Τι κάνει έναν άνθρωπο σπουδαίο; Από τι υλικό είναι φτιαγμένος; Δεν είναι λίγες οι φορές, Φώτη, από τότε που σε γνώρισα, που έβαλα αυτό το ερώτημα στον εαυτό μου. Βλέποντάς σε να ανεβαίνεις τη μια κορυφή μετά την άλλη και να ετοιμάζεσαι για την επόμενη, πριν ακόμα ξαποστάσεις στην προηγούμενη. Τι κάνει λοιπόν έναν άνθρωπο ξεχωριστό; Ξέρω ότι συνταγή δεν υπάρχει, θα μιλήσω όμως για δύο πράγματα που είδα σε σένα από την πρώτη κιόλας γνωριμία μας στο Καίμπριτζ το 1971.
Το ένα ήταν η ακατανόητη –σχεδόν μεταφυσική– σχέση σου με τον γενέθλιο τόπο, με την Κρήτη. Συνήθως οι πολύ επιτυχημένοι άνθρωποι από μια περιφερειακή χώρα φροντίζουν να αποβάλουν σχετικά γρήγορα τα πολιτιστικά στοιχεία της εθνικής τους ταυτότητας και να ενσωματώνονται οργανικά στο κυρίαρχο αγγλοσαξονικό πρότυπο. Όμως εσύ έκανες ακριβώς το αντίθετο. Την «ταυτότητά» σου όχι μόνο δεν την έκρυβες, τη διακήρυσσες.
Η αγγλόγλωσση επιγραφή στην πόρτα του γραφείου σου στο Χάρβαρντ δεν άφηνε πολλά περιθώρια για… αμφιταλαντεύσεις. «Πες μια κακή κουβέντα για έναν Κρητικό φίλο μου και… χάθηκες». Κρητικό αριθμό είχε ακόμα και το αυτοκίνητό σου! ΚΡΗΤΗ 4 έγραφαν περήφανα οι πινακίδες του, εκθέτοντας όμως τον ιδιοκτήτη του στα σκωπτικά σχόλια των φίλων του –ακόμα και σχετική μαντινάδα γράφτηκε– όταν το ταλαίπωρο εκείνο τετράτροχο (ένα “Πεζώ” απροσδιόριστης ηλικίας) αρνιόταν να ανταποκριθεί στις ευθύνες του ονόματός του! Το χιούμορ και η σκωπτική διάθεση ήταν από τα πράγματα που ανθούσαν στην παρέα μας.
Το δεύτερο που ξεχώρισα αμέσως σε σένα ήταν μια στάση ζωής που φαινόταν ότι πήγαζε από εσωτερική ανάγκη κι ήταν γι’ αυτό ανθεκτική στα γυρίσματα των καιρών και των ανθρώπων. Αν τα χρόνια των «εξήντα» –τα περίφημα «sixties»– άφησαν σε κάποιους ανθρώπους μόνιμα ίχνη (και δεν πέρασαν από πάνω τους ως «μόδα»), ανάμεσα σ’ αυτούς ήσουν εσύ και η Σάρρα.
Η απλότητα στο ντύσιμο και στη ζωή σας είναι γνωστή σε πολλούς. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν ότι οι «Καφάτοι» αποτελούν ίσως το μοναδικό παράδειγμα γονέων της γενιάς τους που μεγάλωσαν τα παιδιά τους –τη Λενιώ και τη Μυρτώ– χωρίς τηλεόραση! Το «είδος» ήταν άγνωστο στο σπίτι σας στο Καίμπριτζ.
Στο ίδιο σπίτι αφθονούσαν όμως άλλα αγαθά. Ανάμεσα σ’ αυτά και… πολλή Ελλάδα. Η Σάρρα μετέφραζε –και δημοσίευε– αμερικανική ποίηση στα Ελληνικά και αργότερα ένα δικό της βιβλίο –επίσης στα Ελληνικά– για την κατάσταση στη Λατινική Αμερική. Εκείνη τη γη της ουτοπίας, όπου είχαν «μεταναστεύσει» τότε οι ελπίδες (και οι φαντασιώσεις) της γενιάς μας για έναν δικαιότερο κόσμο.
Πάνω απ’ όλα όμως, σ’ εκείνο το σπίτι –και στην παρέα έξω απ’ αυτό– «κυκλοφορούσε» πολλή μουσική. Πολλή ελληνική μουσική αλλά και μουσική απ’ όλο τον κόσμο. Και κυρίως τραγούδι. Από Θεοδωράκη και ρεμπέτικο έως βυζαντινή ψαλμωδία και ριζίτικο‧ πολύ ριζίτικο. Στα δύο τελευταία είδη –την ψαλμωδία και το ριζίτικο– εσύ ήσουν πάντα ο αδιαφιλονίκητος πρώτος.
Όταν –πολλά χρόνια αργότερα, μέρες δεκαπενταύγουστου– νυχτωθήκαμε στις απόκρημνες νότιες πλαγιές των Λευκών Ορέων, πάνω από το παραλιακό δίκλιτο εκκλησάκι του Αγίου Αντωνίου, του καθηγητή της ερήμου, και της Παναγίας της Πανταρμενίζουσας, δεν ξέρω αν εκείνο που μας έσωσε ήταν η καταβατική μας δεινότητα, μέσα στο σκοτάδι ή ο παρακλητικός κανόνας που τόσο γλυκά είχες ψάλει λίγο νωρίτερα, όταν έπεφτε το σούρουπο! Αν μπορεί κανείς φεύγοντας να πάρει μαζί του λίγες εικόνες, μυρωδιές ή ακούσματα, τότε εκείνο το σούρουπο θα είναι από τα πρώτα στο σακίδιό μου.
Άκουσε όμως πώς σε θυμούνται, Φώτη, και κάποιοι από τους πρώτους φοιτητές σου στο πανεπιστήμιο της Αθήνας εκείνα τα δύσκολα χρόνια που ήσουν εκεί.
«Είναι αλήθεια», λέει ένας από αυτούς, «ότι δυσκολευτήκαμε να πιστέψουμε πώς ο νεαρός με το ατημέλητο ντύσιμο και τα εξίσου ατημέλητα μακριά μαλλιά και γένια (σύμβολα τότε της φοιτητικής αμφισβήτησης) ήταν ο καινούργιος καθηγητής της Γενικής Βιολογίας. Την πρώτη αμηχανία διαδέχτηκε γρήγορα ο ενθουσιασμός. Ο νέος καθηγητής, εκτός από την αναμφισβήτητη επιστημοσύνη που κουβαλούσε, μας μόλυνε αμέσως με το μικρόβιο της αγάπης για την έρευνα».
«Θυμάμαι δυο ξεχωριστά πράγματα», λέει κάποιος άλλος. «Ο νέος καθηγητής της Βιολογίας μάς καλεί στο σπίτι του! Καλεί τους φοιτητές στο σπίτι του! Κι εκεί, καθισμένοι στο πάτωμα –καθώς μας ρωτάει τι θέλουμε να κάνουμε, πού θέλουμε να πάμε όταν τελειώσουμε– βλέπουμε ένα μικρό ξύλινο καραβάκι στο γραφείο του με το όνομα “Ελευθερία”. Σκουντιόμαστε και αναγνωρίζουμε αυτό που τόσο πολύ μας έλειπε εκείνη την ανελεύθερη εποχή. Ότι ο καθηγητής ήταν “Δικός μας”.
«Θυμάμαι επίσης», συνεχίζει ο ίδιος, την εκπαιδευτική μας εκδρομή στην Κρήτη. Περπατήσαμε μαζί το φαράγγι της Σαμαριάς. Κι “αδράξαμε τη στιγμή”. Καθυστερούσαμε, δεν θέλαμε να φτάσουμε στην Αγιά Ρουμέλη. Ήμασταν μαζί κι ήταν πραγματικά δίπλα μας. Από τις πιο ωραίες στιγμές μου εκείνων των χρόνων».
Έτσι λοιπόν, μολυσμένοι «με το μικρόβιο της αγάπης για την έρευνα», αλλά και τον έρωτα της ελευθερίας και της αντισυμβατικής ζωής, οι μαθητές σου κυρίευσαν τον κόσμο. Με τη βοήθειά σου πήγαν στα καλύτερα ερευνητικά εργαστήρια της Αμερικής –με πρώτο το δικό σου στο Harvard– και γύρισαν πίσω για να εκπληρώσουν το όνειρο. Και το εκπλήρωσαν. Αν σήμερα η χώρα διαθέτει μία από τις καλύτερες εθνικές σχολές Βιολογίας στην Ευρώπη, αυτό το χρωστάει κυρίως σε σένα και τους μαθητές σου.
Ενώ όμως πολλά αλλάζουν στην επαγγελματική σου ζωή όλα αυτά τα χρόνια –Καίμπριτζ, Αθήνα, Ηράκλειο, Χαϊδελβέργη, Λονδίνο– η Κρήτη παραμένει το σταθερό σημείο αναφοράς σου. Η Κρήτη «συμπυκνωμένη» σε ένα μικρό χωριό στα νότια του νομού Χανίων, στη «σκιά» των Λευκών Ορέων: τη Σούγια. Από το 1974 που την πρωτοανακάλυψες με τον Γιώργο Γραμματικάκη, μέχρι πρόσφατα –σαράντα ολόκληρα χρόνια!- πηγαίνεις κάθε χρόνο εκεί με την οικογένειά σου για καλοκαιρινή ξεκούραση (μετά συγγραφικής εργασίας!) και πορείες στα πανέμορφα παλιά μονοπάτια που ξεκινούν από κει. Και μένεις πάντα, επί σαράντα τόσα χρόνια!, στο ίδιο απλό σπίτι.
Με τη συντροφιά του Βαγγέλη και της Γεωργίας Μυριζάκη. Δύο σπάνιων Κρητικών που έμειναν αχάλαστοι από το «μεγάλο κύμα» που σάρωσε την Κρήτη όλα αυτά τα χρόνια. Αναγνωρίζοντας αυτή τη μοναδική σχέση σου με τον τόπο τους, οι Σελινιώτες σε ανακήρυξαν πριν λίγα χρόνια σε επίτιμο δημότη τους. Και το γιόρτασαν με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο.
Για να σε γνώριζε όμως κανείς αληθινά, Φώτη, έπρεπε να έχει περπατήσει μαζί σου πάνω στα βουνά της Κρήτης. Σ’ εκείνα τα μοναδικά παλιά μονοπάτια όπου μπορείς ακόμα να βρεις την πραγματική ψυχή του τόπου σου‧ και τη δική σου. Ευτύχησα να περπατήσω δίπλα σου όλα τα βουνά της Κρήτης –από τις Μαδάρες και τον Ψηλορείτη ώς τα Λασηθιώτικα, κυρίως όμως τις Μαδάρες– και κρατάω μια πολύ ξεχωριστή θέση στην ψυχή μου γι’ αυτούς τους «περιπάτους». Τρόπος του λέγειν περιπάτους. Γιατί όταν περπατά κανείς με σένα στις Μαδάρες έχει δίπλα του ένα Κρητικό Δον Κιχώτη έτοιμο να παραδοθεί άνευ όρων στο κάλεσμα αυτού του «μαγικού βουνού». Με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Από την περιπέτεια ώς το θαύμα. Συνήθως συνέβαιναν και τα δύο. Εκεί είχα την ευκαιρία να γνωρίσω εν δράσει και μια ξεχωριστή εκδοχή του ηγετικού σου χαρίσματος. Τη μοναδική ικανότητά σου να «παίρνεις πάνω σου μια ομάδα ανθρώπων, ακόμα και την πιο απρόθυμη ομάδα, και να τη φτάνεις στην κορυφή. Έστω κι αν συνέβη κάποτε να είναι η… λάθος κορυφή! Ναι, τότε που μας κατέβασες όλους κάτω, για να μας πας κατ’ ευθείαν απέναντι, στη σωστή κορυφή αυτή τη φορά.
Σε έναν από εκείνους τους «περιπάτους» στις Μαδάρες σε άκουσα για πρώτη φορά να μιλάς για την ελονοσία και τον φορέα του σχετικού παράσιτου: το κουνούπι. Η αρρώστια είχε πια ξεχαστεί στον δικό μας, τον δυτικό κόσμο, γι’ αυτό την είχαν περίπου ξεχάσει και οι ειδικοί επιστήμονες, γιατροί ή βιολόγοι. Όμως η ελονοσία «θέριζε» εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο στις λιγότερο τυχερές περιοχές του πλανήτη μας‧ κυρίως στην Αφρική.
Έτσι, πριν από κάποια χρόνια, το ίδρυμα Μακ Άρθουρ, ένας οργανισμός που χρηματοδοτεί μόνο επίλεκτα ερευνητικά προγράμματα, επέλεξε την ελονοσία ως στόχο και ζήτησε από μια ομάδα διαπρεπών ερευνητών, με σένα έναν εξ αυτών, να συμπεριλάβουν στα ερευνητικά τους ενδιαφέροντα αυτή την ξεχασμένη αρρώστια. Και κάπως έτσι μπήκε στη ζωή σου το κουνούπι.
Η δική σου κύρια ευθύνη θα ήταν να μελετήσεις τους πολύπλοκους μοριακούς μηχανισμούς που επιτρέπουν στο παράσιτο της ελονοσίας να «χρησιμοποιεί» το κουνούπι για τους δικούς του «σκοπούς». Αυτός ήταν και ο μόνος σίγουρος, αν και μακρύς, δρόμος για να φτάσουμε κάποτε και στον «πραγματικό» στόχο: την κατασκευή ενός αποτελεσματικού εμβολίου γι’ αυτή την αρρώστια.
Ο ίδιος σπάνια μιλούσες γι’ αυτό τον στόχο. Δεν σου άρεσαν οι μεγάλες υποσχέσεις. Μιλούσες για την «επιστήμη του κουνουπιού». Αυτήν που φτιάχτηκε τα τελευταία χρόνια, κυρίως στο εργαστήριό σου. Μιλούσες για τα ερωτήματα που απαντήθηκαν κι εκείνα που έμενε να απαντηθούν το αμέσως επόμενο διάστημα. Όμως ακούγοντάς σε κανείς, δύσκολα απέφευγε την εντύπωση ότι βαθιά στο μυαλό σου ήταν καρφωμένος ένας «τελικός» στόχος: το φάρμακο της ελονοσίας.
Διερωτώμασταν τότε οι φίλοι σου –όχι χωρίς ανησυχία(!)– ποια κορυφή της Κρήτης θα διαλέξει πάλι ο Φώτης για να κάνει την αναφορά του όταν αυτό συμβεί. Όταν ο στόχος γίνει πραγματικότητα. Γιατί αυτό πια το είχαμε καταλάβει. Ότι αυτό το «μυστικό νόημα» είχαν πάντα εκείνες οι πορείες, εκείνοι οι «περίπατοι», στα μεγάλα παλιά μονοπάτια.
Αυτό ήταν το κεντρικό νήμα στη ζωή σου• τη ζωή του Φώτη Καφάτου. Η διαρκής αναφορά στην Κρήτη. Αυτό δηλαδή που συνιστά την ουσία του γενέθλιου τόπου‧ την ουσία της πατρίδας. Τόπος σου δεν είναι εκεί που μένεις αλλά εκεί που λογοδοτείς‧ εκεί που κάνεις την αναφορά σου.
Αυτή ήταν η δική σου Κρήτη, Φώτη. Κάτι σαν την Κρήτη του Νίκου Καζαντζάκη. Ένας συμβολικός τόπος, μια ου-τοπία, όπου ερχόσουν για να γεμίσεις τις μπαταρίες της ψυχής σου και να πάρεις φόρα για τα μεγάλα που σε περίμεναν: Να δώσεις σείσμα τ’ ουρανού.
Ύστερα ήρθε η αρρώστεια και η φλόγα μέσα σου να τρεμοσβήνει. Όμως ούτε τότε το έβαλες κάτω. Μέχρι το τέλος η φλόγα δεν έσβησε. Η λάμψη στα μάτια δεν χάθηκε. Ίσως γιατί είχες διαρκώς δίπλα σου μια σπουδαία συντρόφισσα ζωής, ενώ δεν σου έλειψε ο τρυφερός λόγος και η ζεστή αγκαλιά των δύο αγαπημένων σου παιδιών• της Λενιώς και της Μυρτώς. Κοντά σου σήμερα και ο μεγάλος αδελφός σου, ο Αντώνης, αλλά και ο Βενιαμίν της οικογένειας, ο Μηνάς, που σου στέλνει από μακρυά τούτο το μήνυμα. «Άλλοι θα αναφερθούν στις προσφορές σου που δεν σταματάνε με το φεύγα σου.
Για μένα θα είσαι πάντοτε ο ένας από τα δύο αγαπημένα μου αδέρφια». Φεύγοντας παίρνεις μαζί σου μια κρητική κατσούνα. Αυτή που έφτιαξε για σένα ο Βαγγέλης Μυριζάκης όταν οι Σελινιώτες σε αναγνώρισαν σαν έναν απ’ αυτούς. Κι αν ήταν να σε αποχαιρετούσαν τώρα με τον δικό τους τρόπο θα σου τραγούδαγαν εκείνο το μοναδικό ριζίτικο που τόσες φορές τραγούδησες μαζί τους, και μαζί μας, όλα τα χρόνια μιας πλούσιας ζωής γεμάτης χαρά και δημιουργία:
Σε ψηλό βουνό
σε ριζιμιό χαράκι
κάθεται ένας αητός
Το δικό σου ριζιμιό χαράκι ξέρω πού είναι, Φώτη. Και του χρόνου, τον καιρό που σου άρεσε να βρίσκεσαι εκεί, θα είμαστε κι εμείς μαζί σου. Απέναντι απ’ εκείνον τον υπέροχο βυζαντινό βράχο με το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία, στην έξοδο του φαραγγιού της Τρυπητής, στη σκιά του μεγάλου Γκίγκιλου.
Φώτη, αρχηγέ, η «απρόθυμη ομάδα», οι φίλοι σου θα είμαστε εκεί.