημα: Οφείλουν οι πολίτες αναλογιζόμενοι τις συνέπειες της αποχής τους, να αξιοποιούν πολιτικές πράξεις και μέσα, που το πολιτικό σύστημα και κατεστημένο χειραγωγεί, ακόμη και όταν εξαναγκάζονται, εκ των πραγμάτων, να ενεργήσουν στο πνεύμα της Αποστολικής ρήσης «πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται», ή της Ιησουϊτικής αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό όπως θέλουν να εμφανίσουν αρθρογράφοι επικαλούμενοι μάλιστα τις απόψεις, του Θουκυδίδη, που θεωρεί αχρείο τον απέχοντα από τα κοινά « Μόνοι γάρ τον τε μηδέν των δε (πολιτικών) μετέχοντα, ούκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν» αλλά και του Σόλωνα, οι νόμοι του οποίου στερούσαν τα πολιτικά δικαιώματα σε Αθηναίο πολίτη που δεν έπαιρνε το μέρος κανενός σε μια στάση «Ἂτιμον εἶναι τὸν ἐν στάσει μηδετέρας μερίδος γενόμενον*». Το πραγματικό νόημα των απόψεων του Θουκυδίδη και Σόλωνα πόρρω απέχει από την ερμηνεία των σημερινών αρθρογράφων, οι οποίοι σκοπίμως παραβλέπουν το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης και ο Σόλωνας δεν αναφέρονται σε αποχή από εκλογικές διαδικασίες που δεν υπήρχαν άλλωστε στην Αθηναϊκή δημοκρατία που υπηρετούσαν και η αντιπροσώπευση και επαγγελματοποίηση της πολιτικής ήταν λέξεις άγνωστες. Ομιλούν για αποχή έκφρασης γνώμης στα πολιτικά, θέση και πράξη που εθεωρείτο ατιμωτική για τον αρχαίο Αθηναίο πολίτη και την οποία στηλιτεύουν.
Το ανησυχητικό υψηλό πλειοψηφικό ποσοστό αποχής, στις αυτοδιοικητικές εκλογές του δεύτερου γύρου, (59,29% για δημάρχους και 64,84% για περιφερειάρχες) μπορεί και να εκφράζει μια γενικευμένη αποδοκιμασία των πολιτών σε κυβέρνηση, πρόσωπα, θεσμούς και πολιτικά κόμματα. Όμως, για πρώτη ίσως φορά, αναδεικνύει την αποχή σε πολιτική πράξη, που δεν είναι πλέον στείρα πολιτικού αποτελέσματος και απλό δημοσκοπικό δεδομένο, αλλά σημαντική παράμετρος πολιτικού κόστους, αφού λειτουργεί ως ψήφος τιμωρητική, όπως αναμφισβήτητα λειτούργησε, για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία υπέστη δεινό πλήγμα με το ηχηρότατο χαστούκι στις πρωθυπουργικές περιοδείες με τους χαμένους του δεύτερου γύρου, που εθεωρούντο φαβορί και στις τζογαδόρικες προβλέψεις 13 στα 13, που θα έβαφαν γαλάζιο το χάρτη της χώρας.
Η επιστροφή των πολιτών στις κάλπες δεν γίνεται με φιέστες, προεκλογικές αντιπαραθέσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα και αλαζονικές επικλήσεις-αξιοποιήσεις των αποτελεσμάτων των εθνικών εκλογών, αλλά με ρηξικέλευθες ριζοσπαστικές θεσμικές τομές που θα εξαλείψουν τους γενεσιουργούς παράγοντες της αποχής όπως:
–Η θέσπιση χωριστού ψηφοδελτίου, για την άμεση εκλογή περιφερειαρχών και δημάρχων και ενιαίου για την εκλογή περιφερειακών και δημοτικών συμβούλων.
–Η αλλαγή του προσωποκεντρικού μοντέλου εξουσίας του περιφερειάρχη και του δημάρχου με την αποδυνάμωση των αποκλειστικών μέχρι σήμερα αρμοδιοτήτων τους, στη κατανομή και τον έλεγχο της αυτοδιοικητικής εξουσίας.
–Η ανάδειξη νέου θεσμο-κεντρικού μοντέλου, αυτοδιοικητικής εξουσίας με κυρίαρχο το Συμβούλιο Περιφερειακό και Δημοτικό, τα οποία πέραν του ρόλου, ως εποπτικά και ελεγκτικά όργανα θα καθοριστούν και ως αποκλειστικά όργανα κατανομής της αυτοδιοικητικής εξουσίας με νέα δημοκρατικότερη διαδικασία μακράν της στημένης σημερινής, με αυτοπροτάσεις ενδιαφερόμενων και όχι αποφάσεων περιφερειαρχών και δημάρχων . (Σχετικό άρθρο εφημερίδα «Πατρίς» /24-04-2018)
–Η θέσπιση ενδο-αυτοδιοικητικών προκριματικών διαδικασιών για επιλογή όλων των υποψηφίων αιρετών αυτοδιοικητικών οργάνων μόνο από τις τοπικές κοινωνίες.
–Η καθιέρωση ανώτατου ορίου συνολικής αυτοδιοικητικής θητείας, υπέρβαση του οποίου θα συνεπάγεται αυτοδίκαια κώλυμα εκλογιμότητας.
–Η καθιέρωση διακριτών ρόλων, που θα ορίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια την αποστολή και το έργο ενός εκάστου, θα κατανέμουν αρμοδιότητες και ευθύνες και θα λογοδοτούν οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι για τις πράξεις και παραλείψεις τους.
Η πλειοψηφική αποχή για όσους αντιλαμβάνονται την πολιτική με την ουσιαστική έννοια του όρου και όχι με την εκφυλισμένη του πολιτικού κόστους και οφέλους, στέλνει μηνύματα, που πρέπει να ερμηνευτούν σωστά, γιατί σηματοδοτεί χαμηλή αποδοχή και πιθανή αμφισβήτηση του νικητή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη νομιμοποίηση των αποφάσεων του.
Όμως, αν ξεπεραστούν τα αντιδραστικά αντανακλαστικά της διάσωσης των εξουσιαστικών παραγώγων, που μέχρι σήμερα υπονομεύουν το «δυνατό γενέσθαι» στον αυτοδιοικητικό χώρο, η αποχή μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη των παραπάνω θεσμικών τομών, που το πολιτικό κατεστημένο δεν τόλμησε με τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα «Καλλικράτης» και «Κλεισθένης-1» τα οποία τελικά αποδείχτηκαν φθηνή επαναστατική προοδευτικότητα.
*Ακούγεται παράδοξο να τιμωρείται η ουδετερότητα. Όμως η αποδοκιμασία των Αθηναίων για όποιο πολίτη δεν εξέθετε άποψη στα πολιτικά θέματα ήταν τόσο έντονη που χαρακτηριζόταν αχρείος, άτιμος και ηλίθιος.
e-mail: [email protected]