Η είδηση μου έφτασε από τους οικείους του σαν αστροπελέκι την προηγούμενη του Σαββάτου του Λαζάρου: «Ο Γιώργος έφυγε». Έτσι στην τηλεγραφική απλότητα του δωρικού μέτρου όπως θα ‘θελε και εκείνος να αποχαιρετήσει τους φίλους του για το Μέγα Άγνωστο.
Σαν ατόφιο χαμπάρι από μαυρομαντηλούσα γριά μανιάτισσα, σαν τη τελεσίδικη πράξη του να κλείνεις τον κύκλο του πεπερασμένου της ζωής.
Ναι ο Γιώργος του πνευματικού Ελληνικού Κινηματογράφου, η πολυσχιδής προσωπικότητα, ο συνέκδημος αγάπης και πάθους για τον Ελληνικό χώρο και χρόνο, ο εραστής της ρωμιοσύνης όπως τη φιλοπόνησε και την υπηρέτησε μέσα από το κινηματογραφικό του έργο, μας άφησε χρόνους.
Ο κινηματογραφιστής μανιάτης Ζερβουλάκος και Κρητικός γαμπρός που ώσμωσε την τέχνη του για να τη διαπεράσει με την αρμονία και την ψιλοβελονιά της ποίησης, της Ιστορίας και της λογοτεχνίας πέρασε στην αιωνιότητα.
Ο Ζερβουλάκος που σμίλεψε τις μπομπίνες του με τον ελληνικό μυστικισμό της απλότητας, όπως τη σμιλεύει με το σκαρπέλο του ένας απλός Κρητικός πετράς, ή με τα παραγάδια του ένας ξερακιανός ψαράς του Αιγαίου ή με τη στέρησή του ένας ιερομόναχος στον Άθω.
Κάθε ανοιξιάτικος θάνατος μέσα στο θρίαμβο των λουλουδιών, σκέφτηκα, ξεφεύγοντας ένα ασυγκράτητο δάκρυ από τη θλιβερή είδηση της κόρης του Χρυσούλας, για εκείνους που κέρδισαν με το έργο τους την αιωνιότητα, είναι και ένας επαναπατρισμός. Γι’ εκείνους, ο θάνατος είναι ο θρίαμβος της ζωής. Ζούνε μέσα από το θάνατο.
Τον θάνατο δεν τον φοβόταν ο Γιώργος, όντας αυθεντικό μανιάτικο σκαρί, παρόλα τα σοβαρά προβλήματα που τον πολιορκούσαν τελευταία. Οι Μανιάτες Κουτηφαριάνοι ζωγράφοι, θυμάμαι χαρακτηριστικά να μου λέει, «ζωγράφιζαν άσκημους όλους του Αγίους, ακόμη και το Χριστό. Όλους εκτός από τον Άρχοντα Μιχαήλ το Χάροντα. Αυτόν τον παριστάνανε όμορφο, με μεγάλα καυτά μανιάτικα μάτια. Ο θάνατος είναι ο εδικός τους άνθρωπος» μου έλεγε.
Πως λοιπόν να τον σκιάξει; Ακμαίος, πνευματώδης και με ανεξάντλητο χιούμορ να αφηγείται μέχρι και πολύ πρόσφατα, με αυτό το μανιάτικο πείσμα του για τα κεκραγάρια του ελληνικού κόσμου του, σαν άλλος Φώτης Κόντογλου, βγαλμένα μέσα από θρύλους και χρονικά. Και ανατρέχω πάλι με νοσταλγία μετά το άσχημο χαμπάρι σ’ αυτό το νάμα της αείρροης γραπτής δημιουργίας του, στα «Κεκραγάριά» του για να ξαναρουφήξω αυτό το περίλαμπρο συναξάρι του Ελληνισμού, έργο της ωριμότητάς του.
Ο Γιώργος, Μανιάτης πάππου προς πάππου, είχε πλάι σ’ αυτό το μέγα προνόμιο και την πολύτιμη ιδιότητα του ποιητή και του δεινού αφηγητή, τόσο που κάθε του λέξη και λαλιά να νοιώθεις να σου την προσφέρει σαν από ένα παμπάλαιο κύπελλο γιομάτο μπρούσκο μαλβαζία ώστε να μεθάς.
Έβλεπα παραμονές του Σαββάτου του Λαζάρου την ψυχή του Γιώργου να φτερουγίζει από το πολύβουο Αττικό Χαλάνδρι για τα μανιάτικα πετροβούνια στα νύχια του Ταΰγετου μπροστά στη σπηλιά του Άδη. «Ο τόπος όλο σκισμένα βράχια, το κύμα έρχεται με φόρα, κρούει στην πέτρα, την ξεσκίζει, μπαίνει βαθιά μέσα στις φλέβες του χαρακιού, τραβιέται πίσω για να ξανάρθει, ξανά και ξανά» καθώς λέει ο ίδιος στα Κεκραγάριά του. Ψυχές πολλές αλατομαζώχτρες μαζεύουν ανοιξιάτικα μέσ’ απ’ τις γούρνες το αλάτι χιονάτο. Το πέλαγο πίσσα μαύρο, φουρτουνιασμένο. Ντάλα Απρίλης, στον τόπο ξεραϊλα. Μόνο ψηλά στους προγονικούς πύργους στο Πετροβούνι, φραγκοσυκιές δίνουν μικρές πράσινες εκρήξεις στην ξεραΐλα. Μήτε φρύγανο, παρά βράχια κοφτερά, αγκαθωτά και κύματα άγρια, μανισμένα. Ψηλά οι πέτρες να πυρώνουν.
Τον έβλεπα ακόμη πιο μπροστά στα ατέλειωτα ταξίδιά του στο Άγιον Όρος για να περισώσει με τις μηχανές του την άφατη κληρονομιά των αιώνων και να κάνει λογοπαίγνια με τους καλόγερους πώς μπορεί κανείς να κινηματογραφήσει το «Εν Αρχή ην ο Λόγος», αυτό που ο Ιωάννης είπε μοναχά με πέντε λέξεις. Να κατηφορίζει με το μοναχό Μεθόδιο στα πέτρινα μονοπάτια μέσα στις καστανιές και τις μηλιές των Καρυών μέχρι το κονάκι των Παχωμαίων με τα μακεδονίτικα σαχνισιά με την απελέκητη καστανιά για να κινηματογραφήσει την αλώβητη βυζαντινή δόξα της Αθωνικής Πολιτείας. Να ψάχνει εναγωνίως το κελί του φημισμένου ζωγράφου «Διονυσίου του εκ Φουρνά» πίσω από το καμπαναριό του Πρωτάτου στις Καρυές.
Κι ακόμη τριάντα και πλέον χρόνια πίσω όταν πρωτοσυναντηθήκαμε στις ατέλειωτες κουβέντες και αποδράσεις μας στην κρητική φύση και τις παροιμιώδεις αξέχαστες παρέες με Νίκο Κούνδουρο και Ψαραντώνη, στη λιγόσαρκη κρητική γη με τις φραγκοσυκιές στα πετρώδη χωριά του αγαπημένου του Μεραμπέλλου που πολλά του θύμιζαν έντονα τη Μάνη ενώ οι ορίζοντες και οι σαρακωτές κρητικές βουνοκορφές τον παρέπεμπαν σε βυζαντινές αγιογραφίες. Πάντα με το μοναδικό στήριγμα της ζωής του, τη γυναίκα του Πόπη Φραγκάκη.
Σε ένα από τα εμπνευσμένα βιβλία του το «δημοπρατήριο ονείρων», τίτλος γεμάτος νοσταλγία, ο συγγραφέας σκηνοθέτης Γιώργος Ζερβουλάκος ως ένας από τους πρωτεργάτες του ελληνικού σινεμά, μας εισάγει σ’ ένα οδοιπορικό μέσα από τις ντοκουμενταρισμένες εμπειρίες του. Με ύφος συχνά ανεκδοτολογικό και με σπάνιο φωτογραφικό υλικό αρχείου, παρουσιάζεται το δίκτυο των ανθρώπων που στελέχωσαν τον ελληνικό κινηματογράφο από τη γέννηση και ενηλικίωσή του, όλης αυτής της γενιάς της 7ης Τέχνης που κλείνει σιγά σιγά τον βιολογικό της κύκλο.
Γράφει ο αείμνηστος πλέον Γιώργος ότι «ο Ελληνικός κινηματογράφος φύτρωσε αυθαίρετα σε χωράφι άγονο, άνυδρο, άσκαφτο και ξερό σαν κριθαρένιο μανιάτικο παξιμάδι, σ’ αυτό χρωστάει την νοστιμιά του. Οι Έλληνες κινηματογραφιτζήδες σε καμιά περίπτωση δεν ξεκίνησαν σαν σπουδαγμένοι επαγγελματίες, παρέμειναν ες αεί ερασιτέχνες για να μην πω παθιασμένοι εραστές του κινηματογράφου, μιας νέας τέχνης που σχεδόν οι ίδιοι επανεφηύραν.
Στους πρωτοπόρους αυτοδίδακτους κινηματογραφιστές προσήλθαν κι άλλοι πολλοί, από άλλες τέχνες, πάλεψαν μαζί τους την φτώχεια τα μαρτύρια του γένους μας, τα δύσκολα, σκληρά, ματωμένα χρόνια, με ξένες και ντόπιες κατοχές, με εχθρικό και καχύποπτο κράτος, άγρια πείνα και διωγμούς αλλά και με αστραφτερά ονείρατα, για να καταφέρουν να γυρίσουν λίγα «καρέ» σε ληγμένο αρνητικό με μηχανή πολλές φορές αυτοσχέδια.
Και στέριωσαν με πάθος και πείσμα τον Ελληνικό Κινηματογράφο. Όλες οι χώρες έχουν την δική τους Ιστορία του Κινηματογράφου, εμείς από πάνω έχουμε και τη Μυθολογία μας. Είχα την τύχη να προκάνω να ζήσω μαζί τους αυτά τα μυθικά χρόνια, τουλάχιστον γνώρισα από κοντά τους μάρτυρες εκείνου του κινηματογράφου. Τους αγάπησα, δούλεψα μαζί τους, φάγαμε ψωμί, ήπιαμε κρασί, τους θυμάμαι και τους νοσταλγώ».
Τούτο το Σάββατο του Λαζάρου τα πετροβούνια της Μάνης, της προσηλιακής και της αποσκιαδερής, αχολογούσαν από το μεγάλο φευγιό. Οι γέρικοι πύργοι σφηνωμένοι αναμεσίς σε φλόμους και φραγκοσυκιές, που φεύγουν σαΐτες κατά τα ουράνια, κι εκείνοι έστησαν το μοιρολόι σ’ έναν μεγάλο απόντα. Στον Γιώργο Ζερβουλάκο που θα θυμόμαστε και θα νοσταλγούμε. Αλλά θα είναι για πάντα παρών μέσα από το αφθονοπάροχο έργο του. Ας είναι αιώνια η μνήμη του.