Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία διοργανώνει το τρέχον έτος (2022) εκδηλώσεις μνήμης για τα εκατό (100) χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Έτσι λοιπόν μετά τις περυσινές πανηγυρικές εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, το αρξάμενο έτος, ως έτος μνήμης της ταπεινωτικής εθνικής συμφοράς, προσφέρεται για αναστοχασμό, περίσκεψη και αυτογνωσία.

Όμως, πριν προχωρήσομε στο κυρίως θέμα μας, είναι απαραίτητο να σκιαγραφήσομε το ιστορικό πλαίσιο της μοιραίας εκείνης εποχής, μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται αρχικά η νικηφόρα δράση του ελληνικού στρατού και τελικά δραματουργείται η πορεία του Έθνους προς την καταστροφή.

Με την Ελληνική Επανάσταση του 1821, οι Έλληνες αποτίναξαν τον πολύχρονο τουρκικό ζυγό και η Ελλάδα, αρχικά, έστω και σε περιορισμένο γεωγραφικό χώρο, απέκτησε κρατική οντότητα. Με τους βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), και υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του μεγαλοφυούς πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, αποπλύνεται το όνειδος του 1897, τα εδαφικά μας όρια σε στεριά και θάλασσα επεκτείνονται και η Ελλάδα μεγεθύνεται.

Με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, την ήττα του Σουλτάνου και την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (28 Ιουλίου 1920), με πρωθυπουργό επίσης τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το όραμα της Μεγάλης Ιδέας ενσαρκώνεται. Στη συνείδηση των Ελλήνων οι λαϊκοί θρύλοι με τους οποίους για αιώνες τρεφόταν το υπόδουλο Γένος αναλαμπίζουν, ο «μαρμαρωμένος βασιλιάς» ζωντάνευε και πλησίαζε η ώρα να «πάρομε την Πόλη και την Αγιά Σοφιά». Η Ελλάδα από «μονοκοτυλήδονη» γίνεται δισκελής, πατάει στην Ιωνική γη και εκ του σύνεγγυς ατενίζει τη Βασιλεύουσα.

 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών

 

Όμως «μεταξύ κύλικος και χείλεος άκρου πολλά πέλλει (μεσολαβούν)». Εκ των πραγμάτων η συνθήκη ήταν εύθραυστη, «πιο εύθραυστη και από τις πορσελάνες των Σεβρών», όπως έλεγε ο Κλεμανσώ, αφού δεν την αναγνώριζε ο άλλος ισχυρός άνδρας της Τουρκίας ο Κεμάλ. Έπρεπε, επομένως, η συνθήκη να επιβληθεί δια των όπλων, και αυτό έπεφτε στους ώμους της Ελλάδας. «Εις τας Σέβρας αντί συνθήκης ειρήνης εκερδήσαμεν σπουδαίον τίτλον αναγνωρίσεως δικαιωμάτων, τον οποίον όμως ημείς μόνοι έπρεπε να καταστήσωμεν εκτελεστόν, ημείς μόνοι δηλαδή να επιβάλωμεν την εφαρμογήν της Συνθήκης» θα γράψει ο Σπ. Μαρκεζίνης.

Για τα αίτια της Μικρασιατικής καταστροφής έχουν γραφτεί τόσο πολλά που η δική μου γραφή εδώ, εκτός του ότι υπερβαίνει το θέμα μας, δεν θα είχε πολλά να προσφέρει. Αρκούμαστε να επισημάνομε ως καταλυτικό αίτιο της Μικρασιατικής καταστροφής τις μεταξύ των τότε πολιτικών κομμάτων έριδες και διχόνοιες. Η αναδίφηση της ιστορίας και η από αυτήν απορρέουσα γνώση μας διδάσκει ότι η δολερή και ιοβόλα διχόνοια και ο διχαστικός λόγος διαχρονικά έχουν επιφέρει εθνικές καταστροφές.

Κι ενώ η θεά Έριδα στην Ελλάδα γεννήθηκε κι εδώ εξέθρεψε τα εκβλαστήματά της (Έλληνας ήταν ο Εφιάλτης, Έλληνες ήταν αυτοί που δόξασαν την Ελλάδα κι εξορίστηκαν ή θανατώθηκαν από τους ομοεθνείς πολιτικούς τους αντιπάλους, εμφύλιες καταστροφές κ.ά.), εντούτοις, με ρομαντική ίσως διάθεση, δεν θέλω να πιστέψω ότι αυτό το ελάττωμα έχει εγκατασταθεί στον Έλληνα ως αταβιστικό γονιδίωμα.

Φαίνεται όμως ότι ούτε η συμφιλιωτική ικετευτική προτροπή στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη (στ. 996-998) «σμίξε μας τους Έλληνες ξανά από την αρχή με χυλό φιλίας και κάνε μας να ομονοήσομε…», ούτε η παιδαγωγική σοφία του σχετικού αισώπειου μύθου (γεωργού παίδες), ούτε η χαιρεκακία του λαϊκού παροιμιακού λόγου «ρωμαίικος καβγάς, τούρκικος χαλβάς», μας ευαισθητοποιούν.

Αλλά ούτε και οι πλησιέστερες της Μικρασιατικής Καταστροφής παραινέσεις του Δ. Σολωμού «..εάν μισούνται ανάμεσά τους, δεν τους πρέπει ελευθεριά», «η διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή», «πάντα η νίκη αν ενωθείτε, πάντα εσάς θα ακολουθεί», (Ύμνος στην ελευθερία), ούτε η αθάνατη ωδή του Λ. Βύρωνα: «Μην περιμένετε ελευθερία από τους Φράγκους/ έχουν βασιλέα οπού πωλεί και αγοράζει/ εις τα εντόπια ξίφη, εις τας εντοπίους φάλαγγας / είναι η μόνη ελπίς της ανδρείας». Όλες αυτές οι φωνές, διαχρονικά δεν φτάνουν σε ανοιχτά αυτιά.

Η σύντομη, επομένως, ιστορική περιοδολόγηση, ευελπιστούμε να κεντρίσει και να προσανάψει το ενδιαφέρον για αναστοχασμό. Βέβαια η εκ των υστέρων κριτική είναι εύκολη και ενώ η ιστορία δεν γράφεται με τα εάν, εν τούτοις όμως δεν παύει να αποτελεί πυξίδα πορείας για το μέλλον γιατί: «όλβιος όστις ιστορίης έσχε μάθησιν». Ο τότε πολιτικός κόσμος και ο λαός, διαβρωμένοι όλοι από το μικρόβιο του διχασμού, δεν στάθηκαν στο ύψος της ιστορικής και εθνικής τους ευθύνης.

Ήταν λάθος που ο Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές και τις έχασε, οι πολιτικοί του αντίπαλοι επανέφεραν το βασιλιά Κωνσταντίνο-κόκκινο πανί για τους συμμάχους-καλλιέργησαν το λαϊκισμό, που ικανοποιούσε τα ψυχόρμητα του λαού, υπέθαλψαν το διχασμό, έδωσαν ψεύτικες υποσχέσεις τις οποίες όχι μόνο δεν τήρησαν, αλλά για να εκμηδενίσουν τη δόξα του πολιτικού τους αντιπάλου και να νοσφισθούν τα επινίκια προχώρησαν σε μια εκστρατεία, που εκ των πραγμάτων ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

Το κομματικό αντιπολιτευτικό πάθος, που με παιδαριώδη αφέλεια έθετε το ρομαντισμό να προηγείται του ρεαλισμού, με το ηδύκοο αλλά παραπλανητικό σύνθημα «οίκαδε», ακύρωσε τη μεγαλειώδη συνθήκη των Σεβρών του Ελευθερίου Βενιζέλου και από την Ελλάδα των «Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών» να καταλήξουμε στην Ελλάδα των Χαμένων Πατρίδων.

Μετά την πολιτική αλλαγή του 1920 στην Ελλάδα οι σύμμαχοι επαναπροσδιορίζοντας την πολιτική και τα εθνικά τους συμφέροντα εγκαταλείπουν την Ελλάδα. Η νίκη των Τούρκων το 1922 κουρελιάζει τη Συνθήκη των Σεβρών και η ηττημένη Ελλάδα σύρεται στη Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) με την οποία ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώνεται υποχρεωτικά και οριστικά από την προαιώνια γη του. «Η καταστροφή εξεταστέον αν δεν είναι μεγαλυτέρα και από την πτώσιν της Κων/ λεως το 1453.

Εις την πτώσιν της Κων/λεως, το έθνος έμεινεν εις τας εστίας του υποταγμένον και δούλον αλλ’ έμεινεν συνεχίζον την ζωήν του, δεν έπαθεν την συμφοράν την οποίαν έπαθεν σήμερον», θα πει ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Οι τραγικές συνέπειες αυτής της εθνικής καταστροφής, υπερβαίνουν το παρόν θέμα, αρκούμενοι σε κάποιες ρομαντικές ίσως υπομνήσεις, που φέρνουν στη μνήμη «περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις».

Με τη Μικρασιατική καταστροφή το πανάρχαιο λίκνο του ελληνικού πολιτισμού, της Ιωνικής φιλοσοφίας και η γλώσσα του Ομήρου έπαψαν να εκπέμπουν την ακτινοβολία τους. Η αρχόντισσα της Ανατολής, η θαλασσοφίλητη Σμύρνη, το μεγαλύτερο κοσμοπολίτικο κι εμπορικό κέντρο της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με κυρίαρχη την ελληνική γλώσσα, έπεσε θύμα του κεμαλικού εθνικισμού.

Η μεγαλύτερη και πιο ευημερούσα πόλη της Μικρασίας, η πατρίδα του Κοραή, του Σεφέρη, η πόλη με τα πρώτα πρότυπα σχολεία, με την περίφημη Ευαγγελική Σχολή και το Φιλολογικό Γυμνάσιο, όπου σοφοί δάσκαλοι δίδασκαν τις ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, όπου αναλύονταν τα φιλοσοφικά κείμενα του γερμανικού ιδεαλισμού, όπου διδάσκονταν τα νεότερα μαθηματικά και οι φυσικές επιστήμες, εκεί όπου με τη διορατικότητα του Βενιζέλου θα λειτουργούσε το πρώτο Πανεπιστήμιο της Ιωνίας υπό την καθοδήγηση του διάσημου μαθηματικού Κων/νου Καραθοδωρή, αυτό το πνευματικό κέντρο του ελληνισμού, αποκόπηκε από τον εθνικό ελληνικό κορμό. Αποτέλεσμα αυτής της τραγωδίας, πέραν των χιλιάδων θυμάτων, ήταν να δημιουργηθεί η στρατιά του 1,5 περίπου εκατομμυρίου προσφύγων. Οι Έλληνες της Μικρασίας ξεριζώθηκαν βίαια και οδηγήθηκαν στην προσφυγιά.

Η Κρήτη και κυρίως ο Νομός Ηρακλείου δέχτηκαν ένα μεγάλο μέρος του προσφυγικού κύματος. Φαίνεται όμως ότι ο κρηταγενής ξένιος Δίας δεν ήταν άξεινος μαζί τους αλλά τους επεφύλαξε εύξεινο γειτονία. Δεν ήρθαν στην Κρήτη ούτε ως επιδρομείς ούτε ως κατακτητές ή λαθρομετανάστες.

Ξεριζωμένοι ήταν από μια Ελλάδα που δεν ήθελαν να την αφήσουν, αλλά «η ευγενής» διπλωματία, τα λάθη και οι παραλείψεις των πολιτικών τούς οδήγησαν στην προσφυγιά. Γρήγορα και παρά τις αρχικές δυσκολίες της ενσωμάτωσής τους στις τοπικές κοινωνίες δεν υποτάχτηκαν στη μοίρα τους, κλαψουρίζοντας για τη φτώχεια, τις προσβολές και το ρατσισμό των ντόπιων, δεν βγήκαν στη ζητιανιά, αλλά με σκληρή δουλειά και υπερηφάνεια άλλαξαν την οικονομική, πολιτιστική, κοινωνική και πολιτική διάρθρωση του τόπου.

Σημαντικό ρόλο έπαιξε σ’ αυτό η κοινή εθνική συνείδηση, η κοινή θρησκεία, η γλώσσα, οι παραδόσεις του έθνους, το «όμαιμον» και οι πολιτικές πεποιθήσεις των προσφύγων. Σχεδόν όλοι ήταν βενιζελικοί. Λάτρευαν το Βενιζέλο γιατί ήταν αυτός που αυτονόμησε την Ιωνική γη με τη Συνθήκη των Σεβρών και τους προστάτευσε με τη Συνθήκη της Λωζάννης.

Η μυριόθρηνη Μικρασιατική καταστροφή, με την απώλεια της πολυφίλητης Ιωνίας, που έθρεψε έναν από τους ομορφότερους πολιτισμούς της Μεσογείου, αποτελεί ιστορική τομή. Η ανάμνηση του προσφυγικού, ως ιστορικού γεγονότος, μείζονος εθνικής σημασίας, δεν προσφέρεται για αναμόχλευση πολιτικού μίσους, αλλά ως ιστορική διδαχή των αιτίων της οδυνηρής ήττας, απαραίτητων να ευαισθητοποιήσουν όλους, άρχοντες και αρχόμενους.

Κι ακόμη: η γνώση της υψηλής και Realpolitik, που δίδαξε ο δημιουργός της σημερινής Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος, αξίζει να μελετηθεί για την άντληση χρήσιμων συμπερασμάτων, ώστε να μην έχομε την επανάληψη της ιστορίας, ειδικά σήμερα που ο ίδιος γείτονας, ως επίδοξος Σουλτάνος, δεν παύει να μας απειλεί.

Η σημερινή ευκαιριακή επετειακή αναφορά στους πρόσφυγες ας θεωρηθεί ελάχιστο μνημόσυνο και μεταθανάτιο αντίδωρο στη μνήμη τόσο αυτών, που αν και ξεριζωμένοι, με τον κοσμογονικό αναγεννητισμό, την κοινωνική και πνευματική μυροκρήνη που έφεραν, αιμοδότησαν το κορμί του έθνους, βλάστησαν και καρποφόρησαν στη φιλόξενη κρητική γη, όσο κι εκείνων που με το αίμα τους πότισαν το ελληνικό χώμα για τη λευτεριά της πολύπαθης αυτής χώρας.

* Ο Ζ. Καλοχριστιανάκης είναι εκπαιδευτικός-συγγραφέας