Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη θλιβερή υπογραφή της “Σύμβασης περί ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών”, στη Λωζάνη, το 1923.

Η ανταλλαγή κρίθηκε ως υποχρεωτική, μετά την τραγική ήττα στη Μικρά Ασία, από τα λάθη της τότε συντηρητικής δεξιάς Κυβέρνησης και την επάνοδο του Βασιλιά. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με τον ερχομό του στην Ελλάδα, θέλησε η ανταλλαγή να είναι εκούσια και όχι υποχρεωτική.

Στη Λωζάνη, όμως, η τουρκική αντιπροσωπεία δεν δέχτηκε τον όρο και οι Μεγάλες Δυνάμεις, Αγγλογάλλοι, έχοντας αλλάξει στάση για την Ελλάδα, δεν στήριξαν την άποψη του Βενιζέλου. Οι Τούρκοι ήθελαν, μαζί με τις προηγούμενες εθνοκαθάρσεις, του 1914, Ελλήνων και Αρμενίων, ένα ομοιογενές εθνικό κράτος.

Το γεγονός αυτό ήταν μία φοβερή καταστροφή για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό, μια τραγωδία του ξεριζωμού, που είχε όμως το θετικό για τον ελληνισμό της κυρίως Ελλάδος. Με τον ερχομό των προσφύγων, η χώρα απέκτησε ομοιογένεια και βοηθήθηκε από το προσφυγικό στοιχείο με την ενσωμάτωση και αποκατάστασή τους στον εθνικό κορμό.

Γιατί, “η παρουσία του προσφυγικού στοιχείου, κυρίως στη Δυτική Θράκη και στην Μακεδονία, συνέβαλε καταλυτικά στην εθνολογική ενίσχυση και στην πύκνωση των ελληνικών πληθυσμών” (Βακαλόπουλος,1991, 445).

Η περίπτωση του πρόσφυγα Θεοδόση Μπαγιάτη, όπως την αφηγείται στο βιβλίο μας, “Από τη Μικρά Ασία στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ”, είναι σημαντική. Ο Μπαγιάτης, δεύτερης γενιάς πρόσφυγας, “ωραίος άνθρωπος, διαμόρφωνε τη σκέψη μου με αφηγήσεις από τα βιώματά του. Ο ήχος της φωνής του με μάγευε”, όπως χαρακτηριστικά λέει ο φίλος και συνάδελφος Ζαχαρίας Καραταράκης.

Θεοδόσης Μπαγιάτης αντάρτης του ΕΛΑΣ

 

Μεγάλωσε στο χωριό Γάλυπε, μετακόμισε στη Ζίντα, ανέβηκε ως αντάρτης στον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Τραυματίσθηκε στη μάχη της Φορτέτσας, στις 8 Οκτωβρίου 1944, εναντίον των Γερμανών. Αν και ανάπηρος, έγινε Πρόεδρος του Συνεταιρισμού, άνοιξε καφενείο στο χωριό, καλλίφωνος ψάλτης στην εκκλησία, αμισθί.

Ευτυχής συγκυρία, για τον γράφοντα και τη φίλη και συνεργάτιδα Αθανασία Ψαρουλάκη, η μαρτυρία της ζωής του, στις 21 και 22 Αυγούστου 1991, προσφορά της αφήγησής του, εκτός από το αντάρτικο, η τραγική ιστορία της οικογένειάς του και του ίδιου.

Ο πατέρας του, Χαράλαμπος, καθόταν στο χωριό που “λεγότανε Γκιούρκιοϊ, που στα ελληνικά λέει χριστιανοχώρι. Λοιπόν, όπως είχε πάει ένα πρωί στο καφενείο, η μάνα μου ακόμα ήτανε στο κρεβάτι. Της λέει. “Τσέτες έχουνε πλησιάσει στο χωριό, να φύγομε”. Και δεν πήρανε τίποτα, απολύτως τίποτα. Η μάνα μου έφυγε μ’ ένα μεσοφόρι. Και κατέβηκε στο Σεβντίκιοϊ.” Στο Σεβντίκιοϊ “της δώσανε φουστάνι της μάνας μου κι έβαλε.” (Σανουδάκης -Ψαρουλάκη, 2016, 21-22).

Μετά από εκεί τραβήξανε για τη Σμύρνη, όπου πιάστηκε ο πατέρας του αιχμάλωτος από τους Τούρκους, ενώ της μάνας του “της πήρανε ό,τι είχε, γιατί εκρατούσε μόνο κάτι χρυσαφικά”.

Από τη Σμύρνη, η μητέρα του Ζαφείρω Γιοκαρίνη, με πλοίο αποβιβάστηκε στη Σάμο και από εκεί στον Πειραιά, “μέχρι που γεννήθηκα εγώ”, το 1922. Στην ερώτηση: “Η τύχη του πατέρα σου ποια ήτανε; Πέρασε, δηλαδή, ως αιχμάλωτος”, η μονολεκτική απάντησή του ίσως αρκούσε: “Δραματικές”. Ακολουθεί μια περιγραφή, όντως, δραματική.

“Μ’ ένα τσουβάλι ήτονε η φορεσιά-ν-του ενάμιση χρόνο. Δηλαδή επάλιωσε ένα τσουβάλι, βρήκαν ένα άλλο και το φορούσε αυτός παντελόνι. Απ’ τη μέση και απάνω ήτανε γυμνοί. Και τα πόδια τους ξυπόλητοι, σε άθλια κατάσταση.

Τους είχανε πάει στην Άγκυρα, τους σηκώνανε πρωί-πρωί, ενώ είχε χιονίσει, με τρομερό κρύο, τους βάζανε στα ποτάμια μέσα, για να κόβουνε λυγαριές και διάφορα άλλα, να τους πλέκουνε, λέει, κοφίνια και κάτι τέτοια. Κι όποιος δεν κολυμπούσε, όποιος δεν έμπαινε, κρατούσαν ένα στειλιάρι οι Τούρκοι κι όπου την έπαιρνε. Καμιά φορά, έβγαινε, λέει, ζωντανός σακατεμένος. Αλλά οι περισσότεροι δεν εβγαίνανε.

Γιατί τους χτυπούσανε στο κεφάλι. Και το βράδυ, μετά από τη διαδικασία όλη αυτή, για να κόψουνε καλάμια ή λυγαριές, τους πηγαίνανε σ’ ένα θάλαμο που χωρούσε τρακόσα άτομα. Πλακόστρωτος και πλαγιάζανε όπως ήτανε, με τα ρούχα, εκείνο το τσουβάλι που είχανε, βρεμένοι, σε αθλία κατάσταση” (ό.π., 22-23).

Ύστερα από ενάμιση χρόνο έγινε η ανταλλαγή και βγήκε στον Πειραιά. Τους πήγανε στο Πασαλιμάνι και αρχίζει πλέον η νέα τους Οδύσσεια.

Πριν να τους ξεμπαρκάρουν από το πλοίο “έπρεπε να γίνει απολύμανση”. Ο πατέρας του πήγε, εν συνεχεία, στη Χίο, όπου συνάντησε τη γυναίκα του, και κατόπιν ήρθαν στην Κρήτη, στον Άγιο Σύλλα Ηρακλείου και από κει, διαμέσου του λεγόμενου “Εποικισμού”, στη Γάλυπε. “Ε, πήγανε στη Γάλυπε, βέβαια, εν τω μεταξύ είχε αρκετές περιουσίες εκεί πέρα.

Τις μοιράσανε μεταξύ τους, είχε κι άλλη προσφυγιά εκεί πέρα, πέντε με έξι οικογένειες ακόμα… Ήτανε τούρκικες περιουσίες και κάμανε μια ομάδα, μια προσφυγική ομάδα, βάλανε ένα Πρόεδρο, μεταξύ τους, λέει “εδώ θα κανονίσομε να πάρει ο καθένας” και αρχίσανε να κάνουν διανομή μεταξύ τους” (ό.π. 27). Έκαναν, δηλαδή, αυτοοργάνωση.

Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του Τούρκου Ρετζέτ Εφέντη, που είχε αγγλική υπηκοότητα, είχε αναχωρήσει για την Αίγυπτο και εξαιτίας του γεγονότος “η περιουσία του έμεινε”. Αργότερα, το 1939, ο Ρετζέτ Εφέντης επέστρεψε, του είπαν ότι το 1935 μοιράστηκε από το κράτος η περιουσία του, ζήτησε να δει το σπίτι του, “εκάθισε μερικές μέρες στο χωριό και μετά έφυγε”.

Ο Θεοδόσης Μπαγιάτης ρωτήθηκε εκ μέρους μας: “Τα πρώτα χρόνια τώρα στη Γάλυπε πώς περνά η οικογένειά σου; Πώς προσαρμόζεται;”.

Μπαγιάτης: “Τα πρώτα χρόνια ήτανε δύσκολα, βέβαια, μέχρι να προσαρμοστεί”. Λόγω του ότι ήταν οικογένεια ελληνόφωνη “είχαν προσαρμοστεί στη γλώσσα”. Είχανε, όμως, δυσκολία,  “μέχρι να βρούνε εργαλεία, δεν είχανε αυτό που θα καλλιεργούσανε”. Γιατί “ξεκινήσανε να φυτέψουνε κανένα αμπελάκι, μάλλον στην αρχή καλλιεργούσανε καπνά. Αλλά τα καπνά, ύστερα από το ’29 με ’30 είχανε μια κρίση και τότες ξεκινήσανε και φυτεύανε αμπελάκια”.

Εν τω μεταξύ, ο “Εποικισμός” “τους εδώσανε τάβλες, ξύλα, για να φτιάξουνε πόρτες, να φτιάξουν, να σκεπάσουν τα σπίτια. Τότες, βέβαια, τα σπίθια με χώμα”. Ενδιαφέρουσα είναι η απάντηση Μπαγιάτη στην ερώτησή μας “πώς φέρθηκαν οι ντόπιοι”.

Διαπιστώνεται ότι η αντιμετώπιση των προσφύγων στα χωριά ήταν καλύτερη από εκείνη που είχαν οι “πρόσφυγγες” και οι γυναίκες “οι παστρικές” στις πόλεις, όπως τους γνωρίσαμε στις σπηλιές της “Μεσκινιάς”, πάνω στα τείχη και σε τρύπες ακόμα των τειχών του Ηρακλείου.

Κατά τον Μπαγιάτη: “Δεν υπήρξε καμιά διάσταση. Τους δεχτήκανε πολύ ωραία, γιατί είχαν έρθει οι άνθρωποι που πολεμήσανε στη Μικρά Ασία κι ύστερα απ’ αυτά τα γεγονότα που είδανε, ύστερα από τους πλούσιους πόρους που είχε η Μικρά Ασία και ξέρανε πώς ζούσαν εκεί πέρα κι ήρθανε ξεσπιτωμένοι, τους δεχτήκανε πολύ καλά. Δεν υπήρχε καμιά διάσταση μεταξύ τους” (ό.π., 28).

Προς επιβεβαίωση, το ίδιο συνέβη και στο χωριό Χερσόνησος, με τον μοναδικό πρόσφυγα Κωστή Σκλάβο, που ενσωματώθηκε και αποκαταστάθηκε στο χωριό, φυσιολογικά, όπου και απέκτησε οικογένεια.

Σημαντική, ακόμα, μεταξύ των άλλων, είναι η πληροφορία Μπαγιάτη για τη δομή της οικογένειας, το ρόλο της γυναίκας, λόγω του τρόπου ζωής της στη Μικρά Ασία, όπου ήταν απελευθερωμένη, ως ίση με τον άνδρα, εν αντιθέσει με τη ζωή της γυναίκας στην Κρήτη, που ήταν αυστηρά περιορισμένη.

Κατά τον Μπαγιάτη, “ο πατέρας μου ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος, ένας αγαθός άνθρωπος. Οπόταν αυτός δεν έφερνε καμιά αντίρρηση, ό,τι έλεγε η μάνα μου” (ό.π., 32).

Η ανταλλαγή των πληθυσμών, παρά την τραγικότητα που βίωναν οι πρόσφυγες, Έλληνες και Τούρκοι, και τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν, αρχικά με την εγκατάστασή τους, στους ίδιους και τη χώρα μας, ο ξεριζωμός και ο ερχομός τους υπήρξε, εν τέλει, για τον τόπο θετικός.

Γιατί κέρδισε εθνολογικά, οικονομικά και μπολιάστηκε πολιτιστικά ο έως τότε αγροτικός-κτηνοτροφικός χαρακτήρας του, με στοιχεία προόδου που έφεραν οι πρόσφυγες με τον ερχομό και την εγκατάστασή τους.

  ΠΗΓΕΣ

  1. Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Νεοελληνική Ιστορία (1204-1940), εκδόσεις Αφ|ών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991.
  2. Αντώνης Σανουδάκης-Αθανασία Ψαρουλάκη, Θεοδόσης Μπαγιάτης, Από τη Μικρά Ασία στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, εκδόσεις “Ταξιδευτής”, Αθήνα 2016.