Η Κάτω Πουλιά, το πολιτισμένο χωριό των Σαϊπιανών προσφύγων, ενωμένων άρρηκτα στη χαρά και στη λύπη 97 χρόνια τώρα, φόρεσε και πάλι, όπως πριν 40 μέρες, τα μαύρα της και μαζί με το πλήθος των φίλων που συνέρρευσαν, αποχαιρέτησαν το ωραίο βλαστάρι του Κυριάκου και της Ελένης που όλοι τους αγαπούσαν και καμάρωναν, την Έφη Γαϊτάνη. Αποχαιρέτησαν την Έφη, που έφυγε για την αιωνιότητα, βλαστάρι μικρό, τρυφερό και υποσχόμενο καρπούς εύχυμους. Την αποχαιρέτησαν στο ιστορικό της χωριό, καθώς σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, 40 μέρες μετά την αποδημία της η άδολη της ψυχούλα, εγκαταλείποντας τον μάταιο κόσμο μας, θα παρουσιαστεί και θα προσκυνήσει τον Θεό, για να κατοικήσει πια κοντά του περιμένοντάς μας.
Κατευόδωσαν την Έφη, που μέσα σε λίγες μέρες, λαβωμένη από τον καρκίνο, εγκατέλειψε τον γιο της, τον άντρα της, τους γονείς και τις αδερφές της, τους συγγενείς και τους φίλους της, την επιστήμη και τη δουλειά της, τη ζωή και τον κόσμο που αγαπούσε, αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί και έφυγε για τους ουράνιους χώρους των Αγγέλων, πριν να δώσει ό,τι μπορούσε, πριν αυτοπραγματωθεί. Πήγε για να Τους συμπληρώσει και να Τους ομορφύνει.
Αποσπάστηκε βίαια και οδυνηρά από τον κορμό του όμορφου Δέντρου της Ζωής, του δέντρου της πατρικής αγαπημένης οικογένειας και εκείνης που η ίδια με τις ελεύθερες και υπεύθυνες επιλογές της δημιούργησε και απολάμβανε ευτυχισμένη. Αποσπάστηκε οδυνηρά, γιατί η γεμάτη αγάπη και ανθρωπιά ψυχή της πονούσε, αφενός για τον αβάσταχτο πόνο που θα βίωναν για τον θάνατό της οι αγαπημένοι της – οι ήδη πονεμένοι από τον θάνατο του αδερφού της γονείς της, ο Βαγγέλης και οι αδελφές της – αλλά και αφετέρου για ό,τι πολύτιμο θα στερηθεί με την απουσία της ο λατρεμένος της Κυριάκος. Και ’γω, η επί χρόνια καθηγήτριά της, που την αγαπούσα σα δικό μου παιδί, οικογενειακή και προσωπική της φίλη, χτυπημένη σαν από κεραυνό από το γεγονός του θανάτου του σεμνού αγαπημένου κοριτσιού που ζούσε πάντοτε στη σκέψη και στην ψυχή μου, είμαι στη δυσάρεστη θέση, αφού ευχηθώ δύναμη και κουράγιο στους γονείς, στον άντρα της και τις αδερφές της, να κάνω αυτό που θα ήταν φυσικό αυτή να κάνει σε μένα. Να την κατευοδώσω απλά, αληθινά και πονεμένα, όπως νοιώθω.
-Έφη, κοριτσάκι μου, όλοι οι άγγελοι ένοιωσαν το πέταγμά σου κοντά τους, καθώς πρόσεξαν την αγαλλίαση του Ουρανού, όταν αγκάλιαζε στοργικά την ψυχούλα σου. Ανοίγοντας τα φτερά τους, σε υποδέχθηκαν και εκείνοι χαρούμενοι, βέβαιοι πως θα πλουτίσεις τη συντροφιά τους, αλλά και ανταγωνιστικά ανήσυχοι, γιατί μαζί τους θα ζει στο εξής ένα υψηλό πρότυπο αγνότητας, καλοσύνης και ανθρωπιάς. Αυτοί οι νέοι σου σύντροφοι, θα σου γλυκάνουν τις πληγές της στέρησης των αγαπημένων σου προσώπων και θα σου δείξουν πώς θα απαλύνεις από ψηλά τον πόνο τους και θα τους προστατεύεις, όπως με αυταπάρνηση έκανες πάντοτε με όποιον ρόλο είχες, ακόμη και εκείνον του μικρού παιδιού.
Αυτό διαπίστωνα με συγκίνηση το μεγάλο διάστημα της παιδικής, εφηβικής και νεανικής σου ζωής, όταν ήμασταν πολύ κοντά και σε καμαρώναμε, «ο Μεταξάκης», όπως εσύ τον έλεγες και ’γω, πολυαγαπημένη μαθήτρια και φίλη μας. Μια σχέση που αναβίωνα και βάθαινα, χρόνια τώρα, όσο εσύ άνοιγες τα φτερά σου και πέταγες, διαβάζοντας τις σκέψεις σου στα τετράδιά σου, που μου είχαν μείνει μαζί με την εικόνα σου, εκείνη του στοχαστικού, αποφασιστικού και πρόωρα ώριμου παιδιού. Το ίδιο έκανα και αργότερα, που διακριτικά και με καμάρι και υπερηφάνεια, παρακολουθούσα κάθε συνειδητό και σοβαρό σου βήμα στην οικογένειά σου, στην προσωπική σου ζωή και στον επιστημονικό και επαγγελματικό σου αγώνα. Καμαρώναμε με τον Μανώλη, όσο ζούσε, την προσωπικότητά σου από τα σταθερά «δικά σου» βήματα, που κανόνιζαν μόνο οι εσωτερικές σου ανάγκες, τις οποίες, με την αυτογνωσία που είχες, γνώριζες καλά. Σκεφτόσουν και αποφάσιζες έτσι, ίσως και γιατί είδες από πολύ νωρίς την τραγική αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στην παντοδυναμία της Μοίρας, στην οποία αναγκαστικά ακόμη και οι θεοί πείθονται κατά τους αρχαίους Έλληνες. Έτσι κατάλαβες την αξία, για την ποιότητα της ζωής, της σωτήριας συμφωνίας, αρμονίας και συνέπειας των αισθημάτων και των σκέψεων με τις αποφάσεις και τις πράξεις μας.
Πολυαγαπημένη μας Έφη, βάδισες ωραία στη ζωή σου, με συνέπεια και ουσία, σύμφωνα με την πνευματική και ψυχική σου καθαρότητα και τις ανθρωπιστικές σου αρχές.
Ήσουν ένα ταπεινό κυκλάμινο που δεν επιδίωξε ποτέ του τον εντυπωσιασμό, αλλά με το άρωμά του γινόταν αισθητό στους ευαίσθητους ανθρώπους, σε αυτούς που ήξεραν να διακρίνουν την ποιότητα και να νοιώσουν την αληθινή αισθητική συγκίνηση από το Ωραίο, το Ηθικό και το Αληθινό.
Για τη δράση σου στο σχολείο μίλησαν στην κηδεία σου αυτοί που «λειτουργούσαν» μαζί σου. Εγώ, γνωρίζοντας τις μεγάλες σου αρετές – τον παράδεισο της ψυχούλας σου και τη σιωπηλή σου αφοσίωση σε υποθέσεις σοβαρές και ωραίες – είμαι σίγουρη για το συνειδητό σου δόσιμο στα παιδιά, όπως σίγουρη είμαι και για την αγγελικά ευγενική καθημερινή και αναντικατάστατή σου προσφορά στον σύντροφό σου και στον γιο σου, στους λαβωμένους σου γονείς, στις αγαπημένες σου αδερφές και σε όλους τους συγγενείς, τους δικούς σου και του Βαγγέλη, και στους φίλους σου.
Όλοι μας, όσο ζούμε, θα υπερηφανευόμαστε και θα παραδειγματιζόμαστε από την αξιοπρέπεια της ζωής και του θανάτου σου, τον οποίον αντιμετώπισες ήρεμα, γαλήνια και αξιόπρεπα. Με μια δύναμη που θα ζήλευαν οι ηρωίδες των αρχαίων τραγικών. Γιατί, αν και ήξερες την πλήρη αλήθεια για την εξέλιξη της αρρώστιας σου, την πολέμησες με τα όπλα της προσωπικότητας και του χαρακτήρα σου και τη δύναμη που σου έδινε η αγάπη σου σε όλους τους ανθρώπους της καρδιάς σου…
Έφη μας, «αναπαύου εν ειρήνη». Δυνάμωνε και προστάτευε από ψηλά τους αγαπημένους σου στο σκληρό αλλά ιερό ανήφορό τους, το ανέβασμα του οποίου αποτελεί σκοπό ζωής τους και υπόσχεση σε σένα. Το δικό σου παράδειγμα δακτυλοδεικτεί τη στάση που πρέπει να κρατήσουν στην προσπάθεια αυτού του ανήφορου και σίγουρα θα την κρατήσουν.
Εμείς θα σε αγαπάμε πάντοτε και θα σε θυμόμαστε, όπως δούλεψες και σου αξίζει…