Τώρα που πλησιάζουμε στη Μ. Σαρακοστή κι ανοίγει μια περίοδος νηστείας (για όσους τουλάχιστον θέλουν να τηρήσουν τον πνευματικό κανόνα της νηστείας, που, ας μην το ξεχνάμε, είναι και προς όφελος της υγείας μας), η υπόθεση του φαγητού έρχεται πιο έντονα στο προσκήνιο, επειδή υπάρχει περιορισμός στην κατανάλωση κρέατος, το οποίο, ως γνωστόν,  βρίσκεται σχεδόν κάθε μέρα στο πιάτο των περισσοτέρων.

Με το θέμα, όμως, του φαγητού σχετίζεται ένα άλλο πιο σημαντικό θέμα, ένα θέμα σχετικό με τις προτεραιότητες της ζωής μας, με την ιεράρχηση δηλαδή των αξιών που κάνουμε ως άνθρωποι.

Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ότι οι περισσότεροι θεωρούμε ως πρώτη προτεραιότητα την υλική ευμάρεια, που μεταφράζεται σε φαγητό, σπίτια, αυτοκίνητα, αγορές, εξοχικά και χρήματα. Με άλλα λόγια, έχουμε τοποθετήσει στην κορυφή του αξιολογικού μας κώδικα το «ό,τι φάμε κι ό, τι πιούμε». Νομίζω πως επ’ αυτού είναι επίκαιρο να εκθέσουμε κάποιες σκέψεις.

Ο Πλάτων είχε προβεί σε μια τρομερή διαίρεση της ψυχής (με τον όρο «ψυχή» εννοούσε ολόκληρη την εσωτερική ζωή του ανθρώπου:  ανάγκες, επιθυμίες, συναισθήματα, νου). Η διαίρεση αυτή ακολουθούσε την ίδια τη σωματική διάπλαση του ανθρώπου:  στομάχι-κοιλιά, καρδιά, κεφάλι. Αντίστοιχα, διαιρούσε την ψυχή σε τρία μέρη:  1) το κατώτερο (αντιστοιχούσε στο στομάχι), που το αποκαλούσε «αλόγιστον ή επιθυμητικόν», 2) το μεσαίο (αντιστοιχούσε στην καρδιά), που το αποκαλούσε «θυμοειδές» και 3) το ανώτερο (αντίστοιχο στο κεφάλι), που το αποκαλούσε «λογιστικόν».

Το κατώτερο μέρος εκπληρώνει τις βασικές ανάγκες (φαγητό, σεξ), το μεσαίο αφορά στα συναισθήματα, ενώ το τρίτο και ανώτερο αφορά τη λογική συγκρότηση του ανθρώπου. Το «αλόγιστον» ως τέτοιο τιθασευόταν από το θυμοειδές, ενώ και τα δυο υπάκουαν στο «λογιστικόν», που ήταν ο ηγεμόνας των άλλων δύο.

Την ίδια αντίληψη βρίσκουμε και στους χριστιανούς Πατέρες, όπως π.χ. ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, ο οποίος γράφει:  «Από φιλοσοφικής απόψεως, σύμφωνα με την αρχική διαίρεση, όσα αφορούν την ψυχή μας είναι τρία, το λογικό και το επιθυμητικό και το συναισθηματικό. Σ’ αυτά οφείλονται και τα κατορθώματα όσων ζουν ενάρετα και οι αμαρτίες όσων κατρακυλούν στην κακία» (Επιστολή κανονική προς Λητόιον Μελιτηνής, 45,224).

Με βάση τα προηγούμενα, για να είναι ο άνθρωπος ενάρετος, δίκαιος και σωστός, τα τρία αυτά στοιχεία της ψυχής πρέπει εναρμονίζονται μεταξύ τους και να μην ανατρέπεται η μεταξύ τους σχέση, δηλαδή το ένα να μην παίρνει τη θέση του άλλου: το κατώτερο «άλογο» μέρος της ψυχής να υπακούει στο θυμοειδές και τα δυο αυτά μαζί να υπακούνε στο ηγεμονικό-λογιστικό.

Αλλά και στα νεότερα χρόνια ο Αμερικανός ψυχολόγος Αβραάμ Μάσλοου (1908-1970), ιεραρχώντας τις ανθρώπινες ανάγκες, θεωρεί ότι στη βάση της πυραμίδας βρίσκονται οι βιολογικές ανάγκες (φαγητό, νερό, αέρας), ενώ στην κορυφή η ανάγκη της ολοκλήρωσης, το να γίνει δηλαδή ο άνθρωπος αυτό που ονειρεύεται, εξαντλώντας τη δυναμικότητά του.

Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, ναι μεν, χωρίς τη δυνατότητα ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών δεν υπάρχει ανθρώπινη ζωή, αλλά, από την άλλη, ο εγκλεισμός μόνο σε αυτές συνιστά ένα κίνδυνο για την ίδια την ακεραιότητα του ανθρώπινου προσώπου και την κατάκτηση μιας σφαίρας ανώτερης ποιοτικά ζωής, που θα προσδιορίζεται από αξίες, οι οποίες πάνε πέρα από την απλή εκπλήρωση των υλικών και βιολογικών αναγκών.

«Σ’  ένα κόσμο προσηλωμένο στην ικανοποίηση των ατομικών επιθυμιών, το ευ ζην δεν μπορεί παρά να είναι περιθωριακό-στην καλύτερη περίπτωση- μέλημα, μια υπόθεση για εγωκεντρικούς και αιθεροβάμονες» (Robert & Edward Suidelsky, Πόσα πραγματικά χρειαζόμαστε; , σ. 23).

Αν έγραψα όλα τα παραπάνω είναι επειδή βλέπει κανείς ότι όλοι οι πολιτικοί μας εκείνο στο οποίο αποβλέπουν, εκείνο που αποτελεί τον κεντρικό σκοπό τους (που αποδεικνύει και την εικόνα που έχουν για τον άνθρωπο ως άνθρωπο) είναι η οικονομία αποκομμένη από όλα τα υπόλοιπα, αυτά δηλαδή που κάνουν τη ζωή του ανθρώπου αξιοβίωτη. Αυτό, βέβαια, δεν είναι τωρινό, αν θυμηθούμε το περίφημο panem et circenses (άρτον και θεάματα), που ανάγεται στη ρωμαϊκή περίοδο, όταν οι αυτοκράτορες προσέφεραν στο λαό ψωμί και θεάματα, για να αποσπούν την προσοχή του από τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας.

Με άλλα λόγια, οι πολιτικοί, στρέφοντας την προσοχή των πολιτών μόνο στην οικονομία και στο χρήμα και μαυλίζοντάς τους με ξεροκόμματα αυξήσεων ή μερισμάτων (όπως το ζήσαμε τελευταία), ώστε να είναι δέσμιοι του στομαχιού τους (δηλαδή του επιθυμητικού μέρους της ψυχής) και να μη σκέφτονται τίποτε παραπέρα από αυτό, προσπαθούν- και συχνά το καταφέρνουν- να τους αποσπάσουν από άλλα μεγάλα προβλήματα της πολιτικής, όπως  τις συμφωνίες (π.χ. Πρέσπες), τις καταστροφές για τις οποίες την ευθύνη φέρνουν οι εκάστοτε κυβερνώντες (π.χ. Ηλεία, Μάνδρα και Μάτι), τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών (Κοινοβούλιο, Δικαιοσύνη, αστυνομία, δημόσιες υπηρεσίες) αλλά και να τους εκτρέψουν από τις σοβαρότερες αξίες και τα αγαθά της ζωής, όπως είναι η αλληλεγγύη, η κοινωνικότητα, η εσωτερική καλλιέργεια, ή τα αγαθά της παιδείας και της τέχνης, που δίνουν ποιότητα στη ζωή.

Μια τέτοια τακτική, εκτός του ότι κάνει τον άνθρωπο δούλο των επιθυμιών του, τον καθιστά και εύκολα χειραγωγήσιμο, επειδή οι επιθυμίες δρουν ανεξέλεγκτα, χωρίς όριο, χωρίς κορεσμό.  Ως εκ τούτου, η ικανοποίηση των επιθυμιών του στομαχιού δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, για όσους τουλάχιστον δεν πάσχουν από κάποια ψυχική διαταραχή. Η προσπάθεια των πολιτικών να μας πείσουν ότι όλα αναφέρονται στο στομάχι, ότι το παν είναι το χρήμα, είναι πάντοτε «εκ του πονηρού».

Γι’  αυτούς είναι ο πιο εύκολος τρόπος χειραγώγησης των μαζών. Η κοιλιά δεν σκέφτεται, μόνο επιθυμεί τον κορεσμό. Στην περίπτωση αυτή, εύκολα ο άνθρωπος λειτουργεί σαν τον σκύλο του Παυλώφ. Αντίθετα, ο άνθρωπος που στοχεύει πιο πάνω από το στομάχι, που βάζει προτεραιότητες στη ζωή του, που σκέφτεται, που έχει αξίες, αυτός είναι επικίνδυνος για το πολιτικό σύστημα, επειδή δεν παρασύρεται, δεν χειραγωγείται.

Από πού, λοιπόν, βρομάει το ψάρι;  Κατά τη γνώμη μου, όχι από το κεφάλι αλλά από την κοιλιά, αν πιστέψουμε πως η ζωή μας είναι μόνο αυτό στο οποίο μας στρέφουν οι πολιτικοί.

Διότι κι εμείς δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Αν πιστέψουμε ότι η οικονομία είναι αυτοσκοπός, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, αν αφήσουμε το «ηγεμονικό-λογιστικό» μέρος της ψυχής να γίνει έρμαιο του επιθυμητικού, δηλαδή της κοιλιάς, τότε «το ψάρι θα βρομίσει»:  εμείς μεν θα νιώσουμε κορεσμό ή αηδία ή και τα δύο, η δε κοινωνία δεν θα μπορέσει ποτέ να ανεβεί σε υψηλότερα επίπεδα ζωής ούτε και να προασπίσει και να αναβαθμίσει τους θεσμούς της.