Θεοφιλέστατε Ἐπίσκοπε Κνωσσοῦ κ. Μεθόδιε, σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητοί φίλοι, σᾶς εὐχαριστῶ πολύ γιά τήν παρουσία σας σήμερα ἐδῶ καί τήν συμπροσευχή σας γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ πατέρα μου Κωνσταντίνου.
Χαιρετοῦμε σήμερα τόν πατέρα μου Κωνσταντίνο καί συνοδοιποροῦμε μαζί του αὐτές τίς πρῶτες ὧρες τῆς ἐκδημίας του. Γιά τόν πατέρα μου δέν θά πῶ πολλά. Ὅλοι τόν εἴχατε γνωρίσει καί ὅλοι ξέρετε γι’ αὐτόν.
Γιά τό ἦθος του, τήν αἴσθηση δικαιοσύνης, τήν προσωπικότητά του, τήν ἀγωνιστικότητα, τήν ἀποφασιστικότητα, τήν εὐφυία, τήν διορατικότητα, τήν κοινωνικότητα, τήν ἀσίγαστη ἐργατικότητά του, τήν ἀγάπη γιά τήν οἰκογένειά του καί γιά τόν κόσμο ὅλον. Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ χρέους καί τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς.
Μιᾶς προσφορᾶς πρός τούς ἄλλους ὄχι μόνον ἀνιδιοτελοῦς, ἀλλά συνήθως εἰς βάρος τοῦ ἑαυτοῦ του. Χωρίς νά τό πολυσκεφθεῖ, θυσίαζε ἀγαπητικά τόν ἑαυτό του γιά τούς ἄλλους, τούς ὁποίους πολύ ἀγαποῦσε: τούς μαθητές του, τούς συναδέλφους του, τούς συντοπίτες του, τούς φίλους του, τόν λαό.
Μέχρι τίς τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς του ἤθελε νά προσφέρει μέ ὃ,τι τοῦ εἶχε ἀπομείνει: τήν προσευχή καί τά λίγα ἀδύναμα καί τρεμάμενα πλέον λόγια του.
Ἴσως ἡ μεγάλυτερη προσφορά τοῦ πατέρα μου ἦταν ὅτι ἀγάπησε πολύ τόν Χριστό καί θέλησε μέ τήν ζωή του νά μεταδώσει αὐτήν τήν σχέση καί αὐτήν τήν ἐμπειρία στήν οἰκογένειά του καί στούς ἄλλους. Σπούδασε θεολογία στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ πενήντα καί γενικῶς συγκροτήθηκε θεολογικά ἐκεῖνες τίς δεκαετίες τοῦ πενήντα καί τοῦ ἑξήντα.
Ἐπηρεάστηκε ὅπως ἦταν φυσικό ἀπό τό θεολογικό πλαίσιο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, πλαίσιο τό ὁποῖο θά δεχτεῖ κριτική σέ κάποια σημεῖα του ἀπό μιάν θεολογική θεώρηση περισσότερο προσανατολισμένη στήν ἡσυχαστική προσέγγιση τῆς παράδοσης. Ὅμως ἀγαποῦσε καί ἀγαπᾶ πολύ τόν Χριστό καί ὅλη του ἡ ζωή οὐσιαστικά ἦταν ἀφιερωμένη στήν βίωση καί ἔκφραση αὐτῆς τῆς σχέσης.
Τό ἴδιο μέ τόν πατέρα μου Κωνσταντίνο ἀγαποῦσε καί ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί ἡ ἀπό τετραετίας προαπελθούσα μητέρα μου Εἰρήνη μαζί μέ τήν ὁποία εἶμαι σίγουρος ὅτι ἀπευθύνουν τώρα συνεχείς δεήσεις γιά ὅλους μας ἀπό ἐκεῖ πού βρίσκονται μαζί.
Καί χωρίς τήν πτώση τῶν Ἁγίων προπατόρων μας Ἀδάμ καί Εὔας ὁ Λόγος θά σαρκωνόταν γιά νά χαρίσει καί σέ μᾶς τό μέγιστο δῶρο τῆς κατά χάριν Θεαθρωπίας. Ἡ πτώση τους ἁπλῶς ὁδήγησε στήν παρεμβολή τῆς ἀρρώστιας τοῦ θανάτου. Ὁ Θεός οὔτε ἔφτιαξε, οὔτε ἤθελε τόν θάνατο.
Ἀπό ἀγάπη ὅμως γιά μᾶς, ἐπέτρεψε τό φαινόμενο, γιατί ἀλλιῶς τό κακό θά γινόταν αἰώνιο καί κανένας ἄνθρωπος δέν θά μποροῦσε νά σωθεῖ.
Ὅμως καί αὐτήν τήν ἀρρώστια τοῦ θανάτου ὁ Χριστός τήν θεραπεύει πλήρως μέ τήν ἔνσαρκο ἀνάστασή του. Καί ὅπως ὁ θάνατος εἶναι καθολικό γεγονός, ἔτσι καί ἡ ἔνσαρκος ἀνάσταση εἶναι δῶρο καθολικό. Δηλαδή θά ἀναστηθοῦμε ἐνσάρκως ὅλοι μας. Θά ἀναστηθοῦμε ἐδῶ στόν κόσμο μέ σάρκα καί ὀστά καί αἷμα νά κυλάει στίς φλέβες μας.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι χωρίς ἐξαίρεση, ὀρθόδοξοι καί μή ὀρθόδοξοι, πιστεύοντες καί μή πιστεύοντες. Ὅλοι ὅσοι γεννήθηκαν ἀπαρχῆς τοῦ χρόνου θά ἀναστηθοῦν ἐνσάρκως. Καί ὅλοι θά δοῦν τόν Χριστό, τό φῶς καί τήν δόξα του.
Ὅπως λένε οἱ πατέρες μας, ἡ Ἐκκλησία καθορίζεται ἀπό δύο φράσεις: (α) «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» καί (β) «ἐν τῶ Ἅδη οὐκ ἒστιν μετάνοια».
Εἴμαστε τυχεροί πού εἴμαστε ὀρθόδοξοι καί στά ἀδιέξοδα, στήν τραγωδία, στήν ματαιότητα καί στήν σκιά τοῦ κόσμου τούτου ἔχομε καί βιώνομε τό θεραπευτικό καί σωτηριολογικό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν ἐκκοσμικεύεται, εἶναι ὅμως ἐνδοκοσμική, μέ ἄλλα λόγια δέν εἶναι φιλοσοφική, ἠθική ἤ μεταφυσική.
Εἶναι ἐμπειρία καί τήν ἀφορᾶ ἀπολύτως τό παρόν ὡς θεραπεία. Κέντρο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ ἐσκοτισμένου νοός τοῦ ἀνθρώπου, οὕτως ὥστε ὅταν ἀντικρύσομε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ νά τήν προσλάβομε ὡς φῶς φωτίζον καί ὄχι ὡς πῦρ καταναλίσκον.
Ὁ νοῦς εἶναι μιά λεπτοτάτη προσοχή στό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας ὅπου φανερώνεται ὁ Θεός καί ὁ σκοτασμός τοῦ νοός συνίσταται στήν πλημμυρίδα καλῶν καί κακῶν λογισμῶν πού κάθε στιγμή ὅπως ὅλοι μας βιώνομε, κατακυριεύουν τήν καρδιά μας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπό καταβολῆς κόσμου θά δοῦμε τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ.
Καί τό μεγάλο μέλημα ὅλων μας εἶναι πρίν τήν δική μας τελευτή νά μπορέσομε νά θεραπευτοῦμε γιά νά ἔχομε τήν δυνατότητα νά δοῦμε τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς φῶς. Καί ἡ Ἐκκλησία μας μέ τήν ἐμπειρία τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ, μᾶς προσφέρει αὐτήν τήν θεραπευτική δυναμική.
Μᾶς προσφέρει τήν δυνατότητα τῆς μεταμορφώσεώς μας. Δέν μεταμορφώνεται ὁ πάντα ἴδιος Θεός. Ἐμείς μεταμορφωνόμαστε. Ὁ Θεός ἀπό πρό πάντων τῶν αἰώνων μᾶς ἀγαπάει ὅλους τό ἴδιο καί μᾶς ἀγαπάει ἀτρέπτως γιά πάντα ἐκχέοντας τήν Χάρι του συνεχῶς, τό ἴδιο πρός ὅλους γιά πάντα.
Βρισκόμενοι ἐδῶ, τώρα, ἐνώπιον τοῦ πατέρα μου, θά ἤθελα νά σᾶς παρακαλέσω ὅλους, ἐάν κατά τήν διαδρομή τῆς ζωῆς του κάποιον στεναχώρησε, νά τόν συγχωρέσομε ὅλοι μας ἀπό καρδιᾶς. Νά μήν ἔχει κανένα βάρος ἀπό τόν κόσμο τοῦτον. Εἶμαι δέ σίγουρος ὅτι καί αὐτός, ὄχι μόνο μᾶς ἔχει συγχωρέσει ὅλους, ἀλλά συνεχῶς προσεύχεται γιά ὅλους μας.
Θά κλείσω μέ μιάν εἰκόνα τοῦ πατέρα μου. Εἰκόνα μέ τήν ὁποία θά τόν ἔχω πάντα στό μυαλό μου. Μικρό παιδί ἐγώ, πάντα θυμᾶμαι ἀνελλιπῶς τόν Κυριακάτικο Ἐκκλησιασμό μας. Ἀπό σεβασμό καί τιμή πολλές φορές οἱ Ἱερείς προσκαλοῦσαν τόν πατέρα μου στό Ἱερό τοῦ Ναοῦ καί ἐγώ, παιδί ἀκόμα τόν ἀκολουθοῦσα.
Ἔχει χαραχθεῖ βαθειά μέσα μου ὁ ἀπόκοσμος ἡσυχασμός τοῦ Ἱεροῦ κατά τήν Λειτουργία. Πάντα λοιπόν θυμᾶμαι τόν πατέρα μου στό «τά Σά ἐκ τῶν Σῶν», νά βγάζει ἀπό τό σακκάκι του ἕνα καθαρό, καλά διπλωμένο μαντήλι, νά τό ἁπλώνει, νά γονατίζει κάτω εὐλαβικά καί νά προσεύχεται βαθειά.
Μαζί μέ αὐτόν, δίπλα του καί ἐγώ. Ἐκεῖ στόν ἡσυχασμό, στό θυμίαμα, στό φῶς τῆς Ἀνατολῆς. Αὐτός ἦταν καί αὐτός εἶναι ὁ πατέρας μου. Μιά προσευχή γιά ὅλους μας.
Καλό σου ταξίδι πατέρα.
(Επικήδειος λόγος, Ἱερός Μητροπολιτικός Ναός Ἁγίου Μηνᾶ, Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2023).