Συχνά ακούγεται αυτή η φράση, ειδικότερα στην πάνω Ελλάδα. Από μικρός τη θυμάμαι να λέγεται στον τόπο μου, στην περιοχή των χωριών του Πηλίου. Παροιμιακά λοιπόν θέλει να εκφράσει ο λαός μας τις πολύ μικρές χρονικές αποστάσεις. Πράγματι ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Νέστορας, δύο ηρωικοί Αγιοι, που ο ένας γιορτάζει στις 26 Οκτωβρίου και ο άλλος στις 27, την επόμενη δηλαδή ημέρα.

Κατά το συναξάρι ο άγιος Δημήτριος, γέννημα και θρέμμα της Θεσσαλονίκης, υπηρετούσε αξιωματικός στον ρωμαϊκό στρατό. Τότε συγκυβερνούσαν οι αυτοκράτορες Διοκλητιανός και Μαξιμιανός. Όλα αυτά διαδραματίζονται το 290 μ.Χ. Ο Δημήτριος είχε μυηθεί στην θρησκεία του Χριστιανισμού και χωρίς κανένα φόβο δε δίσταζε να την προπαγανδίζει. Κάποτε επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη ο Μαξιμιανός και όταν έμαθε όλα αυτά για τον αξιωματικό του, διέταξε να τον φυλακίσουν.

Τότε ο αυτοκράτορας για τις νίκες του ήθελε να δώσει κάποιο “θέαμα” στη Θεσσαλονίκη, μ’ ένα δικό του παλαιστή, τον οποίο τόσο καμάρωνε, ονόματι Λυαίο. Ηταν πολύ δύσκολο αυτός να αντιμετωπισθεί. Τότε ένας νεαρός αθλητής με ομηρικό όνομα ο Νέστορας, Θεσσαλονικιός, τον οποίο είχε φίλο του ο Δημήτριος, έχοντάς τον κατηχήσει στο Χριστιανισμό, επισκέφθηκε το Δημήτριο στη φυλακή, θέλοντας να του ζητήσει τη γνώμη του και την ενθάρρυνσή του, για να παλέψει με τον Λυαίο.

Ο Δημήτριος του έδωσε την ευλογία του Χριστού. Ο Νέστορας ρίχθηκε στην πάλη φωνάζοντας” Θεέ Δημητρίου, βοήθει μοι”!

Πράγματι ο Θεός του έδωσε απεριόριστη δύναμη και νίκησε τον υπερπαλαιστή Λυαίο, ως τον θάνατο. Έκπληκτος τότε ο Μαξιμιανός, αλλά και εξοργισμένος, διέταξε να θανατώσουν τόσο τον Νέστορα με άμεσο αποκεφαλισμό, όσο και το Δημήτριο στη φυλακή του με λογχισμούς. Η εικονογραφία του Αγίου Δημητρίου τον παρουσιάζει συνήθως έφιππο, με στρατιωτική στολή νεαρού αξιωματικού να χτυπάει με το κοντάρι του (συμβολικά) τον πεσμένο Λυαίο, κάτι ανάλογο με τον Αη Γιώργη που χτυπάει τον δράκοντα. Ά

λλη μια διαφορά έχουν οι άγιοι στα άλογά τους. Το άλογο του Αγίου Δημητρίου είναι συνήθως κοκκινωπό, ενώ του Άι Γιώργη είναι άσπρο. Ας δούμε όμως λαογραφικά τη σημασία αυτών των ημερών και φυσικά τα λαογραφικά στοιχεία της εορτής του Αγίου Δημητρίου. Είναι η χρονική στιγμή που περνάμε από το καλοκαίρι στον κλειστό χειμώνα. Περίοδος που γίνονται οι χειμωνιάτικες συμβάσεις – εργασίες, οι οποίες διαρκούν ένα εξάμηνο, ανάλογο κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τη γιορτή του Άι Γιώργη, η οποία προσδιόριζε τις συμβάσεις του καλοκαιριού.

Από παλιά πρακτική παράδοση, οι γεωργικές, κτηνοτροφικές μισθώσεις και συμφωνίες άρχιζαν ή λύνονταν την ημέρα αυτή.Συντεχνίες και εσνάφια άλλαζαν τους υπαλολήλους των, που κάποτε τους πλήρωναν αθροιστικά και γλεντοκοπούσαν (ίσως κι από μελαγχολία). Οι κτηνοτρόφοι νοίκιαζαν σήμερα τα λιβάδια των χειμαδιών, όπως του άι-Γιωργιού, είχαν νοικιάσει θερινές βοσκές. Και μαζί με τις συμφωνίες αυτές (γραπτές ή άγραφες του παλιού έντιμου λόγου) κατέβαιναν από τα ορεινά στα χειμαδιά τους.

Ακόμα και οι νοικοκυρές άλλαζαν το νοικοκυριό των σπιτιών τους, να ξημερώνει τ’Αγίου Δημητρίου, άπλωναν τα χράμια, έβγαζαν τα παπλώματα, κρεμούσαν τις βαριές κουρτίνες. Πρωτοφορούσαν σήμερα στην εκκλησιά τα “χειμωνιάτικα” ρούχα τους, μεγάλοι και μικροί.

Τέτοιες μέρες… θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, “γυρίζοντας πίσω” στη γενέθλια γη, στο χωριό μου τον Λαύκο του Νοτίου Πηλίου, στο πατρικό μου σπίτι! Θυμάμαι την μακαρίτισσα τη μητέρα μου, να βγάζει από το μεγάλο μπαούλο και από τα μπαουλοντίβανα τα χρωματιστά υφασμένα στρωσίδια, που έντονα μύριζαν ναφθαλίνη. Υφασμένα στον αργαλειό φυσικά και μαζί μ’ αυτά πολύχρωμες καρπέτες, κιλίμια, στιγάδια, κουρέλες.

Τα κιλίμια ήταν τα επίσημα τάχα στρωσίδια για το σαλόνι, οι καρπέτες και οι κουρέλες εκτελούσαν χρέη σκεπάσματος και τα στιγάδια ήταν μάλλινα στρωσίδια για το κρεβάτι και το πάτωμα. Όλα αυτά δείγματα της αξιάδας και νοικοκυροσύνης της κάθε οικοδέσποινας. Σήμερα σπανίζουν και τείνουν να αποτελέσουν μουσειακό είδος. Το σπίτι έπαιρνε άλλη όψη, περιμένοντας τις “χρονιάρες” μέρες, όπως τις έλεγαν οι χωριανοί μου, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα, αλλά και τις δύσκολες μέρες του βαρύ χειμώνα που θ’ ακολουθούσε.