Εκατό χρόνια πλησιάζουν  σχεδόν από τότε   που ο ποιητής μας, ο νομπελίστας  Γιώργος Σεφέρης έγραψε το περίφημο  ποίημα: «Με τον τρόπο του Γ. Σ.», με τα αρχικά να υποδηλώνουν το όνομά του. Πρόκειται για ποίημα με το οποίο ο ποιητής ουσιαστικά κάνει αναφορά στον τρόπο που ο ίδιος βλέπει τα πράγματα στην Ελλάδα του 1936 που το έγραψε. Και ο πρώτος του στίχος,   «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει …» έμελλε να γίνει έκτοτε μόνιμη επωδός  και να μείνει ως το εθνικό μας παράπονο.

Ο ποιητής αναφέρεται σε μια περιδιάβασή του στους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, που σε κάθε τόπο νιώθει πληγωμένος. Πληγωμένος από την αλλοτρίωση, την απραξία και την στασιμότητα των πάντων. Μοιάζει σαν οι άνθρωποι να μην έχουν καμιά αγάπη  για την πατρίδα τους, να μην αισθάνονται τίποτε για τον τόπο τους· δεν τον πονούν και δεν τον νοιάζονται. Μια Ελλάδα που πληγώνει με την αδιαφορία της, ένα κράτος χωρίς προορισμό, χωρίς όνειρο.

Και πέρασαν τόσα χρόνια από τότε. Ήρθε κι έφυγε η δικτατορία του Μεταξά, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος με την εξολόθρευση ανθρώπων και πραγμάτων και ο συνακόλουθος εμφύλιος, για να ακολουθήσει μια μακρά περίοδος ειρήνης. Οι κλειστές κοινωνίες άνοιξαν, τα σχολεία και τα γράμματα πήγαν παντού,  κι εμείς που δεν είχαμε πού αλλού να επενδύσομε τα όνειρά μας, προστρέξαμε στα σχολεία: Να μορφωθούμε, να μάθομε γράμματα, να φύγομε από τη σκληρή ζωή τούτου του τόπου, να γίνομε άνθρωποι,  όπως μας προέτρεπαν  οι δικοί μας. Κι έδειχναν όλα, πως κάτι αρχίζει να κινείται ξανά, πως κάτι νέο ξεκινά σ’ αυτόν τον τόπο.

Και ήρθε η Ευρωπαϊκή Ένωση και ανοίγει ο δρόμος για την παγκοσμιοποίηση και κυκλοφόρησαν χρήματα. Και, παρά τις ενδόμυχες επιφυλάξεις μας, υπήρξαν στιγμές που πιστέψαμε, πως τώρα με τις συσσωρευμένες γνώσεις και τις εμπειρίες μας  θα αλλάξουν τα πράγματα· θα πάει ο τόπος μπροστά και μαζί του κι εμείς όλοι. Ναι, όλοι μαζί, έτσι όπως ήθελε ο Μακρυγιάννης. Να εκπληρώσομε κι εμείς  αυτό το χρέος. Και πολλοί δουλέψαμε, πολύ και σκληρά και με ανιδιοτέλεια, για το ηθικό χρέος.  Γιατί έτσι πιστέψαμε, γιατί έτσι εξακολουθούμε να πιστεύουμε.

Και άρχισαν να γίνονται πράγματα που δεν μας πλήγωναν, τα καμαρώναμε. Πράγματα που τα αγαπήσαμε. Κι ήρθε και η αγνοημένη και παραγκωνισμένη Βούλα Πατουλίδου και μας είπε εκείνο το περίφημο, «για την Ελλάδα ρε γαμώτο» και μας έκανε να βουρκώσομε. Έλεγε κατάμουτρα σε όσους την αδίκησαν, «δεν με ενδιαφέρει που με πικράνατε, αδιαφορώ που αδιαφορήσατε για μένα. Εγώ για την Ελλάδα». Κι ήταν ο λόγος αυτός, ο αυθόρμητος λόγος της ασθμαίνουσας ακόμη πρωταθλήτριας,  πιο πολύτιμος και από το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο! Μαζί σου Βούλα σκεφθήκαμε πολλοί! Για την Ελλάδα!

Και δεν άργησαν να έρθουν οι πικρές διαπιστώσεις: Δίπλα στην Ελλάδα της προκοπής δουλεύει στα σκοτεινά και στα ύπουλα  η Ελλάδα της παρακμής. Η Ελλάδα της μπηχτής και της αρπαχτής. Έλα καημένε από τους Ευρωπαίους τα παίρνομε, κουτόφραγκοι είναι, δεν καταλαβαίνουν, σου έλεγαν. Και μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό αλλάξαμε ήθος. Τώρα πια όχι το χρέος, το χρήμα. Αυτό ενδιαφέρει τους περισσότερους. Η ύλη και οι υλικές αξίες παίρνουν  την πρωτοκαθεδρία. Είναι τα συμφέροντα!

Αυτά δεσπόζουν, αυτά κυριαρχούν στο κάθε βήμα. Οι ηθικές και οι πνευματικές αξίες,  ο άνθρωπος  και ο ανθρωπισμός παραγκωνίζονται και ενίοτε λοιδορούνται. Ο ανταγωνισμός των συμφερόντων και ο διαγκωνισμός των προσώπων καθημερινή πρακτική και μεγάλη οδύνη για τους αδύναμους. Και διορίζονται νέοι άνθρωποι στις δουλειές, όποτε διοριστούν τέλος πάντων, κι εκεί που εμείς λέγαμε τι μπορώ να αλλάξω σε αυτόν τον χώρο, τώρα πολλοί σκέφτονται τι μπορώ να αρπάξω από αυτόν το χώρο.

Το ήθος υποχωρεί, η διαφθορά και η παρακμή οργιάζουν. Αλλάζουν ήθη και συνήθειες. Τώρα πια δεν χρειάζεται να εξοικονομήσεις χρήματα για να αγοράσεις αυτοκίνητο. Δίπλα είναι η Τράπεζα. Δάνειο. Και γιατί να κουράζεσαι να σπουδάζεις για να πάρεις μια θέση; Υπάρχει και άλλος τρόπος: Ένας καλός κολλητός. Μα κι αυτός, ο κολλητός, θα σε χρειαστεί αύριο, που θα θέλει ψήφους. Και διορίζεται σταθμάρχης ο κολλητός του τάδε. Και γέμισε ο κόσμος  από σταθμάρχες και κολλητούς χρόνια και χρόνια  τώρα. Κι έγινε ο κόσμος ένα απέραντο κομφούζιο.

Κι όλο αυτό μου φέρνει στο νου αυτό που έπαθα τότε με τον πρώτο μου υπολογιστή. Πληκτρολογούσα  ελληνικούς χαρακτήρες και μου έβγαζε κινέζικα στην οθόνη. Πήγαινα να γράψω κάτι και ήταν όλα στον αέρα. Ούτε αρχή ούτε τέλος. Άπραγος εγώ μέσα στο απόλυτο χάος. Έτσι σαν την Ελλάδα του σήμερα που μας κάνει να σηκώνομε τα χέρια απελπισμένοι από τα πολλά αδιέξοδα! Και μέσα στην απόγνωσή μου, φωνάζω τότε το Γιώργο, το γιο μου, μικρό παιδί ακόμη. Του εξηγώ, κι εκείνος με την αγνότητα του μικρού παιδιού, μου λέει  απλά: Μπαμπά πάτα restart, επανεκκίνηση, μου εξηγεί. Και σβήστηκαν όλα και ξεκινήσαμε από την αρχή.

Και είναι αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα. Και παρακαλώ ας συναισθανθούμε όλοι την κρισιμότητα της στιγμής. Προσωπικά με την ωριμότητα και την εμπειρία της ηλικίας, αλλά με την αγνότητα και την ανιδιοτέλεια μικρού παιδιού  σας παρακαλώ: Όχι στις συνήθεις και τις άχαρες ατάκες και τους εξυπνακισμούς, που μας έχετε συνηθίσει.

Όχι στην προσπάθεια μετατόπισης ευθυνών προς άγραν ψήφων. Η ευθύνη βαρύνει όλους και από όλους μαζί πρέπει να αντιμετωπισθεί. Ενιαία. Επιτέλους από το ΕΓΩ και το ΕΣΥ ας περάσομε μια φορά στο ΕΜΕΙΣ. Γιατί  «οι καιροί ου μενετοί»! Αυτό είναι το μήνυμα που ο τόπος εκπέμπει επειγόντως από τα Τέμπη. Γιατί η Ελλάδα τώρα δεν πληγώνει, σκοτώνει. Και φοβάμαι για την Ελλάδα, για τη δημοκρατία για τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Για τα παιδιά και τα εγγόνια του κόσμου.

*Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής – πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης