Δυο τόποι. Δυο γυναίκες. Δυο άντρες, ένα σύζυγος κι ένας σύντροφος, καθ’  ομολογίαν δολοφόνοι. Δυο φόνοι γυναικών που συντάραξαν την Ελλάδα. Γιατί άραγε; Ήταν το νεαρό της ηλικίας των δολοφονημένων γυναικών; Ήταν η σκληρότητα της αποτρόπαιης πράξης ή επειδή ήταν φόνοι «δι’  ασήμαντον αφορμήν»; Ή μήπως επειδή δολοφόνοι ήταν οι ίδιοι οι δικοί τους άνθρωποι; Λυπήθηκε όλη η χώρα για την Καρολάιν και τη Γαρυφαλλιά.

Η πρώτη, σε ένα υπέροχο σπίτι στα Γλυκά Νερά, πίστευε ότι θα ζούσε ένα γλυκό όνειρο, μια γλυκιά ζωή δίπλα στον αγαπημένο της, όπως το δηλώνει το όνομα του τόπου. Αντί της γλυκιάς ζωής, όμως, ήλθε να τη συναντήσει ο θάνατος.

Η δεύτερη, η Γαρυφαλλιά, με το ωραίο, ευωδιαστό  όνομα, βρήκε το θάνατο πάνω στα αιχμηρά βράχια και τα αλμυρά νερά της Φολεγάνδρου(οι αρχαίοι συγγραφείς την ονομάζουν σιδερένια «δια την τραχύτητα»), εκεί όπου πήγε με τον «καλό» της, για να ζήσει τη γλυκάδα των διακοπών. Η γλυκύτητα και στις δυο περιπτώσεις μεταλλάχτηκε σε πικράδα, στην πικράδα του θανάτου.

Έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά από ειδήμονες και μη για τις αιτίες που οδήγησαν τους καθ’  ομολογίαν δολοφόνους σ’  αυτές τις βάρβαρες και αποτρόπαιες πράξεις. Ψυχολόγοι κυρίως, αλλά και δημοσιογράφοι και δικηγόροι, ερμήνευσαν τέτοιες συμπεριφορές κι έδωσαν απαντήσεις σχετικά με τα αίτια που οδήγησαν στις δολοφονίες. Ακούσαμε πολλές φορές από τα τηλεοπτικά δελτία να τις αποκαλούν άτυχες. Δεν θα το πω αυτό. Δεν ήταν άτυχες.

Υπήρξαν θύματα δυο ανθρώπων, για τους οποίους ενσυνείδητα η αξία της ανθρώπινης ζωής ήταν ευτελής. Ανθρώπων που έδειξαν πως η ψυχή τους ήταν νεκρή από αισθήματα, από ενσυναίσθηση, από κάθε έννοια σεβασμού προς το ανθρώπινο πρόσωπο. Ανθρώπων που πίστευαν πως η γυναίκα πρέπει να υποτάσσεται, να μην αντιδρά, να μην έχει άποψη και γνώμη, να μην έχει θέληση και αυτεξούσιο. Πρόκειται για την πιο αντιπνευματική και αντιανθρώπινη στάση που μπορεί να συναντήσει κανείς σε ανθρώπους.

Ο καθ’  ομολογίαν δολοφόνος της Καρολάιν προσπάθησε επί πολλές ημέρες, υποκρινόμενος σαν καλός ηθοποιός, να αποκρύψει την πράξη του, δείχνοντας με τη συμπεριφορά του αυτή πως ό,τι τον απασχολούσε δεν ήταν η συντριβή και η μετάνοια για το φονικό, αλλά πώς θα γλιτώσει την τιμωρία. Φαίνεται πως αυτό που ονομάζουμε «τύψεις» και «ενοχές» δεν τον άγγιζαν, δεν τον απασχολούσαν, του ήταν αδιάφορες, απόδειξη του ψυχικού κενού που κουβαλούσε μέσα του.

Ο δεύτερος καθ’ ομολογίαν δολοφόνος είπε για το φόνο της Γαρυφαλλιάς εκείνη τη ανατριχιαστική φράση: «χάλασε η φάση». Διαβάζω στο Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη ότι η λ. «φάση», μεταξύ των άλλων σημασιών, σημαίνει και «περίσταση» αλλά και «ενδιαφέρον ή αστείο περιστατικό».

Γι’ αυτόν δηλαδή η σχέση με τη Γαρυφαλλιά φαίνεται ότι είχε την έννοια και την ελαφρότητα ενός παιγνιδιού, ενός απλού περιστατικού, που όταν, κατά τη γνώμη του, «χαλούσε», επειδή ο «άλλος» δεν συμφωνούσε, έστω και για ένα ασήμαντο πράγμα, μαζί του, όχι μόνο έδινε τέλος στη σχέση αλλά και εξόντωνε βιολογικά τον «αντίπαλο». Η Γαρυφαλλιά ήταν ο ασήμαντος άλλος στη «φάση», ήταν όχι πρόσωπο αλλά η «χαλάστρα» του περιστατικού.

Αν οι σκέψεις αυτές είναι ορθές, τότε έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους σκληρούς, εγωκεντρικούς, αδιάφορους για τον «άλλο», ακόμη κι αν ήταν το πιο δικό  τους πρόσωπο: για τις επιθυμίες του, για τις σκέψεις του, για τη γνώμη του, για τη στάση του απέναντι στη ζωή. Δυστυχώς, αυτό το βλέπουμε καθημερινά στον κοινωνικό χώρο: έχουμε γίνει οι περισσότεροι σκληροί έναντι των άλλων ανθρώπων, μας ενδιαφέρει μόνο η ικανοποίηση του ατομικού μας θελήματος, θέλουμε να επιβληθούμε πάνω στους άλλους, όταν νιώσουμε δυνατοί, όταν έχουμε εξουσία.

Αλλά κι όταν δεν την έχουμε, ψάχνουμε να βρούμε πιο αδύναμους από εμάς, για να επιβληθούμε. Στις δυο περιπτώσεις στις οποίες αναφερθήκαμε, αδύναμες θεωρήθηκαν οι γυναίκες, πάνω στις οποίες εκδήλωσαν τη «δύναμή» τους με τον πλέον αποτρόπαιο τρόπο οι δυο «δυνατοί» άντρες.

Οι άνθρωποι αυτοί (και όσοι σκέφτονται και δρουν σαν κι αυτούς) δεν ωρίμασαν πνευματικά ποτέ, δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τη «φύση» τους, από τη βιολογική επιταγή που επιβάλλει το δίκαιο του ισχυρού, το δίκαιο της πυγμής. Αυτό το «δίκαιο» το βλέπουμε να επικρατεί στο φυσικό κόσμο, στον κόσμο των ζώων.

Δυστυχώς, αν ανατρέξουμε στην ανθρώπινη ιστορία, θα διαπιστώσουμε ότι κι εδώ επικρατεί το δίκαιο του ισχυρού, ότι οι ισχυρότεροι λαοί πάντα προσπαθούσαν και προσπαθούν (με διάφορους τρόπους, συνήθως βίαιους) να επιβληθούν πάνω στους αδύναμους, πολλές φορές μάλιστα εξοντώνοντάς τους. Όταν οι Έλληνες, σύμφωνα με τον μύθο, κατέλαβαν την Τροία, δεν δίστασαν να κάψουν την πόλη, να σφάξουν γυναίκες, γέροντες και παιδιά και να πετάξουν τον Αστυάνακτα, τον γιο του Έκτορα, αν και ήταν νήπιο, από τα τείχη της Τροίας.

Ο Θουκυδίδης εξιστορεί πληθώρα σφαγών αμάχων, με αποκορύφωμα τη σφαγή των Μηλίων. Οι Ρωμαίοι σταύρωναν και έκαιγαν όχι μόνο τους χριστιανούς αλλά και όποιον αντιστεκόταν στη δύναμή τους.

Οι αποικιοκράτες πουλούσαν ως σκλάβους τους εγχρώμους κατοίκους της Αφρικής, οι καθολικοί έσφαζαν τους Προτεστάντες και τανάπαλιν, οι μουσουλμάνοι τους χριστιανούς, οι φασίστες τους κομμουνιστές, οι κομμουνιστές τους «εχθρούς του λαού» και το πράγμα δεν έχει τέλος. Ο πλανήτης μας, δυστυχώς, είναι ποτισμένος με το αίμα αμέτρητων εκατομμυρίων ανθρώπων. Φαίνεται πως ο Φρόιντ, που είχε πει πως δίπλα στο ένστικτο της ζωής υπάρχει το ένστικτο του θανάτου, είχε δίκιο.

Μέσα σ’  αυτή την ατέλειωτη σειρά των σφαγών, των αιμάτων, της δουλείας και της καταπάτησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι γυναίκες είναι αυτές που υπέφεραν περισσότερο. Σπανίως τύγχαναν σεβασμού εκ μέρους των ανδρών. Οι φόνοι, ο εξανδραποδισμός, οι βιασμοί, η θανάτωση των παιδιών τους μπροστά στα μάτια τους, η χρήση τους ως σκευών ηδονής, αυτή ήταν η τύχη των γυναικών στα χέρια των ανδρών κατακτητών.

Αφήνω ασχολίαστο το γεγονός της κοινωνικής ανισότητας όσον αφορά τις γυναίκες, στο πλαίσιο πολλών σύγχρονων κοινωνιών, κυρίως των μουσουλμανικών. Δυστυχώς και σήμερα, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στις δυτικές κοινωνίες, οι γυναίκες πολύ συχνά πέφτουν θύματα της θέλησης του άντρα να τις κρατεί υποταγμένες, να τις έχει υπό τον έλεγχό του, σαν αντικείμενα κτήσης και χρήσης.

Το πρόβλημα, επομένως, της σκληρότητας των ανδρικών συμπεριφορών έναντι των γυναικών δεν είναι απλώς ένα πρόβλημα ψυχολογικό ή κοινωνικό. Είναι πρόβλημα βαθύτερο, πρόβλημα πνευματικό, που αφορά τη μη απελευθέρωσή μας από την κατάσταση της ζωώδους φύσεως, η οποία επιβάλλει το δίκαιο της πυγμής στις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές. Αν δεν θέλουμε μια αγέλη ζώων αλλά μια κοινωνία ανθρώπων, αν δεν θέλουμε άλλες Καρολάιν και Γαρυφαλλιές, πρέπει να γίνουμε άνθρωποι με όλη τη σημασία της λέξης.

Δηλαδή να καλλιεργήσουμε το πνεύμα μας, να ανεβούμε στη σφαίρα της πνευματικής ζωής. Γονείς, δάσκαλοι και κάθε αληθινά πνευματικός άνθρωπος έχουν τον πρώτο λόγο σε τούτο το μεγάλο αγώνα.