Μέρες του Δεκαπενταύγουστου, μέρες της Παναγίας. Εορτάζει η Μάνα του Χριστού, εορτάζει η Ελλάδα. Δεν υπάρχει γωνιά αυτής της χώρας όπου να μην υπάρχει ναός της Παναγίας, δεν υπάρχει νησάκι, χωριό, πόλη που να μη γιορτάζει τη χάρη Της. Η Παναγία είναι συνδεδεμένη με την ελληνική ψυχή, με τον πολιτισμό μας, με την ιστορία μας. Είναι η Υπέρμαχος Στρατηγός, η «μεταβολή τῶν θλιβομένων», η «ἀπαλλαγή τῶν ἀσθενούντων, τῶν πολεμουμένων ἡ εἰρήνη, τῶν χειμαζομένων ἡ γαλήνη, ἡ μόνη προστασία τῶν πιστῶν.»

Η ευλάβεια, ο σεβασμός και η αγάπη  που τρέφει ο λαός μας προς το ιερό πρόσωπο της Θεοτόκου είναι ξεχωριστή. Έθιμα, προσφορές, τάματα και προσευχές ακολουθούν όλες τις μεγάλες θεομητορικές, όπως λέγονται, εορτές της Παναγίας, κυρίως όμως την εορτή της Κοιμήσεώς της, που εορτάζεται στις 15 του Αυγούστου, μια εορτή που ο λαός μας την ονομάζει «Πάσχα του καλοκαιριού». Η εορτή αυτή συνοδεύεται από τη δεκαπενθήμερη νηστεία, από τις καθημερινές λειτουργίας και από την ψαλμώδηση καθημερινά των Παρακλήσεων, Μικρής και Μεγάλης εναλλάξ.

Στις ακολουθίες αυτές των Παρακλήσεων της Παναγίας θα αναφερθούμε, σταχυολογώντας κάποια σημεία από τους δύο Παρακλητικούς Κανόνες, οι οποίοι αποτελούν και τον κορμό των Παρακλήσεων. Να πούμε πρώτα-πρὠτα ότι γενικά ο κανόνας είναι μια σειρά τροπαρίων κατανεμημένων σε οκτώ μέρη, τις ωδές, καθεμιά από τις οποίες έχει ένα αριθμό τροπαρίων (συνήθως τέσσερα). Ας έλθουμε τώρα στους Παρακλητικούς Κανόνες της Παναγίας. Ο πρώτος, ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας, είναι «Ποίημα Θεοστηρίκτου Μοναχού.

Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως είναι ποίημα του υμνογράφου Θεοφάνους. Ό δεύτερος, ο Μέγας, είναι «Ποίημα του Βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως», του τελευταίου Αυτοκράτορα της Νικαιας (1222 – 1258), που έγινε μοναχός προτού πεθάνει, σε ηλικία τριάντα έξι μόλις χρόνων, κι έλαβε το όνομα Θεοδόσιος. Και τα τέσσερα ονόματα έχουν ως πρώτο συνθετικό τον Θεό: Θεοστήρικτος, Θεοφάνης, Θεόδωρος, Θεοδόσιος, συνδεόμενα έτσι με την Θεοτόκο.

Από τους Παρακλητικούς Κανόνες της Παναγίας, τον Μικρό και τον Μεγάλο, θα αναφερθούμε σε δυο σημεία, που σχετίζονται με εικόνες της ζωής των ανθρώπων της εποχής κατά την οποία αυτοί συντέθηκαν. Οι εικόνες αυτές συνδέονται με την Παναγία, την οποία εικονίζουν μεταφορικά, για να υποδηλώσουν τη δύναμή της να γαληνεύει και να προστατεύει τους ανθρώπους που καταφεύγουν στη χάρη Της. Έτσι, η Παναγία κατονομάζεται συνδηλωτικά ως «λιμήν» και ως «τείχος». Η πρώτη λέξη παραπέμπει σε θαλασσινές εικόνες, η δεύτερη σε εικόνες πολέμου. Ας δούμε όσα λέγει ο υμνογράφος σε σχέση με τη λ. «λιμήν». Στον Μικρό Παρακλητικό Κανόνα παρακαλεί την Παναγία: «Σύ με κυβέρνησον πρός τόν λιμένα σου» (ωδή γ΄).

Η Παναγία είναι ο κυβερνήτης, το σκάφος είναι ο κάθε πιστός που προσφεύγει στη χάρη Της και το γαλήνιο λιμάνι είναι είτε ο Χριστός είτε η ίδια η Παναγία. Σε άλλο σημείο του κανόνα ο υμνογράφος υμνεί την Παναγία, που γέννησε τον «ἀρχηγὸν τῆς γαλήνης», δηλαδή τον Χριστό (ωδή γ΄), ενώ στην θ΄ ωδή του κανόνα η Παναγία κατονομάζεται ως «λιμὴν καὶ προστασία». Γιατί όμως η Παναγία ονομάζεται «λιμήν»; Όπως το λιμάνι είναι ο χώρος όπου καταφεύγουν τα πλοία, για να προστατευθούν από την τρικυμία, έτσι και οι πιστοί καταφεύγουν στο ασφαλές λιμάνι της Παναγίας και του Χριστού, για να προστατευθούν από τις δυσκολίες της ζωής.

Σύμφωνα με τον υμνογράφο, υπάρχει ο «σάλος τῶν βιωτικῶν κυμάτων» (Μέγας Παρακλητικός Κανών, ωδή η’), δηλαδή η τρικυμία από τα κύματα της ζωής, αλλά και ο «ψυχικὸς τάραχος καὶ τῆς ἀθυμίας ἡ ζάλη» (Μικρός Παρακλητικός Κανών, ωδή γ’), δηλαδή η ταραχή της ψυχής και η τρικυμία που γεννά η ολιγοψυχία και η απελπισία. Είναι σαφής εδώ η μεταφορική (συνδηλωτική) χρήση των λέξεων: «βιωτικά κύματα» είναι οι καθημερινές δυσκολίες που ταράζουν την ανθρώπινη ζωή και δεν αφήνουν τον άνθρωπο να ζήσει με ηρεμία. Η ταραχή όμως δεν προέρχεται μόνο από εξωτερικούς παράγοντες αλλά και από εσωτερικούς, όπως είναι η απελπισία ή η απιστία και η ολιγοψυχία.

Ο άνθρωπος έτσι νιώθει κυκλωμένος από τις «ζάλες» του βίου, κινδυνεύοντας να καταποντιστεί, δηλαδή να χαθεί στα κύματα της ζωής και των παθών του. Αυτή τη δύσκολη στιγμή αναζητά την ηρεμία και τη γαλήνη, όπως το πλοίο που πλέει σε κυματώδη θάλασσα αποζητά τα ήρεμα νερά ενός λιμανιού. Η γαλήνη αυτή είναι η ίδια η Παναγία, αυτή που γέννησε τον αρχηγό της γαλήνης, τον Ιησού Χριστό, που είπε: «Δεῦτε προς με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (ματθ. 11,28).

Αλλά η παναγία υμνείται και σαν «τεῖχος» και μάλιστα σαν τείχος «ἀκράδαντον» (Μικρός Παρακλητικός Κανών, ωδή δ΄), «ἀπροσμάχητον» (Μέγας Παρακλητικός Κανών, ωδή δ΄) και «ἀπόρθητον» (Μέγας Π.Κ., ωδή ε΄). Υμνείται ακόμη σαν «τεῖχος καταφυγῆς» (Μικρός Π.Κ., ωδή ε΄) και σαν «δωδεκάτειχος πόλις». Η εικόνα του απόρθητου τείχους που προστατεύει την πόλη είναι ειλημμένη προφανώς από τις εικόνες των βυζαντινών πόλεων, που ήταν περιτειχισμένες με τείχος, για να προστατεύονται από τις βαρβαρικές επιδρομές.

Μάλιστα ο υμνογράφος κάνει λόγο και για «βέλεμνα (=βέλη) καί ξίφη» (Μέγας Π.Κ., ωδή ε΄) και για «βέλος τῶν θλίψεων» (Μέγας Π.Κ., ωδή στ΄), συμπληρώνοντας την πολεμική εικόνα, όπως τη γνώριζαν οι άνθρωποι της εποχής. Η συνδήλωση (μεταφορά) είναι κι εδώ προφανής: η Παναγία είναι η απόλυτη ασφάλεια των πιστών έναντι των κάθε λογής δαιμονικών δυνάμεων που πολεμούν τον άνθρωπο τόσο εξωτερικά όσο κι εσωτερικά.

Η ζωή του ανθρώπου παρουσιάζεται σαν  πόλεμος με το κακό (εσωτερικό κι εξωτερικό), όπου οι δυνάμεις του κακού είναι πολύ δυνατές και ο άνθρωπος κινδυνεύει να ηττηθεί και να εξανδραποδιστεί. Η Παναγία είναι η πόλη που περιβάλλεται από δώδεκα τείχη, είναι δηλαδή απόρθητη και, ως εκ τούτου, οι πιστοί που θα καταφύγουν σ’ Εκείνην δεν κινδυνεύουν να γίνουν σκλάβοι του κακού. Η εικόνα της απόρθητης πόλης παραπέμπει στην Βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, για την οποία οι Βυζαντινοί πίστευαν πως ήταν απόρθητη, επειδή την προστάτευε η Παναγία.

Στη συνείδηση του υμνογράφου αλλά και του ορθοδόξου λαού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Παναγία ήταν το ασφαλές λιμάνι, η προστασία του. Καταφεύγοντας στη χάρη Της, ένιωθε προστατευμένος και ασφαλής, όπως το καράβι μέσα στο λιμάνι και οι άνθρωποι μέσα σε μια καλά οχυρωμένη πόλη.

Οι εικόνες και οι μεταφορές αυτές που χρησιμοποιούν  οι ποιητές των Παρακλητικών Κανόνων της Παναγίας, με τους οποίους έκαναν οικεία στους απλούς ανθρώπους την πίστη τους στον ρόλο της Παναγίας ως προστάτιδας,  βοήθειας και καταφυγής του ανθρώπου, είναι βέβαιο ότι συγκινούν ακόμη και σήμερα. Οι πιστοί καταφεύγουν στην Παναγία, ζητώντας από Αυτήν, ως Μητέρα του Χριστού και κάθε πιστού, να τους προστατεύσει και να τους βοηθήσει στις τρικυμίες του βίου και στον πόλεμο των παθών.

Ακόμη κι αν οι άνθρωποι σήμερα, δείχνοντας υπερβολική εμπιστοσύνη στα τεχνολογικά μέσα και στην επιστημονική γνώση, παρουσιάζονται ως υπερόπτες και αδιάφοροι ως προς την πίστη, στο βάθος, όταν βρεθούν μπροστά στις τρικυμίες και τα κύματα της ζωής, νιώθουν την ανάγκη της καταφυγής σε κάτι που θα γαληνέψει την ταραγμένη ψυχή τους. Και τι ποιο πολύτιμο εκείνες τις στιγμές από τη μάνα; Η Παναγία είναι η Μητέρα όλων μας, γιατί είναι η Μάνα του Χριστού, και η αγκαλιά Της είναι πάντα ανοιχτή για κάθε άνθρωπο που θα καταφύγει στα γαλήνια νερά του λιμανιού Της.