«Το παλιό Αρκαλοχώρι» αποχαιρέτησε την Πέμπτη το μεσημέρι, 5 Ιουνίου, με συγκίνηση και αγάπη ένα από τα πιο ευωδιαστά του λουλούδια, που χωρίς «του κισσού το πλάνο ψήλωμα», αλλά με συνεχή κοπιώδη προσπάθεια ανέβηκε ψηλά, άνθισε και κάρπισε καρπούς ευωδιαστούς και χυμώδεις: στο ήθος, στην επιστήμη, στην οικογένεια, στην κοινωνία και στην τέχνη, κάνοντας περήφανο το γενέθλιο τόπο της που δεν ξέχασε ποτέ.
Το Αρκαλοχώρι κατευόδωσε την παθολογοανατόμο γιατρό και επί χρόνια διευθύντρια του νοσοκομείου «Ελπίς», Αθηνά Ανδρουλάκη – Παπαμάρκου, το παιδί του, που υπερηφανευόταν για τον τόπο της, ευγνωμονώντας τον για όσα της έδωσε ως τα δεκαοχτώ της, υλικά, πνευματικά, ηθικά, συναισθηματικά, βαθιά ριζωμένα μέσα της στέρεα στηρίγματα της ισορροπημένης της προσωπικότητας. Αν και ήταν γνωστό από καιρό πως ο θάνατος την είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής, συγκλόνισε η τελευταία της επίσκεψη (τόσο διαφορετική από τις παλιές ευτυχισμένες που συνήθιζε), όταν τη συναντήσαμε στα νεκρώσιμα των στύλων, σοβαρή και θλιμμένη, τυλιγμένη στο ζεστό της παλτό σαν να κρύωνε. Κι ύστερα η νεκρώσιμη καμπάνα ανακοίνωσε την απώλειά της.
Η Αθηνά, στη σύντομη διαδρομή της, υπήρξε ένας καθημερινός, αθόρυβος, αφοσιωμένος στη συνειδητή και πλούσια αποστολή του δρομέα, που αφειδώς έδινε όλες του τις δυνάμεις ταπεινά, γιατί έτσι ένιωθε γεμάτη και αξιοβίωτη τη ζωή της.
Συνθλίβω μέσα μου το χρόνο, για νά ‘χω πρόσβαση πραγματική στην εποχή εκείνη της εφηβείας της, της εφηβείας της πρώτης αξέχαστης σειράς των μαθητών του φροντιστηρίου «Μεταξάκη». Ήταν όλα τους νέα ευωδιαστά λουλούδια που δεν είχαν ακόμη ξεδιπλώσει τα φύλλα τους, μα ανάδιναν τους θησαυρούς της νοημοσύνης, της ευαισθησίας και της δραστηριότητας. Το μάτι του εσωτερικού ουρανού της Αθηνάς χαμογελούσε τότε έτσι, όπως συνέχιζε να χαμογελά ως το τέλος της ζωής της, γιατί δεν είχε την αγοραία αγριάδα, παρά την καθημερινή της αναμέτρηση στη σκληρή κοινωνία της εποχής μας.
Κουβαλώντας τα βιώματα εκείνα, αναφερόταν συχνά με ευγνωμοσύνη στον καθηγητή της Μανόλη Μεταξάκη, «Όχι μόνο γιατί μου έμαθε καλή φυσική, αλλά κυρίως για τη μοναδική έμπρακτη συμπεριφορά του, δηλαδή τη στοργή, τη φροντίδα του και την πίστη του στο μυαλό και τη θέλησή μου. Αυτά μου έδωσαν φτερά και μου δίνουν ακόμη, γι’ αυτό ο άδικός του θάνατος με πόνεσε πολύ…».
Η Αθηνά αγωνιζόμενη ουσιαστικά στην ωραία της οικογένεια, σπούδασε παράλληλα Iατρική, ακολούθησε τη δύσκολη ειδικότητα της παθολογοανατόμου και ανέλαβε τη διεύθυνση του νοσοκομείου «Ελπίς», που στα χρόνια της ευδοκίμησε. Ήταν λειτούργημα απαιτητικό και υπεύθυνο, που το αγαπούσε και του δινόταν, προσφέροντας τις επιστημονικές της υπηρεσίες και τη στοργή της στον πάσχοντα, ευεργεσίες που γεύθηκαν πολλοί άνθρωποι της περιοχής μας.
Γιατί, αν και πέρασαν τα χρόνια και έφτασε ψηλά σε όλους τους τομείς της ζωής, δεν ξέχασε τις καταβολές της. Φρόντιζε άγρυπνα τους γονείς της και όλη την οικογένειά της, επισκεπτόταν τον τόπο της, ήταν δίπλα σε όσους χρειάστηκαν την ιατρική της βοήθεια. Φρόντιζε να ξαναζεί τη ζωή που έζησε στα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στο Σύλλογο Αρκαλοχωριτών Αθήνας «Ο Προφήτης Ηλίας», στην ίδρυση του οποίου ήταν πρωτεργάτης και τα πρώτα χρόνια αντιπρόεδρός του.
Η Αθηνά, με την εργατικότητα, την πολυπραγμοσύνη και τον προγραμματισμό της, αναδείχτηκε σε έναν άνθρωπο «καθολικό», ξεφεύγοντας από το θανάσιμο κίνδυνο της μονομέρειας της εξειδικευμένης επιστήμης και εργασίας της. Δε χάθηκε μέσα στη σύγχυση της εποχής, αλλά κίνησε τις δημιουργικές της δυνάμεις και τις κατηύθυνε σωστά. Δούλεψε ακούραστα, σοβαρά και πολύμορφα και άφησε έργο στη σύντομη ζωή της, όπως συμβαίνει σε όσους ήρθαν για να φύγουν γρήγορα. Χωρίς αυταρέσκεια και αυτεπάρκεια, ασχολήθηκε με τις καθολικές αναντικατάστατες αξίες της πνευματικής ζωής, με τη γοητευτική πολυσημία των λέξεων και έγραψε ποίηση, αφήνοντάς μας πέντε ποιητικές συλλογές (εκδόσεις Γαβριηλίδης).
Την επομένη της παρουσίασης της τελευταίας της συλλογής («Μύλοι της θάλασσας», 2016) διαπίστωσε το χτύπημα της αρρώστιας που ήξερε – τι τραγικό – πως ταυτιζόταν με το θάνατο. Ο θάνατος, «άστρο που διαμελίζεται και φεύγει από τα ύψη σαν να ενεδρεύει παντού και να καγχάζει βλέποντας την ευτυχία των ανθρώπων», κατά το συγγραφέα.
Καλή μας Αθηνά, η αρρώστια αφού σε βασάνισε σε παρέδωσε στο θάνατο, όταν θα ξεκουραζόσουν και θα καμάρωνες δίπλα στον άνδρα σου και μαζί του το μεγάλωμα της εγγονούλας σας, της Αθηνούλας, και τα άλλα σου εγγόνια που θά ‘ρθουν μα δε θα σε γνωρίσουν. Τίμησες όλους τους πολλαπλούς σου ρόλους κρατώντας κατά τον αγώνα σου μια σπάνια ισορροπία και αρμονία. Τίποτε απ’ ό,τι έκανες δε θα χαθεί απολησμονημένο στη φθορά. Όσοι σε γνωρίσαμε και σ’ αγαπήσαμε σε κατευοδώνομε με αγάπη και πόνο, καθώς φεύγοντας για τις γειτονιές των αγγέλων, το νικηφόρο στεφάνι στο κεφάλι σου επιβραβεύει τον πολύμορφό σoυ αγώνα για μια ζωή ποιοτική, πολύμορφη και πολυποίκιλη.
Την Πέμπτη την ώρα της ταφής σου η σκέψη μας ήταν κοντά σου στο νεκροταφείο του Χαλανδρίου. Σε φανταζόμασταν πανέμορφη, τρισεύγενη, χαμογελαστή, να μας χαρίζεις την αισθητική ποιότητα και χάρη που ανάδινες σε όλη τη γεμάτη νόημα και σκοπό ζωή σου, θυμίζοντας του Μένανδρου και του Σενέκα το «πόσο χαριτωμένος και αγιασμένος είναι ο άνθρωπος, όταν είναι πράγματι άνθρωπος».
Καλό σου ταξίδι, Αθηνά μας.