Στις πρωτόγνωρες συνθήκες της πανδημίας ο άνθρωπος ζει, αρρωσταίνει και φεύγει, αν χάσει τη μάχη, ολομόναχος. Έτσι δεν αποχαιρετούμε, όπως νιώθομε και όπως τους αξίζει, τα αγαπημένα μας πρόσωπα.

Ένα χρόνο μετά το θάνατό του, στα ενενηνταδύο του, αποχαιρετώ κι εγώ το συγγενή και φίλο μου Γιάννη Νιπυράκη μέσω της εφημερίδας «Πατρίς», που συχνά διάβαζε.

Ο Γιάννης, ζώντας όλα του τα χρόνια στο χωριουδάκι μας, τα Πρεβελιανά, επηρεάζοντας θετικά την κοινωνία με τις υψηλές του αρετές, την αγάπη του στο βιβλίο και το ωραίο του παράδειγμα, έδειξε πως η χειρωνακτική εργασία, που ασκούσε ως γεωργός και τσαγκάρης, είναι βαθιά και ουσιαστικά μορφωτική· πως ανοίγει, φωτίζει και κάνει θετικότερο, οξύτερο και κριτικότερο το μυαλό : πώς η αυτομόρφωση που επεδίωκε έδινε ψυχή στα εργαλεία της δουλειάς του και της έδινε νόημα. Το Γιάννη και αρκετούς ακόμη συγχωριανούς μου «του Δημοτικού» θυμούμαι, όταν επιστήμονες, καλλιτέχνες, «πνευματικοί άνθρωποι», με γνώσεις πολυπληθείς και ταλέντα, αποδεικνύονται ανήθικοι, ανελεύθεροι, τυχοδιώκτες, θηρία επικίνδυνα για τον άνθρωπο και την κοινωνία.

«Για τέτοιους ανθρώπους στέκει ο κόσμος ακόμη», μου έλεγε συχνά η μάνα μου και εννοούσε τις ισορροπημένες προσωπικότητες, για τις οποίες ο σεβασμός και η αγάπη στο μέσα και στο δίπλα τους άνθρωπο υπήρξαν το πρώτο τους μέλημα.

Ο Γιάννης Νιπυράκης ήταν ένας από τους πολλούς συγχωριανούς μου που στεκόταν δίπλα μου και χαιρόταν βλέποντάς με, μαθήτρια του μονοθέσιου δημοτικού μας, να διαβάζω τον Παπαδιαμάντη, τον Ξενόπουλο, τον Καρκαβίτσα, ενώ έβοσκα τα πρόβατά μας ή να μαζεύω χοχλιούς και χόρτα για τις ανάγκες του σπιτιού μας ή να τον βοηθώ στο Αναλόγιο. Που, όταν ήμουν μαθήτρια στην πρώτη του Γυμνασίου Αγίας Βαρβάρας, έμαθε πως περπατώντας στο χιονισμένο ορεινό μονοπάτι για το σχολείο κάρφωσε στο παγωμένο μου δάχτυλο το καρφί του παπουτσιού μου και δυσκολεύτηκαν να το ξεκαρφώσουν, όταν έφτασα στο σχολειό, έκλαψε από τις τύψεις του, γιατί δε μού ‘φτιαξε καινούρια παπούτσια, αντί να διορθώσει αυτά που του πήγα.

Στο τσαγκάρικό του κάναμε πολλές κουβέντες ουσιαστικές. Η μειλιχιότητα, η αρμονία που εξέπεμπε και ο σεβασμός στο συνομιλητή του, παρά τη μεγάλη του ηλικία, δεν περιγράφονται.

Κάθε φορά, φεύγοντας από το τσαγκάρικο ένιωθα σίγουρη πως όλες τις δυσκολίες τις νικά η συνέπεια, η σταθερότητα, η καρτερία, η επιμονή, η σκληρή εργασία και προπάντων η θέληση. Σοβαρότατο επίτευγμα για ένα παιδί. Συχνά στη διάρκεια των σπουδών μου, στη δύσκολη για τα φτωχά παιδιά του λαού δεκαετία του 1960, διαπίστωσα πως πράγματι η αξία μας βρίσκεται στα μύχια του είναι μας, στη θέλησή μας.

Με την ιδιότητα του ιεροψάλτη στην ιστορική εκκλησία του Αγίου Αθανασίου ο Γιάννης πρόσφερε στους κατοίκους των Πρεβελιανών την ποιότητα της εκκλησιαστικής μουσικής και των εκκλησιαστικών κειμένων, με τη μοναδική σε μελωδικότητα και καθαρότητα φωνή του, με την τέχνη του. Αρνούμενος μάλιστα την πρόσκληση του σπουδαίου ιεράρχη Ευγένιου Ψαλιδάκη να υπηρετήσει στην Αρχιεπισκοπή ως ψάλτης τελειοποιώντας συγχρόνως και την ψαλτική τέχνη. Προτίμησε να μείνει στα Πρεβελιανά, όπου υπηρέτησε ευσυνείδητα τη γη του, την τέχνη του τσαγκάρη, την εκκλησία, την κοινότητα με την ενεργό συμμετοχή του και βέβαια την οικογένεια και τα τρία παιδιά του.

Μέσα στην εκκλησία του χωριού μου ένιωσα την πληρότητα της αισθητικής συγκίνησης που γεννούσε η τέλεια άρθρωση και φωνή του. Νομίζω πως ήταν η πρώτη μορφή Τέχνης που είχα την τύχη να γευθώ από τη βάφτισή μου και τα παιδικά μου χρόνια και ξαναζούσα χαρούμενη ως πρόσφατα, όποτε οι περιστάσεις μου το επέτρεπαν. Συνετέλεσε επίσης με την ψαλτική του τέχνη στην επαφή μου με τη γλώσσα και τα νοήματα των ιερών κειμένων από το Δημοτικό κιόλας (βοηθούσε τότε και η καθαρεύουσα), αλλά κυρίως στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου.

Μέσα στην εκκλησία ακούγοντάς τον εξασκούσα όσα μάθαινα στο Γυμνάσιο Αγίας Βαρβάρας από τους καλούς μου φιλολόγους Μανώλη Μπορμπουδάκη, Χαράλαμπο Πρινιανάκη και Γιάννη Περισυνάκη, τόσο στη γραμματική όσο και στο συντακτικό. Αναγνωρίζοντας και αντικαθιστώντας τους ρηματικούς τύπους, αναλύοντας μετοχές και απαρέμφατα σε προτάσεις και προσπαθώντας να μεταφράσω δύσκολα κομμάτια, ακόμη και με ιδιωματικούς ομιλούμενους τύπους, συνειδητοποιούσα τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, του ελληνισμού, της φυλής. Έζησα υπέροχες στιγμές κατανοώντας έτσι τη λειτουργία και τη σχέση των λέξεων μεταξύ τους, όπως, όταν κατάλαβα τη σχέση της κατηγορηματικής μετοχής με το ρήμα της εξάρτησης.

Ευγνώμων για όλα τα παραπάνω, κατευοδώνω τον εξάδελφο και φίλο μου Γιάννη Νιπυράκη για το μεγάλο ταξίδι. Μέσα στην ψυχή μου θα μένει πάντα ζωντανός μαζί με τις συναντήσεις και συζητήσεις μας. Από τις τελευταίες η πιο ενδιαφέρουσα έγινε λίγα χρόνια πριν στο σπίτι του, όταν ολοκλήρωνα την έρευνα για τη συμμετοχή του χωριού μας στις επαναστάσεις κατά των Τούρκων. Ο Γιάννης μου μετέφερε με τρόπο μαγευτικό όσα του είχε εξιστορήσει η μάνα του, η θεία Καλλιόπη Μανουκάκη, για τους σεβάσμιους νεκρούς μας. για τον πατέρα της, το Στέργιο, αδελφό του παππού μου, και το μικρότερο αδελφό τους, Μιχάλη.

Και οι δυο τους πολέμησαν τους Τούρκους στην Επανάσταση του 1897. Ανήκαν στο Σώμα του Νικόλαου Μαρή, από τον Άγιο Θωμά. Σκοτώθηκαν, ο Στέργιος στα 38 του, αφήνοντας πίσω του τη γυναίκα του Ελένη με τέσσερα ορφανά, και ο Μιχάλης, 28 χρόνων, άγαμος, στην περιοχή «Κορμός» στο Κανλί Καστέλλι (Ηλία Βουτιερίδη, «Ημερολόγιον τάγματος των επιλέκτων Κρητών», 291 σελίδα). Τα πτώματά τους φορτωμένα στα μουλάρια, μετέφερε ο δεκαεννιάχρονος αδερφός τους και παππούς μου, Γιώργης Μανουκάκης, στα Πρεβελιανά, όπου τάφηκαν στον ίδιο τάφο, στο νεκροταφείο του Αγίου Αθανασίου. Το μεγαλύτερο κορίτσι του Στέργιου, την Καλλιόπη – η μάνα του Γιάννη – , η μάνα της την πάντρεψε πολύ μικρή με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της Αντώνη Νιπυράκη, για να προστατευτεί όλη η οικογένεια. Όταν δημοσιεύτηκε το σχετικό άρθρο στην εφημερίδα «Πατρίς», η χαρά του Γιάννη ήταν απερίγραπτη. «Δεν πρέπει να σβήσει η ιστορία μας», έλεγε και ξανάλεγε με εφηβικό ενθουσιασμό. «Το άρθρο αυτό είναι ένα λουλούδι στη μνήμη τους.»

Και τούτο το κείμενο ένα ταπεινό κυκλάμινο αγάπης είναι στη μνήμη του Γιάννη. Από κείνα που φυτρώνουν στα βράχια του χωριού μας.