Είναι τόσο απίστευτες και αδιανόητες αυτές οι συμπτώσεις της Ιστορίας σε μερικούς παράλληλους βίους μεγάλων ανδρών της, που λες, δεν μπορεί, αν ο Πλούταρχος δεν θα μας είχε αφήσει χρόνους, θα τους είχε συμπεριλάβει σίγουρα στο έργο του. Γιατί εν τέλει όταν διαπνέεσαι από τον ίδιο οίστρο αγωνιστικότητας και ζήλου για κοινωνική δικαιοσύνη, δεν έχει σημασία σε ποια εποχή ζεις.
Σημασία έχει ότι κατέχεις την εξ αποκαλύψεως αλήθεια για τη σωτηρία της Κοινωνίας για την οποία είσαι πλασμένος. Και τότε αναπόφευκτα ταυτίζεσαι με τους μεγάλους άνδρες της Ιστορίας, όποτε κι αν εκείνοι ζήσανε. Οι σκέψεις αυτές έρχονται αβίαστα στο γράφοντα, αφού μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση μιας σπάνιας βιογραφίας για μια αμφιλεγόμενη δεσπόζουσα μορφή της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Και οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι…
«Αυτός ο νέος θα πάει πολύ μπροστά γιατί πιστεύει σε όσα λέει». Η φράση αποδίδεται στον Μιραμπώ, το μεγάλο Γάλλο συγγραφέα και πολιτικό στα πρώτα στάδια της Γαλλικής Επανάστασης, και αφορούσε ποιον άλλο, παρά τον Ροβεσπιέρο. Τότε, ο Ροβεσπιέρος ήταν ακόμη μετριοπαθής και υπέρ της βασιλείας. Είχε δε προτείνει, την πρωτοποριακή κατάργηση της θανατικής ποινής. Μετά την άλωση της Βαστίλης έγινε μια από τις ηγετικές μορφές των Ιακωβίνων, ενώ είχε εκλεγεί συγχρόνως και στη συνέλευση των Τάξεων στην οποία αρχικά δεν έτυχε καμίας διάκρισης και προσοχής.
Στη βιογραφία του, δεν διευκρινίζεται αν αυτός, είχε αρχίσει να ξεχωρίζει από το δεκαπενταμελές του σχολείου του, εκεί στη μακρινή επαρχία του Αρράς στη βόρεια Γαλλία.
Μόνο ο Μιραμπώ είχε εντοπίσει τα προτερήματα του πολλά υποσχόμενου νέου που σπούδασε νομικά στο Παρίσι και επιδιδόταν παράλληλα στην ποίηση, στη φιλολογία και στη μουσική. Μια από τις πρώτες του επιτυχίες στη δικηγορία, ήταν η υπεράσπιση ενός Παριζιάνου πολίτη στον οποίο είχε κάνει μήνυση ο γείτονάς του, επειδή θεωρούσε ότι το αλεξικέραυνο που είχε στη στέγη του σπιτιού του ήταν διαβολικό κατασκεύασμα. Ο Μιραμπώ στους παριζιάνικους κύκλους τον είχε κάνει ήδη αρκετά γνωστό και πλάι στα καλά επαγγελματικά, ανέβαιναν και οι μετοχές του στο πολιτικοκοινωνικό χρηματιστήριο.
Όπως περίπου στην Ελλάδα δυόμισι αιώνες αργότερα. Μόνον ο Κωνσταντόπουλος και ο Αλαβάνος, που εκπροσωπούσαν ό,τι από τα περιτρίμματα της Αριστεράς των σαλονιών, της ψευτοδιανόησης και του θυμού είχε απομείνει στην Ελλάδα, πρόσεξαν το νεανία μηχανικό που ερχόταν από πολύ μακριά, καθώς λέει η ενόραση της ποίησης.
Οι στατικές και δυναμικές δομοστατικές γνώσεις του σαν επιτυχημένος (πολιτικός) μηχανικός, του επέτρεπαν να μπορεί να διακρίνει και να προβλέπει πως μπορεί να σταθεί όρθια μια χώρα στην εγχώρια και διεθνή σκηνή. Πολύ δε περισσότερο, να μπορεί να επαγγελθεί μέσα από τη δοκιμασμένη πολιτική ρητορική του παρελθόντος και τα θαυματουργά σκηνώματα του πρόσφατου μεταπολιτευτικού λαϊκισμού της χώρας σε νέα έκδοση, έτσι ώστε να μπορεί να αλώσει την Ελληνική Βαστίλη.
Αφού κατόρθωσε με την εκλεπτυσμένη, υψηλή και βαθειά κοινωνικοπολιτικοφιλοσοφική του σκέψη να πείσει το λαό ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και η παραμονή στο ευρωπαϊκό κεκτημένο της χώρας είναι περίπου διαβολικό κατασκεύασμα, όπως ο αντίδικος του Ροβεσπιέρου, αφού έπεισε με τα επαναστατικά φυσεκλίκια που αρματώθηκε, ότι η «Ελλάδα θα παίζει το ζουρνά και θα χορεύουν οι Αγορές», αφού τέλος πάντων ως άλλος φωτισμένος Μωυσής άκουγε τα βήματα της Ιστορίας που θα ‘σωζε τη χώρα και το λαό της, κατέλαβε τελικά την Ελληνική Βαστίλη.
Δεν περιορίστηκε όμως μόνο στην κατάληψη, δουλειά άλλωστε που γνώριζε πολύ καλά εκείνος και οι συνεργάτες του από τα πρώιμα μαθητικά τους χρόνια. Θυμωμένοι καθώς είναι όλοι ανά την υφήλιο Επαναστάτες όταν τα επαναστατικά τους άρβυλα, βουλιάζουν απότομα στα φινετσάτα χαλιά της κάθε Βαστίλης, βρυχώνται για να δείξουν στην παγκόσμια αδικία ότι δεν αστειεύονται, ότι δεν μπλοφάρουν.
Και έκαναν και λαϊκά δημοψηφίσματα για να επισφραγίσουν τη λαϊκή βούλα, την οποία αμέσως οβιδιακά μεταμόρφωναν με εντυπωσιακές κυβιστήσεις. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Και φτάσαμε στο κραυγαλέο σημερινό κεντρικό σύνθημα που ανακαλύπτει ξανά ένα νέο Καινό Κόσμο που επαγγέλλονται και σήμερα οι εκ Θεού έχοντες την αποκλειστικότητα για τη σωτηρία της χώρας: «Δικαιοσύνη παντού» όπως το φώναζε και ο Ροβεσπιέρος όταν επιχειρούσε αυτή την ταραγμένη εποχή, να ανέβει με τους συντρόφους του στη στέγη της Παναγίας των Παρισίων.
Το στοίχημα με την Ιστορία έπρεπε να κερδηθεί. Ήδη αυτή είχε αρχίσει να γράφεται από τα κάτω: Από τις πλατείες και τα δεκάδες αντίσκηνα στα γκαζόν τους. Από τα θυμωμένα παιδιά που διάβηκαν το Ρουβίκωνα και θέλανε να αποδώσουν με τα γκαζάκια και τις μολότοφ οι ίδιοι δικαιοσύνη. Αλλά και από την ίδια της Βαστίλη: Από τους ξεζωσμένους υπουργούς, που ακολουθώντας το αγραβάντωτο μοντέλο του αρχηγού, συνομιλούσαν με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Από τους κορυφαίους υπουργούς που ετοίμαζαν έφοδο στο Νομισματοκοπείο. Από τους υπουργούς που αναρτούσαν στην πλάτη του γραφείου τους πορτρέτα του Άρη Βελουχιώτη, και από εκείνους που με συστηματική νταηλίδικη μαγκιά υπόκοσμου κράδαιναν πολλάκις χαντζάρες αποκεφαλισμού με συνοπτικές διαδικασίες στοχοποιώντας και απειλώντας πολιτικούς τους αντιπάλους ότι «θα τους χώσουν δυο μέτρα κάτω από τη γη».
Έτσι ακριβώς όπως γινότανε στα χρόνια του Ροβεσπιέρου από τη διαβόητη Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας που στηριζόμενη στα επαναστατικά δικαστήρια έστελνε στη λαιμητόμο δεκάδες αντιφρονούντες Γάλλους πολίτες.
Αλλά κάπου-κάπου η πολυώδυνη επανάσταση για την Κοινωνική Δικαιοσύνη στη χώρα του φωτός, από την πράξη έπρεπε να παιδαγωγεί το Λαό με το κατάλληλο σημειολογικό και θεωρητικό υπόβαθρο. Τούτο είναι το χαρακτηριστικό σου όταν η Ιστορία σε έχει προορίσει να σώζεις γενικά. Ενίοτε οι Μεσσίες πρέπει να μη χάνουν το νήμα από τη σωστή του άκρη. Έτσι τα διαγγέλματα από τη συμβολική Ιθάκη έδιναν το υπαρξιακό νόημα στο μακρινό ταξίδι της Επανάστασης που περνούσε μέσα από Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, αλλά καμιά σειρήνα δεν μπόρεσε να αλλάξει τη ρότα της. Η επανάσταση είχε δώσει τα διαπιστευτήριά της μέχρι και τη μακρινή Κούβα, στο θάνατο του ινδάλματος.
Το δοιάκι το κρατούσε καλά ο Αρχηγός. Με τον ίδιο άκρατο λαϊκισμό και επαγγελματική πλέον ευχέρεια ξετελεμένου λαοπλάνου εξακολουθεί να το κρατεί και σήμερα επαγγελλόμενος συμβόλαια αλλαγής, που – φευ – δεν είναι μετεγγραμμένα στο υποθηκοφυλακείο ούτε της σοβαρότητας, αλλά πολύ περισσότερο της προοπτικής και της εγγύησης για τη χώρα.
Αναμασημένες παροχολογίες και διχαστική λαϊκιστική ρητορεία που δεν απαντούν στους δύσκολους καιρούς. Στα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και στο ασταθές διεθνές περιβάλλον που πρέπει να πορευτεί με ασφάλεια η Ελλάδα. Ο Ελληνικός λαός έχει διδαχτεί μέσα από τα παθήματά του, και τις πρόσφατες περιπέτειές του πλέον να μπορεί να διακρίνει και να κρίνει. Και πολύ περισσότερο να κρατεί κλειστά τα αυτιά του στις Σειρήνες της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Κοντός ψαλμός, αλληλούια…