Προσηλωμένος μ’ έναν απέραντο σεβασμό στο πρόσωπο του αείμνηστου εφόρου της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, του Νίκου Χ. Γιανναδάκη, του δικού μας Νίκου, όπως εμείς οι εργαζόμενοι στη Βικελαία Βιβλιοθήκη τον αποκαλούσαμε, ας μου επιτραπεί να θυμίσω κάποια δικά του κείμενα, κάποιες εμπειρίες  και σκέψεις, δικές του αλλά και φίλων του, κάποιες εικόνες μοναδικές από τόπους και γωνιές του νησιού μας.

Τέτοιες μέρες… Ήδη έχουν παρέλθει από τότε (24η Μαρτίου 1998) 23 χρόνια. Και πρώτα πρώτα να θυμίσω εκείνη την τελευταία παράγραφο του τελευταίου του κειμένου [“εν τω μηνί Αθύρ…” ίσως λίγο πιο πριν], όπως εκείνος είχε προβλέψει και έγραψε λίγο πριν αφήσει αυτόν τον κόσμο […”όπου τις στιγμές αγάπης, από δικούς και φίλους, μιας μοναξιάς παράξενης που ζούσε, γεμάτη από μικρά γαλάζια φώτα και αδιόρατες σκιές, που όλο απειλούσαν, ότι θα γυρίσουν σε βαθύ σκοτάδι και θα καταπιούν τα πάντα. Σε μια στιγμή που θα γινόταν “συνεπαφή” αργά ή γρήγορα όλοι θα συναντηθούμε…”. Και έτσι και έγινε].

Όμως πολύ πριν… έγιναν πολλά στην πόλη μας, στην πνευματική της καρδιά, αυτής της εστίας γνώσης και πολιτισμού που φέρει το όνομα Βικελαία!, κάνοντας πιο ωραίο το πρόσωπο της πόλης.

Έζησα, ζήσαμε, τον Νίκο από πολύ κοντά. Χαμηλών τόνων και αυστηρός, σιωπηλός και λαλίστατος ταυτόχρονα, με βαθιές φιλοσοφικές αναζητήσεις σε θέματα φιλοσοφικού περιεχομένου, πλημμυρισμένος με αισθήματα σεβασμού, αδιάφορος για την προσωπική του καταξίωση, ευγενής  και εγευνικός σε όλους μας. Ίσως θα ήταν ό,τι το καλύτερο στη μνήμη του να παραθέσω κάποιες από τις σημειώσεις του που κράτησε, λίγα χρόνια πριν από το μεγάλο του ταξίδι, μετά από μία εκδρομή, ημέρα Κυριακή, 13η του Ιούνη 1993, ημέρα των Αγίων Πάντων.

[…”Μια αξέχαστη παρέα αποτελούμενη από τους: Κωστή Φραγκούλη, Μενέλαο Παρλαμά, από τους γιατρούς Λάμπη Γιαμαλάκη, Μανούσο Παναγιωτάκη, Κώστα Προχεράρη, από τον φαρμακοποιό Γιάννη Χλουβεράκη, τον Γιώργο Πετράκη και τον Νίκο Κουρουπάκη, διοργανώσαμε εκδρομή στη Μονοκαρά φιλοξενούμενοι του Νίκου και της Άννας Ζερβάκη. Βαθιά χαράματα ξεκινήσαμε από το Ηράκλειο με τη φύση να είναι όπως θα έλεγε και ο ποιητής “εις την καλήν της και γλυκειάν της ώρα”.

Το ανέβασμα στο βουνό έγινε με αγροτικά αυτοκίνητα με τους περισσότερους επάνω στις ξεσκέπαστες καρότσες. Την παρέα σε λίγο συμπλήρωσε η παρουσία του πρώην δημάρχου της πολιτείας του Κορνάρου, του Νίκου Πετράκη. Πρώτη επιδρομή ήταν αυτής στις κερασιές του οροπεδίου της Μονοκαράς, για να μαζέψουμε όσα κεράσια είχαν γλιτώσει από τους κοτσυφούς. Σιγά σιγά άρχισε να στρώνεται η τραπεζοπεζούλα.

Επάνω σ’ αυτή τα γλυκά δέσπολα, οι καλές αγκινάρες που καθαρίστηκαν και βαπτίστηκαν στο λεμόνι, η πιατέλα με το θαυμάσιο αθόγαλο και μία άλλη με φρεσκοκαμωμένη μυζήθρα. Στο κέντρο βρέθηκε, βασίλισσα αιώνια αυτών των στιγμών, η γκυκόπιοτη ρακή που δεν άργησε να λιγοστέψει, αν και την πίναμε “δακρυάκι-δακρυάκι” (κατά την προσφιλή έκφραση του Γιάννη Χλουβεράκη.

Αντιστρόφως ανάλογα, το κέφι απλωνόταν παντού, βάζοντας κατά μέρος την όποια κούραση από το πρωινό ξύπνημα και την ταλαιπωρία της καρότσας και του ανελέητου ήλιου, που όσο περνούσε η ώρα έπιανε την τραπεζοπεζούλα. Η κυρία Άνη είχε ετοιμάσει το κανονικό τραπέζι μέσα στη δροσεράδα του σπιτιού της με όλα τα φαγητά που κρατούσε μαζί της από το σπίτι της στη Σητεία.

Προηγήθηκε μια μεγάλη πιατέλα με γεμιστά και ακολούθησαν αρνίσιες ροδοκοκκινισμένες μπριζόλες, ωραία μουστακάτα καλοτηγανισμένα μπαρμπούνια (που με το καλό ψωμί όταν τα τρως, νιώθεις ακόμα πιο πολύ τη νοστιμιά τους), κολοκυθόπιτες “να τρώει ημάνα και του παιδιού να μη δίνει”, ένα τεράστιο φαγγρί στο χρυσόχαρτο, πιτάκια με γλυκιά αλλά και με ξινή μυζήθρα, ωραία σιροπιασμένα μπουρεκάκια και πολλά άλλα εδέσματα που έφτιαχναν τις “προϋποθέσεις” για να βρει τον κατάλληλο “τόπο” το πολύ καλό κρασί του Νίκου Ζερβάκη. Ένα κρασί που δεν άργησε να ευφραίνει τις καρδιές όλων μας και να στρέψει τις μνήμες σε παλιά και τωρινά νάκλια, σκορπώντας άφθονο γέλιο”…].

Μ’ αυτόν τον τρόπο, έτσι όπως γνώριζε, μ’ αυτή την απίστευτη μοναδικότητα που είχε ο Νίκος, περιέγραψε εκείνες τις όμορφες στιγμές της παρέας στη Μονοκαρά. Όλα όμως τα ωραία όπως  συχνά έλεγε και ο κύριος Μενέλαος Παρλαμάς, τελειώνουν και τελειώνουν πολύ σύντομα. Η παρέα αφού ευχαρίστησε τους καλούς φίλους και οικοδεσπότες Νίκο και Άνη Ζερβάκη, για την καλή τους καρδιά και την υπέροχη φιλοξενία τους, άρχισε να ετοιμάζεται για την αναχώρηση. Λίγο πριν τον αποχαιρετισμό το λόγο πήρε ο γραμματικός της παρέας Κωστής Φραγκούλης, δεικνύοντας την έμμετρη δεινότητα του λόγου του και αναπολώντας τα παλιά χρόνια, με αφορμή πάντα τα τωρινά (νεανικά) σκιρτήματα:

“Ήπρεπε να σε γνώριζα στα είκοσί μου χρόνια

τότε που κελαηδούσανε τσ’ αγάπης μου τ’ αηδόνια.

Στης νιότης το νερατζαθό, στα μαύρα μου τα γένια

που δεν με σαματούσανε, του Κάστρου τα μπεντένια.

Κι ήμουν ζωσμένος τ’ άρματα και τσόχινα φορούσα

κι αμοναχές ανοίγανε οι πόρτες που περνούσα.

Σαν Αη Γιώργης έμπαινα, με τ’ άσπρο μου μπεγίρι

και πόρτα δεν απόμεινε, κλειστή και παραθύρι.

Και τα γαρέφαλα βροχή, τα ρόδα στο μαντήλι

της ταχυνής απόβροχο, δροσιά του Μαρταπρίλη.

Μα εδά χειμώνιασε ο καιρός, εφύγανε τ’ αηδόνια

και τα μαλλιά μου ασπρίσανε, οι πάχνες και τα χιόνια

κι οι γειτονιές που γύριζα τη νύχτα με καντάδες

δεν τις ξυπνούνε μπλιο σκοποί, λύρες και μαντινάδες..

Κι έκοψα μπλιο και δεν περνώ, μόνο τσ’ ανεγυρίζω

να μην θυμούμαι τα παλιά βαΐζια και δακρύζω.

Γιατί δεν βρέχει ρόδα πια, μηδ’ άνθη σαν και πρώτα

ουδέ ανοίγει σαν και πριν, παράθυρα και πόρτα.

Έρημα, όλα σιωπηλά με θλίψη λες γεμάτα

αγάπες, πόθοι, όνειρα και τα πουλιά φευγάτα.

Μ’ αυτά κι αν φύγαν γλήγορα και πάλι θα γυρίσουν,

να ξανακελαϊδήσουνε, κι άλλες φωλιές να χτίσουν.

Μ’ αλίμονο τα νιάτα μας, οπίσω δεν γυρνούνε,

γιατί ‘ναι μόνο μια φορά, Θέ μου καημός απού ‘ναι”.

Ένας αποχαιρετισμός για την παρέα της Μονοκαράς και όχι μόνο.

Είκοσι τρία χρόνια πέρασαν από τον μισεμό του Νίκου… Ανεβαίνοντας εκείνη την μοναδική σε ομορφιά μαρμάρινη σκάλα, θυμάμαι με συγκίνηση, αλλά και θαυμασμό, εκείνο το γραφείο δευτέρου ορόφου του Μεγάλου Αχτάρικα!

Θυμάμαι… τον Νίκο, τον κύρο Μενέλαο, τον Κωστή Φραγκούλη τον άλλο Νίκο τον Παναγιωτάκη, τον Μανώλη Καρέλλη, τον Ανδρέα Σαββάκη, την Γεωργία Ορφανού, τον Γιάννη Ανδρεαδάκη και άλλους.

Όλοι τους είχαν κάτι να μας πουν, να μας προσφέρουν και να μας συμβουλεύσουν, εμφυτεύοντας το πνεύμα της Βικελαίας, την αγάπη και τον σεβασμό προς αυτή, αφού ήταν η αγαπημένη των και συν τω χρόνω και αγαπημένη μας!

Αισθάνομαι βαθιά την ευγνωμοσύνη στην οικογένειά του, στον πολύτιμο συνεργάτη μας και πάντοτε κοντά μας αδελφό του Νίκου, τον Φίλιππο Γιανναδάκη, στα παιδιά του Χαράλαμπο και Σοφία, στον Μενέλαο και στο μικρό Νίκο, τον γιο της Σοφίας και τον Μενέλαο, αν και είναι τολμηρό για την αφεντιά μου, να εκτελεί χρέη αναδόχου.

Τέτοιες μέρες… Σίγουρα το μυαλό μας και η σκέψη μας “αγγίζει” την μορφή του Νίκου, συγχρόνως βέβαια εμείς οι υπόλοιποι, οι “ζωντανοί” νιώθουμε βαρύ και ασήκωτο το χρέος να κρατήσουμε όρθιο και αγλαό ό,τι παραλάβαμε και στην προκείμενη περίπτωση την Βικελαία Βιβλιοθήκη, αυτή την “μποντίλια” στο πέλαγος, ενός πελάγους ιδιαίτερα ταραγμένου στις μέρες μας!