Χρόνια πολλά! Αγαπητέ μου αναγνώστη.

Αύριο, καθώς γνωρίζεις, γιορτάζει η Παναγία, μητέρα μας και μαζί της όλη η Χριστιανοσύνη ή αν προτιμάς, ο κόσμος όλος. Ιδιαίτερα τιμά, σέβεται και γιορτάζει την Παναγία μας το Έθνος μας, το Ορθόδοξο Ελληνικό έθνος, που τη θεωρεί δική του και προστάτιδά του. Ελα, λοιπόν, να θυμηθούμε όσα ξέρουμε ή πρέπει να ξέρουμε για την Κοίμησή της.

Ασφαλώς θα θυμάσαι τι παραγγελιά άφησε ο Χριστός μας στον πιο αγαπημένο του μαθητή, τον Ιωάννη, για την αγία μητέρα του, λίγο πριν παραδώσει επάνω στον Σταυρό την ψυχή του στον Πατέρα του: “Ιωάννη, ιδού η μήτηρ σου”, του είπε, δείχνοντάς του με νεύμα των ματιών του την Παναγία μας. Όντως, από εκείνη τη στιγμή ο Ιωάννης πήρε τη Θεοτόκο κοντά του και τη φρόντιζε πιο πολύ και από τη μάνα του μέχρι το θάνατό της.

Πότε ακριβώς πέθανε η Παναγία μας, δεν γνωρίζουμε. Σύμφωνα με την παράδοση (βλέπε Εγκ. Ελευθερουδάκη, τόμος 17, σελ. 152: Θεοτόκος), έζησε κοντά στον Ιωάννη έντεκα ακόμα χρόνια. Επειδή δε όταν σταυρώθηκε ο Ιησούς αυτή πρέπει να ήταν σαράντα οκτώ χρόνων, συμπεραίνουμε ότι πρέπει να πέθανε στα πενήντα εννιά της. Συνεχίζουμε τώρα τα της Κοιμήσεώς της, με βασική πηγή και οδηγό μας το σχετικό συναξάρι της 15ης Αυγούστου (βλέπε Μηνιαίο Αυγούστου, Εκκλ. Βιβλιοθήκη “ΦΩΣ”).

Όταν ο Χριστός μας αποφάσισε να καλέσει κοντά του την αγία μητέρα του, τότε την ενημέρωσε δ’ Αγγέλου τρεις μέρες πιο μπροστά. Εκείνη, γεμάτη χαρά, ανέβηκε στο όρος των Ελαιών και προσευχήθηκε. Κατά την πορεία της τα δέντρα και τα φυτά υποκλίνονταν μπροστά της, δείχνοντας έτσι η φύση το σεβασμό της. Σαν γύρισε, αφού και πάλι προσευχήθηκε, καθάρισέ και συγύρισε το σπίτι της, ετοίμασε το κρεβάτι της και όλα όσα χρειάζονταν για την κηδεία της και την ταφή της και στη συνέχεια ειδοποίησε τους συγγενείς και τους γείτονες, στους οποίους φανέρωσε τα όσα ο γιος της δια του Αγγέλου της είχε μηνύσει.

Θρήνοι και δάκρυα πολλά χύθηκαν στο άκουσμα της θλιβερής γι’ αυτούς είδησης. Εκείνη τους παρηγόρησε και τους υποσχέθηκε κάθε βοήθεια και προστασία. Ολη της την περιουσία, δύο χιτώνες όλους κι όλους που είχε, τους χάρισε σε δύο γνωστές της φτωχές χήρες. Στο μεταξύ, οι Απόστολοι που είχαν διασκορπιστεί σε διάφορες μακρινές χώρες και κήρυτταν το Ευαγγέλιο, μεταφέρθηκαν θαυματουργικά επί νεφελών και βρέθηκαν όλοι μαζί στο σπίτι της Παναγίας, όπου ενημερώθηκαν απ’ αυτήν για τη μετάστασή της.

Μεταξύ των Αποστόλων ήσαν και οι θεόσοφοι ιεράρχες Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Ιερόθεος και ο Τιμόθεος. Όλοι την προσκύνησαν και με δάκρυα έπλεξαν το εγκώμιό της και έκλαιγαν για τον αποχωρισμό της, ιδιαίτερα ο θεσπέσιος Παύλος. Αυτή δε, αφού τους παρηγόρησε και τους ευλόγησε, δεήθηκε για τον κόσμο ολόκληρο και τους ζήτησε να τη θάψουν στη Γεσθημανή.

Μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι, σταύρωσε τα χέρια της, έκλεισε τα μάτια της και η άγια ψυχή της πέταξε στον ουρανό, κοντά στο γιο της. Τους εξόδιους ύμνους άρχισε ο Πέτρος, πηγαίνοντας μπροστά, οι δε λοιποί των Αποστόλων, σηκώνοντας το φέρετρο, πορεύθηκαν με λαμπάδες και ύμνους. Ακολουθούσε δε και κόσμος πολύς. Κατά την πορεία ακούγονταν υπέροχες αγγελικές ψαλμωδίες, και μελωδίες.

Αλλά οι άρχοντες των Ιουδαίων, αιώνια αμετανόητοι και άθλιοι, λίαν θορυβηθέντες κατάφεραν να πείσουν μερικούς από τον όχλο να δημιουργήσουνε επεισόδια σε βάρος της πομπής, με σκοπό να καταστρέψουν και το φέρετρο. Μόλις όμως ξεκίνησαν τα επεισόδιά, όλοι αυτοί οι ταραξίες με θεία επέμβαση τυφλώθηκαν.

Ένας μάλιστα απ’ αυτούς ο πιο φανατικός ίσως, κατάφερε να πλησιάσει και να αγγίξει το φέρετρο, έτοιμος να το καταστρέψει. Όμως, την ίδια στιγμή, ο Θεός τον σακάτεψε: έχασε και τα δύο του χέρια, τα οποία κομμένα, κρέμονταν σε θέα όλων των ακολουθών των. Αμέσως σταμάτησαν τα επεισόδια και κάθε αντίδραση και η πομπή έφθασε χωρίς άλλα απρόοπτα στη Γεσθημανή, όπου οι Απόστολοι έθεσαν στο μνήμα το ζωαρχικό σώμα της Παναγίας μας και το έθαψαν. Ένας όμως Απόστολος, κατά θεία οικονομία, δηλαδή σκόπιμα από τον Θεό, για να γίνει αντιληπτό σ’ όλο του το μεγαλείο το μέγα και συνταρακτικό γεγονός που θα ακολουθούσε, δεν πρόλαβε να είναι παρών στην κηδεία.

Εφθασε την τρίτη μέρα μετά την ταφή. Με δάκρυα πολλά παρακαλούσε τους άλλους Αποστόλους να ανοίξουν τον τάφο, για να δει κι αυτός για τελευταία φορά το αγαπημένο και πανάγιο σώμα και να το προσκυνήσει. Εκείνοι τελικά τον λυπήθηκαν και κατόπιν θερμής προσευχής άνοιξαν τον τάφο αλλά έκθαμβοι είδαν ότι το Αγιο Σώμα απουσίαζε και ο τάφος ήταν άδειος: Περιείχε μόνο το νεκροσέντονο!

Να συμπληρώσουμε ακόμη ότι οι τυφλωθέντες ταραξίες, και κυρίως αυτός με τα κομμένα και κρεμάμενα χέρια, πανικοβλήθηκαν από την κεραυνοβόλα και φοβερή τιμωρία τους και τρέμοντας μετανιωμένοι και κλαίγοντας ομολογούσαν την πίστη τους στη Θεοτόκο και της ζητούσαν συγχώρηση και έλεος. Και αυτή τους λυπήθηκε και τους συγχώρησε. Κι όχι μόνο αυτό. Τους θεράπευσε όλους και αποκατέστησε πλήρως την υγεία τους, ώστε να ξαναγίνουν όπως ήσαν πριν την απερισκεψία τους και τη φοβερή τιμωρία τους. * Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός, ειδ. πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτούτου, πτυχ. Πολιτικών Επιστημών