Είναι τόσο όμορφα τα πρωινά του Απρίλη. Καθαρή η ατμόσφαιρα, πλούσια σε αρώματα, από τις ανθισμένες λεμονιές και νεραντζιές, γι’ αυτούς που κατευθύνονται για την εντός των τειχών πόλη.

Μια τέτοια διαδρομή από τη Θέρισο ή τον Μασταμπά, προς το κέντρο της πόλης, μέσω της γειτονιάς του Λάκκου και του Αγίου Ματθαίου σε αποζημιώνει, αφού συναντάς κάποια προνομιούχα σπίτια τα οποία έχουν διασωθεί από την λαίλαπα της σύγχρονης ανοικοδόμησης σε πολυκατοικίες.

Πρόκειται για εκείνα τα παλιά καστρινά σπίτια, με τους ψηλούς αυλόγυρους και τις περίτεχνες μεγάλες ξύλινες αυλόπορτες, που όταν άνοιγαν προκαλούσαν τον θαυμασμό στους περαστικούς. Μοναδικά σε τάξη και αρχοντιά, αλλά και εξίσου όμορφες εκείνες οι αυλές τους.

Τι αμέτρητες γλάστρες με τα πολύχρωμα απριλιάτικα ρόδα, με τους κατιφέδες και τα γιούλα, με τα άλικα γαρύφαλλα και τις πασχαλιές, με τις πολύχρωμες βιολέτες που το άρωμά τους διαχέονταν σε κάθε γωνιά, οι οποίες προορίζονταν να κοπούν για τον στολισμό του Επιταφίου.

Θέλω δε θέλω τούτες τις μέρες, το μυαλό μου και η σκέψη μου γυρίζουν πολλές δεκαετίες πίσω, σ’ αυτά που έχω διαβάσει και έχω ακούσει. Τέτοιες μέρες του Μεγαλοβδόμαδου που οι νοικοκυρές βρίσκονταν στο πόδι. Κύριο μέλημά τους ο ευπρεπισμός του οίκου τους, αλλά και της γειτονιάς τους. Σίγουρα έπρεπε να πιάσουν τόπο οι στίχοι του ποιητή που ήθελε να: “μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη”!

Συνήθειες αυτών των ημερών, που έπρεπε να τους βρουν όλους έτοιμους και παράλληλα προετοιμασμένους, προκειμένου να βιώσουν το Θείο Δράμα και στη συνέχεια την Ανάσταση του Κυρίου. Ο γνώριμος ήχος της καμπάνας του Αγίου Μηνά ή του Αγίου Ματθαίου και της Αγίας Παρασκευής, καλούσε ολόκληρη την οικογένεια να τρέξει στην εκκλησία. Τέτοιες μέρες… Μου είναι αδύνατο να μη  σταθώ και να μην ανατρέξω στα γραφόμενα του μπαρμπέρη λογοτέχνη και ποιητή, όπως τον αποκαλούσε ο Μανώλης Καρέλλης, του Μανόλη Δερμιτζάκη, ο οποίος είχε περιγράφει με μοναδικό τρόπο αυτές τις μέρες.

Το μεγαλοβδόμαδο του Δερμιτζάκη ξεκινούσε από το βαθύ πρωινό της Μεγάλης Δευτέρας με τους μαγαζατόρους να είναι όρθιοι από τα χαράματα. Έτοιμοι να καλωσορίσουν την χωρατιά που ερχόταν, για να πάρει τα απαραίτητα ψώνια αλλά και τα δώρα από τη χώρα. Με τον ερχομό της πλημμύριζαν τα τσαρσιά (οι αγορές) και τα ντουκιάνια (μαγαζιά) και άρχιζε ο τζίρος. Μεγάλη κίνηση παρουσίαζε η Πλατιά Στράτα (ο σημερινός δρόμος της Καλοκαιρινού), φωνές, κίνηση τα κύρια χαρακτηριστικά, που μόλις σουρούπωνε, έδιναν τη θέση τους στους ήχους της καμπάνας των προαναφερόμενων εκκλησιών. Αρκετοί προτιμούσαν ν’ ακούσουν το τροπάριο του Νυμφίου από το στόμα του καλλίφωνου ψάλτη του Αγίου Μηνά, του Βαλαβάνη.

Η Μεγάλη Τρίτη έβρισκε την αγορά με τους ίδιους ρυθμούς. Με την κερά Συμεώναινα να βοηθάει τον άνδρα της, ο οποίος καθημερινά και τέτοιες μέρες περισσότερο, κουβαλούσε τα ασκιά με το κρασί από τον Τουπογιάννη. Δύο   ήταν τα κουσούρια της Συμεώναινας, να κρυφογροικιά τα καθέκαστα της γειτονιάς και να τα κρυφοτσούζει. Το βράδυ έπρεπε όλοι να πάνε για ν’ ακούσουν το τροπάριο της Κασσιανής. Ξημέρωνε η Μεγάλη Τετάρτη με την κίνηση ν’ ανεβαίνει όλο και περισσότερο.

Οι νοικοκυρές έτρεχαν  να προμηθευτούν τις μυζήθρες από την αγορά, προκειμένου να φτιάξουν τα λαμπριάτικα καλιτσούνια και το βράδυ να πάρουν τα παιδιά τους και να πάνε όλοι μαζί να μυρωθούν. Τα παιδιά για περισσότερη φρόνεψη. Οι χτύποι των βαρελόττων και οι παδιικές φωνές, διαλαλούσαν τις μπογιές που πουλούσαν για το βάψιμο των αυγών. Ολα αυτά και η συνεχής αυξανόμενη κίνηση της αγοράς ήταν τα χαρακτηριστικά της Μεγάλης Πέμπτης.

Πολλά επίσης καστρινοκόπελα πουλούσαν τα δώδεκα ευαγγέλια που θα διαβάζονταν το βράδυ. Οι χωριάτες κουρασμένοι και ασυνήθιστοι από τη ζωή της πόλης, την τόσο έντονη και πολύβουη έτρεχαν να καταλαγιάζουν την πείνα τους στα μαγέρικα της αγοράς, αναζητώντας χταπόδι στιφάδο, ταραμά, ελιές και τον πεδιαδίτικο μαρουβά μαζί με μπόλικη απαλή, χάσικη φρατζόλα. Το βράδυ μέσα σ’ έντονο κλίμα συγκίνησης και ευλάβειας γινόταν η περιφορά του Εσταυρωμένου “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου”.

Πρωινό ξημέρωμα του Μεγαλοπάρασκου. Όλοι παρατούσαν τις δουλειές τους, συμμετέχοντας στο Θείο Δράμα. Το βράδυ γεμάτη η εκκλησία με το να ακούγεται το “Ω γλυκύ μου έαρ” και τόσα άλλα τροπάρια και στη συνέχεια οι ευχές του Δεσπότη. Διαφορετικό ήταν το πρωινό του Σαββάτου, αλλά και όλη η μέρα με τα τρία κολατσά, τα τρία μεσημέρια και τα ισάριθμα απομεσήμερα, όπως θέλει ο λαός μας. Μέρα για τις τελευταίες ετοιμασίες, αλλά και μέρα της φούργιας της δουλειάς, για τα μπαρμπέρικα. Ο Συριανός μπαρμπέρης Σκουλιδάς, οι Μαθιουδάκηδες, ο Μαυρογιάννης, ο Καρδαμάκης, με τον Στυλιανό τον Τερζάκη, ο Γιάννης ο Κλεμανσώ, ο Λουλουδάκης, ο Ματζουράνας, κούρευαν και ξύριζαν τον καθένα μουστερή. Ολοι τους πήγαιναν να ξαποστάσουν γιατί έπρεπε το βράδυ να πάνε στην ακολουθία της Ανάστασης.

Άλλες εκείνες οι εποχές… Δύσκολα τα χρόνια, σκληρή η ζωή. Μ’ ένα διαφορετικό πρόσωπο όμως, ζεστές οι ανθρώπινες σχέσεις, με ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, με σεβασμό στα ήθη και έθιμα, στις παραδόσεις.

Τέτοιες μέρες… σήμερα βιώνουμε διαφορετικά πράγματα, περνώντας πρωτόγνωρες καταστάσεις. Όχι τις καλύτερες. Τελικά αποδείχτηκαν όλα ψεύτικα και απατηλά. Σαν ένα… παραμύθι. Κανείς δεν είναι αυτοδύναμος, αυτόνομος, αυτάρκης. Κανένας δεν αισθάνεται και δεν έχει καμμιά σιγουριά, πως είναι κύριος του εαυτού του. Εμείς οι άτρωτοι με τις εξάρσεις και τους ξέφρενους ρυθμούς τελικά, τίποτα δεν προλάβαμε. Φεύγαμε πρωί πρωί για τις δουλειές μας, αφήνοντας πίσω τις σκέψεις και τους στοχασμούς, μόνο κοιτώντας την ταχύτητα…

Να προλάβουμε… να τρέξουμε, όσο γίνεται περισσότερο… Ξαφνικά ένα φρένο απότομο σταματά αυτόν τον φρενήρη ρυθμό μας! Και από τα ψιλά βρισκόμαστε στα χαμηλά από τα πολλά στα λίγα, σύμφωνα με το τραγούδι. Έγκλειστοι! “Μένουμε σπίτι”. Βέβαια όχι γιατί το θέλει ο αυστηρότατος κύριος Χαρδαλιάς, ούτε ο μειλίχιος και έμπλεος ήθους, ανθρωπιάς και επιστημοσύνης κ. Σωτήρης Τσιόρδας (απορώ και λυπάμαι για την κριτική ορισμένων στο πρόσωπό του). Υπάρχουν κι αυτοί… “Μένουμε σπίτι” λοιπόν για το καλό μας, για το καλό όλων μας!